Αξιοκρατία, ασφάλεια, περισσότερες ευκαιρίες, συνθήκες δουλειάς, μισθός, ποιότητα ζωής». Αυτές ήταν οι λέξεις που ακούσαμε περισσότερο συζητώντας με πέντε νέους Ελληνες και Ελληνίδες για τους λόγους που έφυγαν και για τους οποίους παραμένουν, κατοικούν και εργάζονται στο εξωτερικό. Μας μίλησαν, όμως, και για όνειρα αλλά και την ανάγκη για αναγνώριση των ικανοτήτων τους, κάτι που δεν έβρισκαν στη χώρα μας. Ανεξάρτητα από το πόσα χρόνια λείπουν – άλλος λιγότερα, άλλος περισσότερα -, είχαν πολλά να διηγηθούν. Μας μίλησαν για τις ιστορίες που τους πλήγωσαν, τις ανάγκες που τους ώθησαν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους στο εξωτερικό. Είναι ανάμεσα στο μισό εκατομμύριο νέων και ικανών ανθρώπων, το 4,6% του συνολικού πληθυσμού, που έφυγαν από την Ελλάδα ανάμεσα στα χρόνια 2008 και 2017. Κανείς από όσους συζητήσαμε, όμως, δεν απαντά κατηγορηματικά ότι δεν θα επιστρέψει να εργαστεί στην Ελλάδα, δεν το αποκλείουν – σε μια πρώτη αντίδραση στην ερώτηση μας. Στην πορεία, όμως, αρχίζοντας να ξετυλίγουν τις σκέψεις τους, να παρουσιάζουν τους όρους κάτω από τους οποίους θα επέστρεφαν, το ενδεχόμενο μάλλον μοιάζει να απομακρύνεται.
Αγγελος Οικονομόπουλος, Διευθυντής επιστημονικών δεδομένων, Λονδίνο
«Μια συνέντευξη μου γκρέμισε το μέλλον στην πατρίδα μου»
Ξεκίνησε τις σπουδές του ως μηχανικός στο Πολυτεχνείο Κρήτης με σκοπό να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα. Υστερα από 13 χρόνια (πρώτο πτυχίο, μεταπτυχιακό και διδακτορικό) πήγε στρατό και έβλεπε τα όνειρά του για ακαδημαϊκή καριέρα σιγά-σιγά να γίνονται αδύνατα. Οι θέσεις έκλειναν χωρίς να γίνεται ανανέωση προσωπικού. Καθοριστική για την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό ήταν μια συνέντευξη για δουλειά στη νατοϊκή βάση στα Χανιά. «Μπήκα με δέκα ανθρώπους, ήταν ουσιαστικά τεστ αγγλικών. Οι πέντε δεν ήξεραν αγγλικά και ένας από αυτούς πήρε τη θέση. Συζήτησα με την κοπέλα μου – ήταν τραγική η κατάστασή μου. Ενώ δούλευα από τα 18 και στήριζα τον εαυτό μου, στα 32 ζητούσα χαρτζιλίκι από τους γονείς μου». Εστειλε βιογραφικά στην Αγγλία και μέσα σε δύο εβδομάδες βρήκε δουλειά. Στην αρχή, το 2011, σε μια μικρή πόλη, το Πιτέερμπορο, και έναν χρόνο μετά στο Λονδίνο, σε μια εταιρεία μίντια, όπου σήμερα, ύστερα από οκτώ χρόνια, είναι διευθυντής επιστημονικών δεδομένων. Η γυναίκα του εργάζεται, επίσης, ως αναλύτρια για τη βρετανική κυβέρνηση. «Δουλεύω πολύ, είμαι παραγωγικός αλλά είμαι στο σπίτι μου στις 18.30. Είναι ανθρώπινες οι συνθήκες δουλειάς, έχω εξελιχθεί, παίρνω τα τριπλάσια χρήματα από αυτά που έπαιρνα όταν ξεκίνησα, αγοράσαμε σπίτι». Αυτό είναι που τον κρατά από το να επιστρέψει στην Ελλάδα; «Αυτό που με σταματά είναι ότι ακόμα κι αν βρούμε μια αντίστοιχη δουλειά κι εγώ και η γυναίκα μου στην Ελλάδα, μπορεί κάτι να γίνει τη μια μέρα και να πρέπει να πληρώσουμε αναδρομικά φόρους και κάτι άλλο την άλλη στιγμή και να μας πάρουν τα χρήματα από την τράπεζα. Και την τρίτη μέρα το αφεντικό να με απολύσει. Στα 32 μου γκρεμίστηκε ο κόσμος που είχα φανταστεί ότι θα ζήσω, είμαι τώρα 40 και δεν θα με πείραζε λίγη σταθερότητα. Το λέω με πόνο».
