Υπάρχουν δύο κόσμοι που τρέχουν παράλληλα. Αληθινοί και οι δύο, κάποιες στιγμές τέμνονται, αλλά τις περισσότερες δεν συναντιούνται. Φαντάσου να κάνεις βόλτα μια ηλιόλουστη μέρα στη λαϊκή της γειτονιάς σου φορώντας ακουστικά από τα οποία ακούς διεθνή θέματα σε δελτίο ειδήσεων. Οι εικόνες μπροστά σου είναι γαλήνια πρόσωπα να διαλέγουν ντομάτες, να ανταλλάσσουν πειράγματα, να βρίσκουν φίλους, να γελάνε, να είναι όλα σαν να έχει σταματήσει ο κόσμος στο καλό.
Στα ακουστικά έχεις έναν κόσμο που συντρίβεται πάνω σε προβλέψεις. Τα ανοιχτά σενάρια βγάζουν όλα σε κλειστούς δρόμους. Ο κόσμος έχει σκαλώσει στο κακό. Το θέμα δεν είναι ποια πραγματικότητα είναι πιο αληθινή αλλά ποια έχεις επιλέξει να ζήσεις. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να προσπαθείς να λύσεις γρίφους και να πάρεις θέση σε διλήμματα τα οποία δεν σου έχει θέσει η ζωή. Δεν ανοίγεις ομπρέλα επειδή άκουσες πως κάπου μακριά μαζεύονται σύννεφα. Ετσι κι αλλιώς θα τις ζήσεις κι εσύ τις βροχές που σου αναλογούν, δεν πρόκειται να τις γλιτώσεις. Αλλά τις βροχές όλου του κόσμου δεν γίνεται να τις ζήσεις. Πόσο μάλλον εκείνες που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο μιας αμφίβολης πρόβλεψης.
Είναι μέρες που μοιάζεις με ήρωα ταινίας. Την ώρα που κάνεις καθημερινά πράγματα από κάπου μακριά ακούγονται οβίδες να πέφτουν. Κάποιες φορές δυναμώνει απότομα ο ήχος, ξέρεις πως δεν έχεις γλιτώσει οριστικά αλλά δεν γίνεται να αναστείλεις τη ζωή. Συνεχίζεις να ψάχνεις τη σφιχτή ντομάτα.
Η εικόνα σου έχει πολλαπλές αναγνώσεις, εξαρτάται από το πού κοιτάζει ο παρατηρητής σου, τι θέλει να δει, ποιο διαμορφωμένο του ιδεολόγημα θέλει να δικαιώσει. Είσαι ο αδιάφορος που νοιάζεται μόνο για τη μικρή-μεγάλη ζωούλα του και περιμένει μοιρολατρικά την εφόρμηση του απρόβλεπτου, την σπαθιά που θα τον κόψει. Ή είσαι ο αποφασισμένος να ζήσει μέχρι τότε, να σταθεί όρθιος στις στιγμές του.
Βάζεις τον κόσμο στο αθόρυβο, για να τον νιώσεις. Οι φωνές του δεν σε βοηθούν πουθενά, σε αποσπούν από το πραγματικό νοιάξιμο, σε κάνουν φανατικό οπαδό λύσεων, συνήθως προτεινόμενων από άλλους. Οι «λύσεις» έχουν μια ροπή προς τη φασαρία και πιάνουν όλον τον αέρα.
Προσπαθείς να διακρίνεις, να επιμερίσεις τα απανωτά θαύματα που σε έχουν φτάσει μέχρι εδώ, γιατί τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Ετσι κι αλλιώς οι φωνές και η εσχατολογία δεν βλέπουν ζωές μπροστά τους, ανοίγουν το τσουβάλι και πετάνε μέσα ό,τι βρουν. Σώματα, ξύλα, σίδερα, όλα ένα.
Αλλάζοντας σταθμό στα ακουστικά, πέφτεις πάνω σε ένα όμορφο τραγούδι. Η ζωή όπως θα έπρεπε να είναι. Ή μάλλον όπως είναι, για εκείνο το τρίλεπτο. Η αλήθεια της εξίσου δυνατή όσο και η κήρυξη ενός πολέμου. Μετά το κλείνεις, μαζεύεις τα ακουστικά και συντονίζεσαι με αυτό που συμβαίνει γύρω σου, αυτό που θα έπρεπε μάλλον να κάνεις εξ αρχής. Μετά από λίγο δεν ξεχωρίζεις μέσα στο πλήθος, είσαι μια μοναδικότητα μέσα σε άλλες.