Σήμερα που η Βρετανία πλέει στα αχαρτογράφητα νερά του Brexit, ταλαιπωρώντας τον εαυτό της αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, δύσκολα φαντάζεται κανείς ότι μόλις πριν από τρεις δεκαετίες η ίδια χώρα έδινε στον κόσμο τον τόνο, με τον δυναμισμό, τη δημιουργικότητα και την αισιοδοξία της. Και όμως. Αυτό ακριβώς συνέβη στη Βρετανία τη δεκαετία του 1990. Η Γηραιά Αλβιώνα είχε να βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς πολιτισμικού γίγνεσθαι από την εκρηκτική δεκαετία του 1960, η οποία ονομάστηκε «Swinging Sixties».

«Οι δύο περιπτώσεις που είδα τον Τόνι Μπλερ ελαφρώς κεραυνοβολημένο ήταν όταν πέσαμε πάνω στην Μπάρμπαρα Στράιζαντ, κάπου σε ένα καμαρίνι, και το 1996 στα Brits [σημ. βραβεία της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας] όταν ο Τόνι απένειμε το βραβείο στον Ντέιβιντ Μπόουι για την προσφορά του στη βρετανική μουσική. «Ω, Θεέ μου!», είπε, «ο Ντέιβιντ Μπόουι!»». Αυτή είναι μία από τις μαρτυρίες που καταθέτει ο Αλαστερ Κάμπελ, πρώην σύμβουλος του Τόνι Μπλερ, πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας, στο Don’t Look Back In Anger, το βιβλίο του Ντάνιελ Ρέιτσελ για τη δεκαετία του 1990 στη Βρετανία το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Daniel Rachel – Don’t Look Back in Anger. The Rise and Fall of Cool Britannia Told by Those Who Were There – Εκδόσεις Trapeze, 2019, σελ. 528, τιμή 20 στερλίνες

Ο Ντάνιελ Ρέιτσελ είναι δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός του BBC και πρώην μουσικός. Εχει στο ενεργητικό του δύο δίσκους και άλλα δύο βιβλία για τη μουσική. Είναι όμως και 50 ετών, ενηλικιώθηκε δηλαδή στη δεκαετία του 1990, τη δεκαετία την οποία αποφάσισε να διερευνήσει με το νέο του βιβλίο, του οποίου ο πλήρης τίτλος είναι Don’t Look Back In Anger: The Rise and Fall of Cool Britannia Told by Those Who Were there (εκδ. Trapeze, Λονδίνο 2019).

Μουσική, περιοδικά, κουλτούρα

Αυτοί που έζησαν τη δεκαετία του 1990 στη Βρετανία, τη δεκαετία στην οποία η χώρα γνώρισε νέα άνθηση και έγινε ξανά cool – «της μόδας» -, είναι αυτοί που σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωσαν: ο Τόνι Μπλερ, που εξελέγη πρωθυπουργός με τους Εργατικούς το 1997, σε ηλικία 43 ετών, αλλά και ο προκάτοχός του, ο Συντηρητικός Τζον Μέιτζορ, οι νέοι τότε συγγραφείς Νικ Χόρνμπι και Ιρβιν Ουέλς, αλλά και οι μουσικοί των ροκ σούπερ γκρουπ της εποχής, των Oasis, Blur, Pulp – οι Νόελ Γκάλαχερ, Ντέιμον Ολμπαρν και Τζάρβις Κόκερ αντιστοίχως. Ολοι αυτοί, συν πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων οι ανατρεπτικοί εικαστικοί Ντέμιεν Χερστ (δημιουργός της περίφημης «εγκατάστασης» με έναν καρχαρία σε φορμόλη) και Τρέισι Εϊμιν, μιλούν στον συγγραφέα για την έκρηξη της δεκαετίας του 1990. Ο Ρέιτσελ οργανώνει την αφήγηση του βιβλίου με τη μορφή εναλλασσόμενων μαρτυριών, σε προφορικό ύφος, δημιουργώντας έναν ενδιαφέροντα και ιδιότυπο διάλογο μεταξύ των 86 προσώπων τα οποία επέλεξε για να αναλύσουν το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο.

