Πέμπτη μεσημέρι και η φωτογράφιση στο ξενοδοχείο «Κing George» στο Σύνταγμα έχει ξεκινήσει. Η Μαρία Κίτσου φοράει ένα αέρινο λευκό φόρεμα Zeus+Dione. Η ηθοποιός με τη δωρική ομορφιά και τα υγρά μάτια μοιάζει σχεδόν εύθραυστη. Ο φωτογράφος της ζητάει να ποζάρει στην εξωτερική είσοδο του ξενοδοχείου. Μέγα λάθος, όπως θα διαπιστώσουμε αργότερα. Οι περαστικοί σταματούν. Μια κυρία την περιεργάζεται και δύο μαθήτριες τη βιντεοσκοπούν με το κινητό τους. Η ζωή της τους τελευταίους μήνες μοιάζει διαφορετική. Εκείνη, μία καθαρά θεατρική ηθοποιός, ίσως η καλύτερη της γενιάς της, κουβαλώντας ένα βραβείο Μελίνα Μερκούρη, βρέθηκε ξαφνικά στα φώτα μιας ευρείας δημοσιότητας ως η πρωταγωνίστρια μιας τηλεοπτικής σειράς που έχει καθηλώσει όλη την Ελλάδα.
Σε ποιον βαθμό η Ελένη Σταμίρη από τις «Αγριες Μέλισσες» έχει αλλάξει τη ζωή της Μαρίας Κίτσου; «Δεν ξέρω πώς ακριβώς να απαντήσω. Ξέρω μόνο ότι έχω παρά πολλή δουλειά. Δεν προλαβαίνω να κάνω σχεδόν τίποτα» εξηγεί. «Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου. Μένω πολύ στο σπίτι. Είμαι σε μια πολύ κλειστή φάση της ζωής μου. Τις φορές που έχει τύχει να βγω έξω είναι σίγουρα περίεργα. Είχα καταλάβει βέβαια τις διαστάσεις που είχε πάρει αυτή η σειρά μέσα από αυτά που βλέπω στα social media, αλλά στον δρόμο το βιώνεις διαφορετικά. Τις τέσσερις-πέντε φορές που έχω βγει είναι απίστευτο αυτό που έζησα: το πώς σε πλησιάζει ο κόσμος, το πόσο ενθουσιασμένος σου λέει ότι είναι. Σου ζητάει φωτογραφίες, σε αγκαλιάζει, σε φιλάει. Θεέ μου, δηλαδή, πόση δύναμη έχει η τηλεόραση! Αν δεν είσαι προσγειωμένος μπορεί εύκολα να ξεφύγεις με όλο αυτό. Εγώ από την άλλη νομίζω ότι παραείμαι προσγειωμένη».
Η Ελένη Σταμίρη δεν την έχει αλλάξει, λοιπόν. «Δεν θα σταματήσω να είμαι ο εαυτός μου όταν βγω έξω» εξηγεί. «Ο ίδιος «καραγκιόζης» θα είμαι. Τις ίδιες βλακείες θα πω. Και όταν είμαι στενοχωρημένη, θα είμαι στενοχωρημένη, δεν θα βάλω ένα εκμαγείο χαράς. Με τον κόσμο συγκινούμαι. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν έρθει και μου έχουν πει ότι η Ελένη τούς θυμίζει τη γιαγιά τους στο χωριό που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, που τη φοβόντουσαν όλοι, που όμως την ίδια στιγμή ήταν ψυχούλα. Παπαράτσι τώρα να με κυνηγήσουν δεν έχουν έρθει. Πιστεύω όμως άλλα παιδιά από τη σειρά που μου λένε ότι τους έχει συμβεί. Αλλά, είπα, εγώ δεν πηγαίνω και πουθενά. Είμαι λίγο εξαφανισμένη από την κοινωνική ζωή. Δεν πάω σε πάρτι, σε πρεμιέρες. Μπορεί κάποιος να με δει μόνο σε καμία συνέντευξη ή σε κάποιο Ιnstagram Story».
