Το πιο γνωστό παράδοξο στην οικονομική του περιβάλλοντος είναι το «παράδοξο του Jevons». Το 1865, o οικονομολόγος William Stanley Jevons παρατήρησε ότι η τεχνολογική βελτίωση στην καύση άνθρακα δεν οδήγησε σε περιορισμό της συνολικής κατανάλωσης. Αντιθέτως, την αύξησε.
Και αυτό, διότι η αποδοτικότητα της καύσης καθιστούσε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες φτηνότερα και συνεπαγόμενα οδηγούσε σε αύξηση της ζήτησης. Το παραπάνω είναι μία αμφισβήτηση της «γραμμικής» σχέσης τεχνολογίας – προόδου – ανάπτυξης.
Αργότερα, τη δεκαετία του 1970, παρατηρήθηκε κάτι παρόμοιο. Δηλαδή, παρά τις εξελίξεις στην επιστήμη των υπολογιστών, η αύξηση της παραγωγικότητας στην αμερικανική οικονομία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν σχεδόν μηδενική.
Ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος, Robert Solow, είχε χαρακτηριστικά δηλώσει το 1987 ότι «η επανάσταση των υπολογιστών εντοπίζεται παντού εκτός από τους δείκτες της παραγωγικότητας».
Αυτή η υστέρηση παραγωγικότητας – τεχνολογίας («το παράδοξο του Solow») οφείλονταν στον μεγάλο χρόνο προσαρμογής για την αποτελεσματική υιοθέτηση των υπολογιστών στην παραγωγική διαδικασία και στους αναγκαίους μετασχηματισμούς στις δομές εργασίας.
Σήμερα, το πιεστικό ερώτημα είναι το ακόλουθο: πώς μπορούν οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις να συγκλίνουν με την παγκόσμια προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη;
Τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι αντιφατικά.
Παρά την προσπάθεια προώθησης καθαρών πηγών ενέργειας (όπως η ηλιακή και η αιολική), τα ορυκτά καύσιμα καταλαμβάνουν σήμερα το 80% της τελικής χρήσης παγκοσμίως. Ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί, σε επίπεδο ρητορείας, την πρώτη προτεραιότητα, στην πράξη η κατανάλωση ενέργειας έχει αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με το 1995. Νέες πηγές ζήτησης αναδύονται παράλληλα με την πρόσβαση σε νέες υπηρεσίες, όπως π.χ. από την αύξηση των χρηστών των υπηρεσιών της Google που οδήγησε στον τριπλασιασμό της αντίστοιχης κατανάλωσης ενέργειας την τελευταία οχταετία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι επίσης τα υπολογιστικά δίκτυα εξόρυξης κρυπτονομισμάτων, που καταναλώνουν σε ετήσια βάση όσο καταναλώνουν ολόκληρες χώρες, με πολύ υψηλό ανθρακικό αποτύπωμα, για κάθε μία συναλλαγή. Την ίδια στιγμή, ποσοστό της τάξης του 60% του παγκοσμίου εύρους ζώνης καταναλώνεται για video streaming, με την πλατφόρμα του Netflix να καταλαμβάνει ήδη το 2019 κοντά στο 20% του συνολικού όγκου που διακινείται για αυτόν το σκοπό. Επιπλέον, ενώ προωθούνται, σε επίπεδο πολιτικών, οι ήπιες μορφές βιώσιμης κινητικότητας, στην πράξη τα SUV (Sport Utility Vehicle) είναι αυτά που έχουν την πρωτοκαθεδρία στις πωλήσεις. Ο αριθμός τους έχει σχεδόν εξαπλασιαστεί από το 2010 ενώ, την τελευταία δεκαετία, αποτελούν τη δεύτερη, μετά τον κλάδο ενέργειας, πηγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Πολλοί υποστηρίζουν πως σήμερα ζούμε μία νέα παραδοξότητα. Τα τεχνολογικά μέσα γίνονται τελικά σκοποί. Και η ανάπτυξη προσδιορίζεται ως μία διαδικασία ποσοτικής και τεχνολογικής διεύρυνσης. Επικρατούν έτσι μονοδιάστατες αφηγήσεις της «αγοραίας λογικής», της «ανταγωνιστικότητας» και του «καταναλωτισμού», οξύνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ακόμα και για την αντιμετώπιση πολυσύνθετων περιβαλλοντικών προκλήσεων, όπως της κλιματικής κρίσης, η σημερινή συζήτηση αδυνατεί να υπερβεί τις ξεπερασμένες προσεγγίσεις «τιμολόγησης των οικοσυστημάτων», και καταλήγει σε έναν φόρο άνθρακα, μία επιδότηση για καθαρή ενέργεια και ένα κόστος για περιβαλλοντική ζημιά.
Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται να ξανασκεφτούμε το αναπτυξιακό μας μοντέλο, με όρους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς, διακυβέρνησης και χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης είναι απαραίτητο να συντίθεται από κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνες αλυσίδες αξίας, και να διαμορφώνει παραγωγικά συστήματα που λειτουργούν μέσα στα όρια της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων. Ταυτόχρονα, οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις του διαδικτύου και της οικονομίας του διαμοιρασμού, πρέπει να εμπεδώνουν μία νέα συνεργατική διακυβέρνηση, να εμβαθύνουν στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών και των τοπικών/ δημοτικών αρχών, και τελικά να προωθούν βιώσιμες δράσεις και έργα. Επιπλέον, στο μοντέλο αυτό, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα οφείλουν, επιτέλους, να ανακατευθύνουν τις ροές κεφαλαίου προς την υλοποίηση υπεύθυνων επενδύσεων στην κατοικία, στις μεταφορές, στην παραγωγή ενέργειας, στη βιομηχανία και τη γεωργία.
Με αυτούς του όρους, είναι δυνατή η επίτευξη βιώσιμων συγκλίσεων, χωρίς νέους αποκλεισμούς, νικητές και ηττημένους.
*Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