Ήταν κάποτε μια Ελλάδα που ο λιγνίτης στα σπλάχνα της ήταν ευλογία. Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Φλώρινα, Αμύνταιο, Μεγαλόπολη, περιοχές πλούσιες σε ορυκτό πλούτο. Και μια μέρα, τη δεκαετία του ’50, έφτασαν εκεί επιστήμονες, μεγάλοι και τρανοί, από την πρωτεύουσα και έλεγαν στους ανθρώπους ότι αν τον εκμεταλλεύονταν και δούλευαν σκληρά, κανένα κακό δεν θα τους έβρισκε, ούτε ανεργία, ούτε πείνα, ούτε καταστροφές.
Και έτσι συστάθηκε η εταιρεία ΛΙΠΤΟΛ, που εκμεταλλευόταν τον λιγνίτη και η οποία το 1959 περιήλθε στη ΔΕΗ, γιγαντώθηκε και κατασκεύασε πολλές λιγνιτικές μονάδες.
Χωρίς «happy end»
Πολλά χρόνια αργότερα, επισκέφθηκαν τους κατοίκους άλλοι επιστήμονες και τους είπαν ότι η ρύπανση από την παραγωγή ενέργειας σκοτώνει τους ίδιους και το περιβάλλον.
Και έφτασαν κι άλλοι αργότερα από τις Βρυξέλλες και υπουργοί από την Αθήνα. Και τους έδωσαν τελεσίγραφο ότι το… παραμύθι τελειώνει, χωρίς «happy end».
Η ιστορία έπρεπε να ξαναγραφεί από την αρχή, με τίτλο «Δίκαιη Μετάβαση» σε μια εποχή όπου η καύση κάρβουνου θα έχει εξαφανιστεί και η ενέργεια θα παράγεται από τον ήλιο, τον άνεμο ή από βιομάζα, με ουδέτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Ομως, όπως όλες οι ιστορίες, έτσι κι αυτή έχει δύο ή και περισσότερες αναγνώσεις.
Οι κάτοικοι στη Δυτική Μακεδονία έχουν να βάλουν στη ζυγαριά από τη μία την άμεση επιβίωσή τους και από την άλλη την αναβάθμιση του περιβάλλοντος όπου ζουν εκείνοι και τα παιδιά τους.
Η οικονομία της περιοχής σήμερα στηρίζεται αποκλειστικά στον λιγνίτη. Καθεμία από τις 5.000 θέσεις εργασίας στη ΔΕΗ συντηρεί 3,5 με 4 έμμεσες θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας της Δυτικής Μακεδονίας, της Περιφέρειας με έναν από τους πέντε χαμηλότερους δείκτες ανταγωνιστικότητας στο σύνολο των 268 Περιφερειών της ΕΕ και με ποσοστό ανεργίας 27%.
Το «εθνικό στοίχημα»
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης αναφέρθηκε προ ημερών σε 12 μέτρα για την ενίσχυση των λιγνιτικών περιοχών, ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης χαρακτήρισε τη μεταμόρφωση της οικονομίας της Δυτικής Μακεδονίας ως το μεγαλύτερο εθνικό στοίχημα, μεγαλύτερο και από το project του Ελληνικού.
Σε κάθε περίπτωση, το άγνωστο μέλλον διχάζει την τοπική κοινωνία, με τις οικονομικές διαστάσεις του εγχειρήματος της απολιγνιτοποίησης να ρίχνουν βαριά σκιά στην αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, τοπικών αρχόντων και φορέων, εργαζομένων της ΔΕΗ. Τα διάφορα στρατόπεδα εκπέμπουν διαφορετικές αγωνίες, με τον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρεί ότι το σχέδιο βίαιης απολιγνιτοποίησης έως το 2028 είναι για «επικοινωνιακή κατανάλωση» και ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να «παραδώσει» μερίδιο της ηλεκτροπαραγωγής σε ιδιώτες-ιδιοκτήτες μονάδων φυσικού αερίου ή στην εισαγωγή ενέργειας.
«Προσχηματικός διάλογος»
Από την πλευρά τους, οι συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ, διά του προέδρου τους Γιώργου Αδαμίδη, χαρακτηρίζουν τη Δυτική Μακεδονία «Μάντσεστερ της Ελλάδας», ενώ οι δήμαρχοι Εορδαίας και Φλώρινας Παναγιώτης Πλακεντάς και Βασίλης Γιαννάκης κάνουν λόγο για προσχηματικό διάλογο.