Μαριάννα Σιδηροπούλου
Counseling psychology, organizational psychology, Λονδίνο
«Περισσότερες οι ευκαιρίες, καλύτερη οργάνωση»
Η Μαριάννα σπούδασε στην Αγγλία Ψυχολογία, έκανε μάστερ στο Counseling Psychology, επέστρεψε στην Ελλάδα, άνοιξε δικό της γραφείο και εργάστηκε εδώ επί δέκα χρόνια. Το 2011 κατάλαβε ότι πλησιάζει η κρίση και αποφάσισαν με τον σύζυγό της να φύγουν πάλι για την Αγγλία. Πρώτα εκείνος και ύστερα από έξι μήνες η Μαριάννα με τον γιο τους.
Σήμερα κάνει κάποιες συνεδρίες, αλλά βασικά συνεργάζεται με μια εταιρεία στο Βέλγιο που οργανώνει σεμινάρια σε μεγάλες εταιρείες (organizational psychology) και ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη.
Τι είναι αυτό που την κρατά στο Λονδίνο; «Η δουλειά και το ότι είναι πολύ οργανωμένα τα πράγματα, ξέρεις πού πατάς – ακόμα και με το Brexit. Πάντα υπάρχει η σκέψη ότι μπορούμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα – τόσο ο άνδρας μου όσο κι εγώ έχουμε δική μας δουλειά. Εχουμε πει ότι θα γυρίσουμε αφού τα παιδιά (σ.σ. έχουν σήμερα δύο αγόρια, έξι και δέκα χρονών) πάνε πανεπιστήμιο. Εδώ είσαι πιο πολύ μέσα στα πράγματα, αλλά και εκτίθεσαι σε παγκόσμια ερεθίσματα εργασιακά και καταλαβαίνεις τι σημαίνει ανταγωνισμός με τους καλύτερους του κόσμου. Για εμένα ήταν μια έντονη εμπειρία το να αλλάζεις “γυάλα”, αλλά σε βοηθά να κάνεις καριέρα και όχι μια απλή δουλειά. Πιστεύω ότι αν είχα μείνει στην Ελλάδα δεν θα είχα πολλούς από τους σημαντικούς πελάτες μου, κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσο καλός είσαι, αλλά και με το ποιους γνωρίζεις και τι έκθεση έχεις. Εδώ έχω πάει π.χ. σε σεμινάρια με “τέρατα” της ψυχανάλυσης».
Σωτήρης Κορώσης, Καθηγητής Βιοϊατρικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Loughborough
«Ευτυχώς… απέτυχα»
O Σωτήρης Κορώσης ζει στο εξωτερικό από το 1990. Σπούδασε στην Αγγλία (μπάτσελορ, μάστερ και διδακτορικό). Σήμερα ζει στο Λονδίνο, κατέχει την έδρα της Βιοϊατρικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Loughborough, είναι διευθυντής Βιοϊατρικής Μηχανικής στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Αννόβερου στη Γερμανία και έχει μια θέση σε ιδιωτική εταιρεία στην Πάντοβα, στην Ιταλία. Θα επέστρεφε στην Ελλάδα; «Δοκίμασα πριν από δύο χρόνια να επιστρέψω γιατί είχε “ανοίξει” μια θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο, αλλά επελέγη μια συνάδελφος που ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, είχε τα 2/3 των δημοσιεύσεών μου, δεν είχε μισό ευρώ συγχρηματοδότηση στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, το h index της (σ.σ. μετρά την ποιότητα των δημοσιεύσεων και τη συχνότητα αναφοράς τους σε άλλες δημοσιεύσεις) ήταν 13-14 και το δικό μου τότε 19. Ευτυχώς, παράλληλα, είχα κάνει αίτηση και στο Πανεπιστήμιο του Loughborough, πέρασα τέσσερις συνεντεύξεις και πήρα την έδρα που κατέχω τώρα, με τριπλάσιο μισθό. Παρ’ όλα αυτά, λέω ότι, ναι, ενδεχομένως να επέστρεφα γιατί ακόμα θεωρώ ότι μπορεί να προσφέρω στον τομέα μου. Ξέρετε, είμαι διχασμένος… Συναισθηματικά θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα, αλλά όταν βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, σκεπτόμενος ότι θα χάσω την ποιότητα ζωής τόσο για εμένα όσο και για την οικογένειά μου, ότι ενδεχομένως να μπω σε ένα πανεπιστήμιο που ίσως έχει ένα σωρό “μαγαζάκια” κι αν εγώ φέρω τις – συγγνώμη που θα το πω – αξιοκρατικές πρακτικές, ενδεχομένως να μη