Μετά το τέλος της φωτογράφισης ξεβάφεται βιαστικά. Τρέχει στο Εθνικό Θέατρο όπου πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Μακμπέθ» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη και συμπαραγωγή με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Οπως διηγείται, από το Εθνικό Θέατρο ξεκίνησαν όλα για εκείνη. Πηγαίνει πίσω στον χρόνο: «Ημουν 23 ετών. Τρίτο έτος στη Θεολογία. Είχαμε φτιάξει μια θεατρική ομάδα. Ανεβάσαμε την «Αντιγόνη» του Ανούιγ. Επαιζα και σκηνοθετούσα μαζί με έναν συμφοιτητή μου. Ηταν επτά παιδιά κάτω από τη σκέπη μου. Να τους δίνω κουράγιο, να διώχνω την αγωνία τους. Το παιδί που υποδυόταν τον Αίμονα έχασε τα λόγια του επί σκηνής. To «σώσαμε». Στα καμαρίνια ήρθε και με βρήκε κλαίγοντας. «Mαρία, σου κατέστρεψα το έργο» είπε. Τον αγκάλιασα. Και εκείνη τη στιγμή, μετά από χρόνια «βασανισμού», ήξερα επιτέλους τι ήθελα να κάνω».
«Να γίνετε ηθοποιός δηλαδή…» συμπληρώνω. «Οχι ακριβώς. Εγινα ηθοποιός για να σκηνοθετήσω. Γιατί δεν υπήρχε σχολή σκηνοθεσίας. Εδωσα εξετάσεις μόνο στο Εθνικό Θέατρο, γιατί δεν είχα επιλογή για κάτι άλλο. Είχα φύγει από το σπίτι μου, δούλευα για να συντηρώ τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να πληρώσω δίδακτρα. Ηταν η μόνη λύση. Δεν πέρασα με την πρώτη. Δοκίμασα και δεύτερη. Ημουν 24 ετών, υπήρχε ηλικιακό όριο και αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία. Οταν πλέον είχα περάσει στη δεύτερη φάση, έτρεμα. Πίστευα πως θα σταματήσει η καρδιά μου. Στις τελικές εξετάσεις η συγχωρεμένη η Μαρία Χορς στον αυτοσχεδιασμό με είχε βάλει να χαιρετήσω κάθε μέλος της επιτροπής με διαφορετικό τρόπο. Το έκανα. Δεν ξέρω πώς… Μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα πίστευα ότι θα άσπριζαν τα μαλλιά μου. Μέχρι σήμερα, που έγινα 40 ετών, δεν έχω βγάλει άσπρη τρίχα ευτυχώς. Ή θα πέρναγα τότε ή το θέατρο θα σταματούσε για εμένα. Προετοιμάστηκα μόνη μου. Ηθελα να φέρω την αποκλειστική ευθύνη. Θυμάμαι την ημέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα. Είδα το όνομά μου γραμμένο στους επιτυχόντες από 100 μέτρα απόσταση. Μη με ρωτήσεις πώς. Δάκρυα ευτυχίας κύλησαν στα μάτια μου. Και έπειτα μια κραυγή χαράς».