Το έπος της Cool Britannia αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Επειτα από μια δεκαετία θατσερισμού, μια νέα γενιά Βρετανών αντιδρά στον περιρρέοντα ζόφο, όπως μπορεί. Αρχίζοντας από τη μουσική και τα πρώτα πάρτι με μουσική ρέιβ, που οργανώνονταν σε κλαμπ αλλά και σε υπαίθριους χώρους τους οποίους οι θαμώνες έπρεπε να ανακαλύψουν. «Αυτό το κυνήγι της ανακάλυψης είχε μια γοητεία», λέει ο Τζάρβις Κόκερ, πρώην αρχηγός των Pulp. «Επρεπε να συναντήσεις κάποιον σε ένα βενζινάδικο, ο οποίος θα σου έδινε μια διεύθυνση για να συναντήσεις άλλους. Ηταν όλοι τόσο ενθουσιασμένοι που ήταν έτοιμοι να πουλήσουν τους φίλους τους για να βρουν το μέρος που θα γινόταν το πάρτι, και όταν το έβρισκαν, ήταν σαν να ξεχυνόταν ένα τεράστιο κύμα αγάπης».

Από αυτό το τεράστιο κύμα αγάπης δεν έλειπαν τα ναρκωτικά και κυρίως τα χάπια ecstasy, η μόδα της εποχής. Oπως λέει η Σέριλ Γκάρατ, διευθύντρια του περιοδικού «The Face», το οποίο έγραψε ιστορία στη δεκαετία του 1990 και αντιγράφηκε ανηλεώς σε παγκόσμιο επίπεδο, «η έκρηξη της μουσικής acid house [σημ. παραλλαγή του ρέιβ] έδωσε στους νέους την έμπνευση, την άδεια, τις επαφές να στήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις: να στήσουν μικρά δισκοπωλεία, μαγαζιά με ρούχα, νάιτ κλαμπ. Η επιχειρηματικότητα εκτοξεύτηκε και πολλές επιχειρήσεις στήθηκαν από τα χρήματα που έβγαζαν νεαροί πουλώντας χάπια στα κλαμπ».

Αντίδραση στο επίπλαστο glamour της μόδας της δεκαετίας του 1980 ήταν και η αποδόμηση της ομορφιάς, την οποία ανέλαβαν βρετανικά περιοδικά όπως το «Face» και το «Select»: στα μοντέλα που απέπνεαν ομορφιά και υγεία, όπως η Αμερικανίδα Σίντι Κρόφορντ και η Γερμανίδα Κλόντια Σίφερ, οι Βρετανοί αντεπιτέθηκαν με την ασυνήθιστη Κέιτ Μος, ένα ανδρόγυνο κορίτσι, υπερβολικά αδύνατο, ντυμένο με φαρδιά, άνετα ρούχα κατάλληλα για να χορεύει ατελείωτες ώρες υπό τους ήχους ηλεκτρονικής μουσικής. Στο πνεύμα της εποχής και ο Μπρετ Αντερσον των Suede, έτερος εκφραστής του ανδρόγυνου στυλ (στο εξώφυλλο του «Select» το 1993), που λέει ότι «ζούσα με το επίδομα ανεργίας και φορούσα μεταχειρισμένα ρούχα επειδή δεν μπορούσα να αγοράσω καινούργια».

Η Κέιτ Μος σε ηλικία 19 ετών στο εξώφυλλο του περιοδικού «The Face» τον Μάρτιο του 1993

 