μου φερθούν φιλικά…». Η σύζυγός του Ειρήνη Τσαγκαράκη κατέχει 3 πτυχία (Μαθηματικών, Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και διδακτορικό στη Βιοϊατρική Μηχανική). Κάνει αυτή την εποχή ένα training course για να διδάξει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Αγγλία. Παράλληλα, είναι στιχουργός. Και επειδή γράφει ελληνικό στίχο και συνεργάζεται με έλληνες καλλιτέχνες, έρχεται στη χώρα μας όταν χρειάζεται. «Της λείπει η τριβή με την ελληνική κουλτούρα και ενδεχομένως να υποφέρει περισσότερο από εμένα από το ότι είμαστε στο εξωτερικό». Ο κ. Κορώσης αναφέρει ότι συνεργάζεται με έλληνες συναδέλφους του και περιγράφει πόσο τον εντυπωσίασε ένας από αυτούς. Είχαν γνωριστεί στην Αγγλία, εκείνος επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Ηταν πριν από επτά-οκτώ χρόνια και είχε πάρα πολλή όρεξη για τη δουλειά του, είχε κέφι να δημιουργήσει. Τον συνάντησα πριν από λίγο καιρό και ήταν απογοητευμένος. Διαπλοκή, “γνωριμίες” και εγκάθετοι από πολιτικούς έχουν δημιουργήσει φοβερή υποτονικότητα και απογοήτευση. Μου λέει: “Δεν ξαναασχολούμαι με τίποτα, μόνο να πάρω τον μισθό μου και να σηκωθώ να φύγω”».
Γιάννος Θεοδωρίδης
Σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα τεχνολογίας, Δουβλίνο
«Ανασταλτικός παράγοντας η εργασιακή ανασφάλεια»
Επειτα από έναν χρόνο μεταπτυχιακά στο Κέιμπριτζ και οκτώ χρόνια στο Λονδίνο, ο Γιάννος Θεοδωρίδης εδώ και ενάμιση χρόνο έχει εγκατασταθεί στο Δουβλίνο, όπου εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα τεχνολογίας. Η πορεία του για το εξωτερικό ξεκίνησε όταν, τελειώνοντας μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Πάτρα, ξεκίνησε το μεταπτυχιακό του στην Αγγλία, σκοπεύοντας να δουλέψει εκεί για δυο-τρία χρόνια για την εμπειρία και στη συνέχεια να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οταν έκανε το μεταπτυχιακό του, άρχισε η κρίση στη χώρα μας και αποφάσισε να αναζητήσει μόνιμη δουλειά στο εξωτερικό. Εκανε αιτήσεις σε διάφορες εταιρείες και προσελήφθη αμέσως – στην ίδια συμβουλευτική εταιρεία εργάζεται και σήμερα. Τι είναι αυτό που τον κρατά έξω; «Πολλά. Κάποια είναι προσωπικά, κάποια τύχη και συγκυρίες και κάποια έχουν να κάνουν με το πώς πάει η Ελλάδα. Πρώτον, έχω σχέση με μια Ελληνίδα, με την οποία θα παντρευτούμε το καλοκαίρι και η οποία εργάζεται επίσης στο Δουβλίνο. Επρεπε, λοιπόν, να βρούμε ή έστω να πιστέψουμε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να βρούμε αξιοπρεπή δουλειά στην Ελλάδα σε εύλογο χρονικό διάστημα και για τους δυο μας. Με κρατά η δουλειά μου, είναι καλές οι συνθήκες γενικά. Εχουν καταλάβει στο εξωτερικό ότι όσο πιο πολλές κουλτούρες υπάρχουν σε ένα εργασιακό περιβάλλον, τόσο καλύτερα αποδίδει κανείς και παράγεται ποιοτική δουλειά. Παίζουν, επίσης, ρόλο θέματα αξιοκρατίας αλλά και η νοοτροπία του μάνατζμεντ – υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι αν θέλεις να γυρίσεις πίσω, καλό είναι να έχεις φτάσει σε έναν βαθμό που να μην έχεις πολλούς πάνω από το κεφάλι σου γιατί θα σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ενας ανασταλτικός παράγοντας ακόμα για να επιστρέψει κανείς στην Ελλάδα είναι η εργασιακή ανασφάλεια, αλλά και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας υπάρχουν διάφορες εντάσεις οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα σε πολλά επίπεδα: είτε σε προσωπικό, είτε σε επαγγελματικό, είτε στη γειτονιά σου κ.λπ.».