Λαίδη Μακμπέθ
Τη ρωτώ για τη Λαίδη Μακμπέθ. «Θεωρείται ένα καταραμένο έργο» παρατηρώ. «Δεν έχετε άδικο» απαντά. «Ο θρύλος λέει ότι ο Σαίξπηρ ή όποιοι το έγραψαν χρησιμοποίησαν πραγματικά ξόρκια μαγισσών, οπότε οι μάγισσες καταράστηκαν το έργο. Στην πρώτη παράσταση ο ηθοποιός που έπαιξε τη Λαίδη Μακμπέθ πέθανε ξαφνικά. Στη δεύτερη παράσταση τα μαχαίρια του βασιλιά Ντάνκαν ήταν αληθινά και σκοτώθηκε ο ηθοποιός. Είναι τρίτη φορά που το έργο ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο. Η πρώτη ήταν με την Κατίνα Παξινού. Η δεύτερη με την Ελένη Χατζηαργύρη. Και τώρα με εμένα. Μου ακούγεται σχεδόν αστείο. Συμβαίνει κάτι περίεργο με αυτόν τον ρόλο. Θυμάμαι παιδάκι τη μάνα μου να μας λέει πως πήγε στο θέατρο και είδε την Κατίνα Παξινού στη Λαίδη Μακμπέθ και έκανε τρεις ημέρες να κοιμηθεί από τον φόβο της. Τόσο πειστική ήταν. Ηθελα πάντα να κάνω αυτόν τον ρόλο. Γιατί έχω αγάπη στα σκοτεινά πρόσωπα. Συγκυριακά ο Δημήτρης Λιγνάδης, που αγαπώ και εκτιμώ, μου το πρότεινε πέρυσι. Δεν ρώτησα πώς και γιατί. Είπα αμέσως το ναι».
Το βράδυ, όταν την κοιτώ στην υπόκλιση, είναι βουρκωμένη. Προηγουμένως στη σκηνή έχει δώσει μια συγκλονιστική ερμηνεία. Δεν είναι μόνο η φωνή, το πρόσωπό της, αλλά και το σώμα της που συσπάται σχεδόν εξωπραγματικά. «Θέλησα να φέρω κάτι διαφορετικό σε αυτόν τον ρόλο. Αυτή είναι πάντα η μεγάλη μου έγνοια. Δεν ξέρω αν το καταφέρνω. Εχω πολλές αμφιβολίες. Θέλησα να φέρω στη σκηνή μία γυναίκα, όχι δαιμονική, που κάνει μαύρη μαγεία, αλλά μία γυναίκα ερωτευμένη με τον άνδρα της. Που τον ξέρει πολύ καλά. Οταν εκείνος λέει «μου λείπουν τα σπιρούνια που θα κεντρίσουν τη φιλοδοξία μου» εκείνη γίνεται αυτά τα σπιρούνια. Πουλάει την ψυχή της στον διάβολο και τον παρασύρει σε αυτό το ειδεχθέστατο έγκλημα, να σκοτώσει δηλαδή τον βασιλιά του και τον συγγενή του, τον άνθρωπο που τον ευεργέτησε. Αλλά ύστερα έρχεται η τιμωρία της. Οι σκηνές που βλέπει ότι το δημιούργημά της τής ξέφυγε. Και εκείνη δεν είναι ασυνείδητη. Δεν είναι ανήθικη. Γιατί διαφορετικά δεν θα έχανε τον ύπνο της, δεν θα έφτανε στην τρέλα. Στη σκηνή της υπνοβασίας, όλα τα εγκλήματά της, ένα προς ένα, την κατατρέχουν. Και ύστερα πεθαίνει. Δεν ξέρουμε το γιατί και το πώς. Πεθαίνει από τον πόνο; Αυτοκτόνησε; Δεν μαθαίνουμε ποτέ. Και ο θάνατός της είναι καθοριστικός στη δική μας παράσταση. Ετσι θέλησε να το αποδώσει ο Δημήτρης. Γιατί τη στιγμή που ο Μακμπέθ μαθαίνει ότι εκείνη πέθανε και εκείνος παραιτείται από όλα. Δεν τον σκοτώνει καμιά κατάρα και προφητεία. Το χτύπημα για εκείνον είναι ότι πέθανε η γυναίκα του».
Μία ηλίαση στις «Αγριες Μέλισσες»
Πριν από έναν ρόλο μελετάει πολύ. Βλέπει ταινίες, διαβάζει ό,τι έχει γραφεί για το έργο. Τώρα με τον Σαίξπηρ μελέτησε το κείμενο από το πρωτότυπο, τα σαιξπηρικά αγγλικά δηλαδή, έχοντας ένα λεξικό δίπλα της για οδηγό. Το ίδιο και με τις «Αγριες Μέλισσες». Διάβασε για την εποχή, για το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. «Υπάρχει και κάτι άλλο» αναφέρει. «Δεν ξέρω αν είναι απαραίτητα καλό. Μπαίνω εύκολα στη θέση του άλλου. Το ξέρω και από τη ζωή μου. Ερχεται κάποιος, μου λέει το πρόβλημά του. Αυτός θα αισθανθεί καλύτερα και εγώ μετά θα πάρω το βάρος. Από παιδί είμαι δέκτης ενεργειών. Απορροφώ όλες τις ενέργειες γύρω μου, και τις καλές και τις κακές. Και, μη γελάσεις, πιστεύω πολύ στο μάτι…».
