Κατά την περασμένη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, οι κ.κ. Δραγασάκης, Δρίτσας και Μπαλτάς εισηγήθηκαν ένα κείμενο πολιτικού απολογισμού της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια 2012-2019, με ιδιαίτερη αναφορά στη διαπραγμάτευση του 2015. Το κείμενο βρίθει από παρωχημένες νοοτροπίες, αλλά ιδίως προξενεί έκπληξη η αδυναμία αναστοχασμού στη βάση εδραιωμένων επιστημονικών αρχών. Δίχως την ύπαρξη σωστών γενικών αρχών η εμπειρία δεν μπορεί να μετατραπεί σε γνώση. Και δίχως γνώση, η επανάληψη των λαθών είναι δεδομένη.
Τα λάθη του απολογισμού είναι πολλά, αλλά θα αναφερθώ ίσως στο πιο βασικό: Η εισήγηση που τελικά δόθηκε στη δημοσιότητα μετά την έγκρισή της από την Κεντρική Επιτροπή χαρακτηρίζει τη διαπραγμάτευση ως «πόλεμο», μιλάει για νίκες και για ήττες, αναφέρεται σε λανθασμένους υπολογισμούς ισχύος, καθώς και στην αδυναμία συγκρότησης συμμαχιών και σύνταξης σωστού σχεδίου εξόδου από το ευρώ με τη συνδρομή Ρωσίας και Κίνας.
Τι μας δείχνει αυτή η κριτική; Οτι σκοπός της κυβέρνησης ήταν η επιτυχημένη άσκηση ισχύος στα άλλα διαπραγματευόμενα μέρη ώστε να εγκαταλείψουν τις δικές τους θέσεις και να αποδεχτούν τις δικές της θέσεις. Τα σφάλματα που επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται στον σκοπό της επικράτησης και της νίκης έναντι των εταίρων. Μπορεί να φαντάζει σωστή, αλλά αυτή η ανάλυση είναι τόσο μονομερής ώστε ο οποιοσδήποτε μελετητής των διαπραγματεύσεων αντιλαμβάνεται ότι είναι εσφαλμένη.
Γιατί, θα μου πείτε. Ισως έχετε ακούσει τον όρο «win-win» ή τον όρο αμοιβαία επωφελή συμφωνία που χρησιμοποιούσε συχνά ο κ. Τσίπρας, δίχως να αντιλαμβάνεται πραγματικά τη σημασία του, όπως φάνηκε στην πράξη. Ο όρος αυτός αναφέρεται στην προοπτική μιας συμφωνίας στη διαπραγμάτευση όπου οι διαπραγματευόμενες πλευρές αποκομίζουν όλες κέρδη. Δεν χρειαζόταν να χάσει η Ελλάδα για να κερδίσουν οι Ευρωπαίοι ή αντιστρόφως. Μπορούσαν να κερδίσουν όλοι. Για να μπορέσει να γίνει αυτό, όμως, χρειαζόταν διεξοδική ανάλυση όλων των επιμέρους ζητημάτων και αμοιβαίες υποχωρήσεις σε ζητήματα που θα ήταν λιγότερο σημαντικά για την κάθε πλευρά.
Σε μια σωστή win-win διαπραγμάτευση, οι θέσεις των πλευρών δεν είναι απόλυτες και οι διαπραγματευόμενοι αποφεύγουν να στυλώνουν τα πόδια τους πίσω από αυτές. Αυτό που έχει σημασία είναι τα υποβόσκοντα συμφέροντα, τα οποία με την κατάλληλη ευελιξία μπορούν να εξυπηρετηθούν αμοιβαία. Αν νομίζετε ότι έχω μπει σε βαθιά επιστημονικά χωράφια, δεν το έχω πράξει στο ελάχιστο: το παγκόσμιο best-seller με την ονομασία «Getting to Yes» έχει πωλήσει εκατομμύρια αντίτυπα τα τελευταία 40 χρόνια εκλαϊκεύοντας αυτές τις αρχές. Με άλλα λόγια, εκατομμύρια άνθρωποι τις γνωρίζουν.