Ποδόσφαιρο και πολιτική

Το 1992, οι Συντηρητικοί υπό τον Τζον Μέιτζορ κερδίζουν για πέμπτη συνεχόμενη φορά τις εκλογές στη Βρετανία. Ο Μέιτζορ όμως δεν είναι Θάτσερ: θεωρείται άχρωμος, όμως επί των ημερών του η βρετανική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Και σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου επί της πρωθυπουργίας του αρχίζει το φαινόμενο της Cool Britannia. Ο όρος, μάλιστα, πιστώνεται στη Βιρτζίνια Μπότομλι, πρώην υπουργό Εθνικής Κληρονομιάς στην κυβέρνηση Μέιτζορ. Το 1992 είναι επίσης η χρονιά που ένα κομμάτι της βρετανικής Εθνικής Κληρονομιάς νομιμοποιείται εκ νέου διαμέσου ενός βιβλίου: με το Fever Pitch (Ο πυρετός της μπάλας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα) ο συγγραφέας Nικ Χόρνμπι, λάτρης της μουσικής και του ποδοσφαίρου, επανατοποθετεί το εθνικό σπορ της Βρετανίας. Χάρη στο βιβλίο του, γραμμένο με στυλ και αγάπη για το άθλημα, οι ποδοσφαιρόφιλοι έπαψαν να θεωρούνται άξεστοι χούλιγκαν. Λέει ο Χόρνμπι: «Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το ποδόσφαιρο και η μουσική έμοιαζαν εντελώς ξεχωριστά πράγματα. Ο τραγουδιστής Ροντ Στιούαρτ ήταν από τους ελάχιστους που αναγνώρισαν ότι αυτά τα δύο μπορούν να συνυπάρξουν».

Λάτρεις του ποδοσφαίρου ήταν και οι Oasis, το γκρουπ των αδελφών Γκάλαχερ από το Μάντσεστερ, οι οποίοι μαζί με τους αντιπάλους τους, τους Blur, δημιούργησαν τη σχολή που ονομάστηκε Britpop, σφραγίζοντας τον ήχο και – όχι μόνον – της δεκαετίας του 1990: ο Ρέιτσελ δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου του Don’t Look Back In Anger από το ομώνυμo τραγούδι των Oasis του 1995. Η φήμη του συγκροτήματος ήταν τόσο μεγάλη, που σύμφωνα με τον Νόελ Γκάλαxερ «ένα στα δύο σπίτια στη Βρετανία είχε έναν δίσκο μας». Και όπως σημειώνεται στον πρόλογο του βιβλίου, αν υπάρχει μια φωτογραφία-επιτομή της Cool Britannia, είναι από τη δεξίωση του Μπλερ το 1997, όπου ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός σφίγγει με θέρμη το χέρι του Γκάλαχερ. Ο Τόνι Μπλερ δηλώνει ότι «ήμουν ο πρώτος βρετανός πρωθυπουργός που άκουγε ποπ και ροκ μουσική – δεν μεγάλωσα με κλασική μουσική. Στα νιάτα μου άλλωστε έπαιζα ο ίδιος σε ροκ γκρουπ».

Ο νέος άνεμος που έφερε τη Βρετανία στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1990, σε σημείο που ο διεθνής Τύπος («Newsweek», «Time», «Vanity Fair») να τη συγκρίνει με την έκρηξη της δεκαετίας του 1960, αποτυπώθηκε και στην αντίδραση των Βρετανών σε θλιβερά γεγονότα: όταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα σκοτώθηκε σε δυστύχημα στο Παρίσι το 1997 οι Βρετανοί θρήνησαν με πρωτόγνωρο τρόπο. Αναφέρει χαρακτηριστικά η εικαστικός Τρέισι Εϊμιν: «Συντελέστηκε μια μεταμόρφωση. Ηταν πλέον αποδεκτό να κλαις δημοσίως. Ηταν αποδεκτό να αμφισβητείς τη Βασιλική Οικογένεια».

Η πριγκίπισσα Νταϊάνα φωτογραφημένη λίγο πριν τον θάνατό της το 1997 κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για την απαγόρευση των ναρκών

Ολα ωστόσο τα κοινωνικά φαινόμενα κάνουν τον κύκλο τους. Στην περίπτωση της Cool Britannia ο κύκλος έκλεισε με τον τραγικότερο τρόπο: με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Οπως παρατηρεί ο Τόνι Μπλερ: «Μέρος της αισιοδοξίας της δεκαετίας του 1990 είχε εμπνεύσει η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε θριαμβεύσει. Και ξαφνικά έχουμε αυτό το φρικτό τρομοκρατικό γεγονός όπου 3.000 άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης». Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, αποτιμώντας την κληρονομιά της ευφορικής δεκαετίας του 1990, ο πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι «η σημερινή Βρετανία είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλη όσον αφορά τα κοινωνικά ζητήματα και τα ζητήματα ελευθεριών. Το πνεύμα όμως εκείνης της εποχής το έχουμε χάσει, με τραγικό τρόπο».