Τον ρόλο της Λενιώς στις «Αγριες Μέλισσες» τον ήθελε. «Με συνεπήρε από την αρχή. Αν δεν μου άρεσε δεν θα το έκανα όσα χρήματα και αν μου έδιναν. Αν ήμουν άνδρας πάλι, θα ήθελα να κάνω τον Δούκα ή τον Μελέτη ή τον Κυπραίο, πόσο αμφιλεγόμενο πρόσωπο και αυτός! Βρήκα ένα σημείο επαφής με την Ελένη. Ισως μια αίσθηση δικαιοσύνης. Μία αξιοπρέπεια. Ενα νοιάξιμο για τους άλλους. Να μου πείτε, έχει διαπράξει φόνο. Καμιά φορά μού στέλνουν οι φίλοι σχόλια από το Twitter και γελάω που γράφουν ότι «η Λενιώ τους έχει πείσει όλους ότι δεν το έκανε αυτή το έγκλημα, ότι λάθος είδαν στην τηλεόρασή τους». Στα επόμενα επεισόδια έρχονται δύσκολες στιγμές για εκείνη. Δεν θα περάσει καλά ούτε αυτή, αλλά ούτε και οι άλλοι. Κάποιος θα της κάνει κάτι και θα ανταποδώσει. Θα υπερασπιστεί τις αδελφές της, όπως πάντα».
Τα πρώτα γυρίσματα τα θυμάται έντονα. «Ηταν στην Κωπαΐδα. Στη Θήβα. Λιοπύρι. Και εγώ έπρεπε να θερίζω. Δεν είχα ιδέα. Είδα ντοκιμαντέρ με θέρισμα, αλώνισμα. Ρώταγα τη μάνα μου που έχει μεγαλώσει σε χωριό. Κολύμπησα κυριολεκτικά στα στάχυα. Σαράντα βαθμοί θερμοκρασία και εγώ ως Λενιώ να φοράω μαύρα. Την ηλίαση δεν την απέφυγα» λέει γελώντας.
Η σειρά θα συνεχιστεί και για δεύτερη χρονιά, όπως ανακοινώθηκε. «Ξέρεις, είμαι και εγώ της γνώμης ότι κάτι πρέπει να σταματά στο peak του. Γιατί εγώ την επανάληψη γενικώς τη σιχαίνομαι στη ζωή μου. Αλλά έχω τόση εμπιστοσύνη στη σεναριογράφο μας τη Μελίνα Τσαμπάνη και στους υπόλοιπους σεναριογράφους και συντελεστές της σειράς, που δεν φοβάμαι πλέον. Εχουν ιδέες συναρπαστικές για του χρόνου. Θα μπουν πολλά νέα πρόσωπα. Τώρα, ο κόσμος θα δείξει αν θα συνεχιστεί η επιτυχία».
Η αναζήτηση της ευτυχίας
«Η μεγάλη αυτή επιτυχία σε κάνει ευτυχισμένη;» τη ρωτώ. «Οχι. Για να νιώσω ευτυχισμένη πρέπει να πηγαίνουν όλα καλά στη ζωή μου. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που αν τους αναγνωρίσουν στον δρόμο θα ψηλώσω 10 πόντους. Είμαι 1,72 μ. Φτάνει. Αυτή τη στιγμή δίνω όλη μου την ενέργεια σε κάτι. Να μου πεις, όταν θέλεις βρίσκεις χρόνο για όλα. Δεν ξέρω. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι η Ελένη Σταμίρη με απορροφά. Είμαι όλη την ημέρα εκείνη. Διαβάζω όλη μέρα για εκείνη. Βλέπω στον ύπνο μου όνειρα για το έργο. Πότε θα είμαι η Μαρία; Πότε θα ζήσω; Και αυτό με άγχωσε, με στενοχώρησε».