Το πιο απλό παράδειγμα θέσης που έκανε τεράστια ζημιά στη χώρα ήταν η απαίτηση για μείωση του ονομαστικού χρέους της χώρας. Ενώ ενδεχομένως υπήρχαν πολυάριθμοι τρόποι ώστε να μπορέσει να εξυπηρετηθεί το χρέος (αλλαγή επιτοκίων, επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής κ.τ.λ.), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε κλειδώσει στον στόχο του κουρέματος του χρέους. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε περίπτωση οι εταίροι μας να συμφωνήσουν σε αυτή την απαίτηση, η διαπραγμάτευση έγινε μια πάλη θέσεων, αντί για μια εποικοδομητική win-win διαπραγμάτευση στη βάση των υποβοσκόντων συμφερόντων. Ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στα λάθη άσκησης ισχύος για την εξυπηρέτηση του στόχου της μείωσης του ονομαστικού χρέους, δίχως να ξεκαθαρίζει ότι αυτός ήταν εξαρχής λανθασμένος και δίχως να ξεκαθαρίζει ότι οι θέσεις της κυβέρνησης έπληξαν τα συμφέροντα της χώρας σε μια win-lose διαπραγμάτευση που ποτέ δεν θα μπορούσε να κερδίσει.
Αν τυχόν οι κυβερνώντες γνώριζαν την αλφαβήτα της διαπραγμάτευσης, η ανασφάλεια και το μέγεθος της ύφεσης που έφερε η διαπραγμάτευση Τσίπρα – Βαρουφάκη, καθώς και η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Πώς γίνεται, ωστόσο, μέχρι σήμερα, να μην έχουν καταλάβει ακόμη τα βασικά στοιχεία της διαπραγμάτευσης;
Ισως μπορούμε να εντοπίσουμε τα αίτια αυτής της ανεπάρκειας στον απολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην ακόλουθη φράση: «Δημιουργήσαμε γρήγορα ομάδες αριστερών επιστημόνων, κυρίως νέων, που στελέχωσαν όλα τα κλιμάκια της διαπραγμάτευσης και σε σχέση με όλα τα θέματα που αυτή περιλάμβανε». Δεν γνωρίζω τι πρεσβεύουν οι αριστεροί επιστήμονες καθότι η επιστήμη είναι ενιαία, δεν χωρίζεται σε αριστερή και δεξιά. Οι πολιτικές τους πεποιθήσεις δεν θα έπρεπε να τους εμποδίζουν να καταλάβουν τι σημαίνει σωστή win-win διαπραγμάτευση και πώς θα μπορούσαν να την πετύχουν. Σε κάθε περίπτωση δεν απαντούν στο έργο του Μαρξ ή στην ιστορία του Αρη Βελουχιώτη και του Τσε Γκεβάρα, που συχνά βλέπουμε να επικαλούνται στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν τυχόν οι «αριστεροί επιστήμονες» αντιλαμβάνονται την έννοια της διαπραγμάτευσης στη βάση πολέμων και ένδοξων αντιστάσεων, μπορεί να είναι περισσότερο κατάλληλοι για να αναλύσουν την ένοπλη πάλη και λιγότερο κατάλληλοι για το πεδίο της διαπραγμάτευσης. Το ίδιο ισχύει για τους συγγραφείς του απολογισμού και την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ που ενέκρινε το κείμενο. Ισχύει ενδεχομένως και για τους ανθρώπους που εκπροσωπεί η κεντρική επιτροπή. Οσο περισσότερο το σκεφτούμε, τόσο περισσότερο θα καταλάβουμε ότι ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ εν γένει.
Ο κ. Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας και συγγραφέας του «Πώς να (μη) διαπραγματεύεσαι. Τι μας διδάσκει η διαπραγμάτευση Τσίπρα – Βαρουφάκη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.