Λήδα Χατζή
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας
«Μια θέση και ένας μισθός δεν φτάνουν…»
Η αγάπη για την έρευνα και οι συνθήκες που έκαναν πολύ δύσκολο το έργο της στην Ελλάδα ήταν αυτά που οδήγησαν τη σημερινή αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια στις ΗΠΑ. Επειτα από σπουδές στην Ιατρική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό στην Ιατρική του Πανεπιστημίου Κρήτης και ειδικότητα στην Οικογενειακή Ιατρική, η κυρία Χατζή για ένα διάστημα έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο Institut of Global Health της Βαρκελώνης. Αντικείμενό της οι παράγοντες που επηρεάζουν την έγκυο μητέρα και το έμβρυο και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, ο καρκίνος κ.λπ. Επιστρέφοντας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ως λέκτορας Επιδημιολογίας, με χρηματοδοτήσεις από την ΕΕ, ξεκίνησε μια μεγάλη μελέτη σε 1.500 εγκύους του Νομού Ηρακλείου. Η μελέτη αυτή λέγεται «Ρέα» και ακόμη συνεχίζεται με τα παιδιά που πλέον γίνει δέκα χρονών. Γιατί φύγατε από την Ελλάδα; «Εβλεπα τις δυσκολίες του να κάνω αυτά που ήξερα και αυτά που ονειρευόμουν στη χώρα μου. Είχα μεν μια θέση, είχα έναν μισθό, αλλά δεν φτάνει αυτό. Για να κάνεις έρευνα πρέπει να έχεις και την υποδομή. Σιγά-σιγά με την κρίση μειώθηκαν οι χρηματοδοτήσεις στα πανεπιστήμια και παρ’ όλο που ήμουν σε μια από τις καλύτερες ιατρικές σχολές της χώρας, φαινόταν μια παρακμή σε όλα και κυρίως στη δυνατότητα να συντηρήσεις ερευνητικές ομάδες. Παράλληλα, στη διάρκεια της κρίσης πήγα για ένα sabbatical στο Χάρβαρντ – χωρίς, όμως, να έχω ποτέ στο μυαλό μου να μείνω στην Αμερική. Βρέθηκα σε ένα καταπληκτικό ερευνητικό περιβάλλον και με ανθρώπους που ήταν ανοικτοί στο να με καταλάβουν και στο να μάθουν από εμένα κι εγώ να μάθω από αυτούς. Και είδα πως μπορούσαν να είναι κι αλλιώς τα πράγματα, πως θα μπορούσαμε να κάνουμε έρευνα με μεγαλύτερη διαφάνεια, με μεγαλύτερη αξιοκρατία, με μεγαλύτερο σεβασμό στον άνθρωπο και κυρίως σε θεσμούς που λειτουργούν. Αυτή ήταν η αρχή του ταξιδιού». Στη συνέχεια άνοιξε η θέση που κατέχει σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, κατέθεσε τα χαρτιά της και επιλέχθηκε. Τα τελευταία τρία χρόνια ζει με την οικογένειά της στο Λος Αντζελες.
Θα επιστρέφατε για να εργαστείτε στην Ελλάδα; «Είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Δεν νομίζω ότι εύκολα θα μπορούσα να πω “ναι” γιατί δεν βλέπω να έχει αλλάξει κάτι από αυτά που με έκαναν να φύγω: μια κοινωνία άκρας αδικίας, στην οποία μετράει υπερβολικά το ποιος είσαι, τι είδους μέσο έχεις, πώς θα τα πας καλά με κάποιους και όχι το τι πραγματικά κάνεις και πόσο αποτελεσματικός είσαι στη δουλειά σου. Αυτό δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει. Είναι και κάτι άλλο: εμείς που φύγαμε ζητούμε και παίρνουμε μια στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης που είναι πάρα πολύ σημαντική σε ανθρώπους που αφιερώνουν τη δουλειά τους σε επαγγέλματα που δεν έχουν καθαρό κέρδος».