Τι την κάνει ευτυχισμένη λοιπόν; «Οι φίλοι μου. Μια φυσιολογική καθημερινότητα. Να βλέπω ταινίες. Να διαβάζω βιβλία. Να έχω έναν σύντροφο και να είμαστε ερωτευμένοι. Ο,τι κάνει ευτυχισμένο έναν άνθρωπο δηλαδή. Ο χρόνος που περνάει δεν με τρομάζει. Ισως γιατί δεν πιστεύω τόσο στην εξωτερική εμφάνιση. Δεν ένιωσα ποτέ ιδιαίτερα όμορφη. Η μητέρα μου από μικρή μού έλεγε: «Εσύ δεν είσαι όμορφη. Είσαι γλυκιά». Δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω στη δεκαετία των 20. Ξέρεις τι με φοβίζει; Ο χρόνος που περνάει χωρίς να τον ζεις. Να λες πότε ήρθε η Κυριακή; Τα Χριστούγεννα; Το καλοκαίρι… Εφυγαν χρόνια έτσι στη ζωή μου και αυτό είναι πραγματική στενοχώρια. Οχι το μεγάλωμα. Για τους πολύ ευτυχισμένους ανθρώπους ή για τους πολύ δυστυχισμένους ο χρόνος τελικά είναι ιδιαίτερο πράγμα. Για τους ευτυχισμένους περνάει σαν νερό και για τους δυστυχισμένους δεν λέει να περάσει. Και λέω, γιατί να μη συνέβαινε το αντίθετο; Γιατί εγώ έχω υπάρξει και τα δύο: και πολύ ευτυχισμένη και πολύ δυστυχισμένη».
Για ποια κατάκτησή της έχει παλέψει όμως πιο πολύ; «Για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι. Νομίζω οι συγκυρίες με προόριζαν για κάτι άλλο, θα μπορούσαν να με είχαν αλλοιώσει, να είχα χαθεί κάπου στη διαδρομή. Οι φίλοι μου μού λένε: «Είσαι δυνατή. Εχεις αντέξει πολλά». Προσπαθώ να το θυμάμαι όταν νιώθω αδύναμη. Δεν τα πολυκαταφέρνω. Γιατί ο πόνος είναι πιο δυνατός από τη συνειδητότητα τού τι είσαι. Πιστεύω πάντως βαθιά στον Θεό. Ο,τι μας συμβαίνει, νομίζω μας συμβαίνει για να μας γλιτώσει από έναν μεγαλύτερο πόνο. Και ναι, συγχωρώ εύκολα τους ανθρώπους. Αλλά δεν ξεχνώ. Γιατί η πληγή μπορεί να κλείνει, αλλά η ουλή παραμένει».
Δηλώνει καταναλωτικό ον. «Δεν έχω βάλει δραχμή στην άκρη, τόσα χρόνια» λέει γελώντας. Η φράση που με χαρακτηρίζει είναι μάλλον μία: «Πώς έμεινε τόσος πολύς μήνας στο τέλος του μισθού;». Κάπως έτσι ορμητικά μπαίνει και στον έρωτα. «Σαν να είμαι 15 ετών. Και κάθε φορά αισθάνομαι ότι βρήκα τον άντρα της ζωής μου. Και το νιώθω πραγματικά. Εχω κάνει και τρέλες. Γιατί ούτε συντηρητική είμαι ούτε ταμπού έχω. Ούτε πιστεύω στους ρόλους των φύλων. Πέφτω σε όλα με τα μούτρα».
INFO
«Μακμπέθ»
Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24), έως τις 8 Μαρτίου
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Λεωφ. Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς), από τις 12 Μαρτίου έως τις 12 Απριλίου.