Η ΔΕΗ πάντως θα συνεχίσει να λειτουργεί την υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα V», με άλλο καύσιμο μετά το 2028, σχεδιάζει τη δημιουργία φωτοβολταϊκού πάρκου ισχύος 2 GW και νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας πιθανότατα από καύση απορριμμάτων ή βιομάζας. Μάλιστα, ο διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης Γιώργος Στάσσης έχει δεσμευθεί ότι η ΔΕΗ είναι διατεθειμένη να συζητήσει εταιρικές συνεργασίες για νέες δραστηριότητες ακόμη και σε κοινά σχήματα με τις τοπικές κοινωνίες.
€2 δισ. στη «βρώμικη» Πολωνία, €294 εκατ. στην Ελλάδα
Ερωτηματικά προκύπτουν σχετικά με τη χρηματοδότηση της μετάβασης στη μεταλιγνιτική περίοδο, άρα και τις δυνατότητες υλοποίησής της, τα οποία αφορούν τον «κουμπαρά» του Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, αλλά και την κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων στις λιγνιτικές περιφέρειες της ΕΕ.
Η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ για τους εθνικούς πόρους που θα διατεθούν από το Πράσινο Ταμείο δεν καθησύχασε τις τοπικές κοινωνίες. Από τα δημόσια έσοδα που προέκυψαν από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα έτη 2018 και 2019 θα διατεθούν 60 εκατ. ευρώ στις λιγνιτικές περιοχές, χωρίς όμως να υπάρξει δέσμευση της κυβέρνησης για συνέχιση του μέτρου την περίοδο 2020-2030.
Δεν αφήνει «χώρο»
Αντίθετα, ο κ. Χατζηδάκης, λίγες μέρες πριν, είχε δηλώσει ότι τα έσοδα από τα δικαιώματα για το 2020 θα διατεθούν, κατά το μέγιστο ποσοστό (72%) που προβλέπει ο νόμος, στον Ειδικό Λογαριασμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, γεγονός που δεν αφήνει «χώρο» για διάθεση κονδυλίων στις λιγνιτικές περιοχές.
Παράλληλα, το Εθνικό Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης θα χρηματοδοτηθεί από το ταμείο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης, στο οποίο η Κομισιόν ευελπιστεί να συγκεντρώσει 100 δισ. ευρώ.
Ομως, οι πόροι θα προκύψουν από τη μόχλευση μόνο 7,5 δισ. ευρώ «νέων» χρημάτων, από τα οποία η Ελλάδα προτείνεται να λάβει λιγότερο από 4% (294 εκατ. ευρώ), ενώ αν η χώρα μας πετύχει το ανώτερο ποσό της μόχλευσης (από ΕΣΠΑ, ΕΤΕπ και Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), η Επιτροπή εκτιμά ότι θα συγκεντρώσουμε 3,75 δισ. ευρώ.
Αλλά αποτελεί ζητούμενο πώς θα γίνει μόχλευση στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, όπου η απορροφητικότητα στο ΕΣΠΑ είναι κάτω του 19,5%.
Η κατανομή των πόρων
Εντονότερο όμως προβληματισμό προκαλεί η κατανομή των πόρων του νέου Μηχανισμού στα κράτη-μέλη, η οποία προκύπτει από την εφαρμογή πέντε κριτηρίων, με σημαντικότερα τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου των βιομηχανικών περιοχών και τις θέσεις εργασίας. Επιπλέον, κανένα κράτος-μέλος δεν θα λάβει λιγότερο από 6 ευρώ ανά κάτοικο. Η εφαρμογή των κριτηρίων όμως οδηγεί σε μεγάλες «στρεβλώσεις».
Η Πολωνία, η μόνη χώρα της ΕΕ που αντιστέκεται στην υιοθέτηση στόχων κλιματικής ουδετερότητας, λαμβάνει το μέγιστο ποσό των 2 δισ. ευρώ.
Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, παίρνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσό των 877 εκατ. ευρώ. Ρουμανία, Τσεχία και Βουλγαρία, αν και δεν έχουν δεσμευτεί για απεξάρτηση από το κάρβουνο, λαμβάνουν μεγαλύτερα ποσά από την Ελλάδα. Η Γαλλία που δεν έχει εξορυκτική δραστηριότητα λαμβάνει 402 εκατ. ευρώ.
«Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης να γίνει δικαιότερος, με την ενσωμάτωση στα κριτήρια τόσο της εξάρτησης των εθνικών οικονομιών από τον λιγνίτη όσο και της ταχύτητας της απεξάρτησης, που θα οδηγήσει σε αύξηση των πόρων που θα λάβουν Κοζάνη, Φλώρινα και Μεγαλόπολη. Σε εθνικό επίπεδο είναι απολύτως απαραίτητο να υπάρξει μια σταθερή ροή δημόσιων πόρων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων CΟ2 προς τις λιγνιτικές περιοχές για ολόκληρη την περίοδο ως το 2030» αναφέρει ο κ. Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής στη δεξαμενή σκέψης TheGreenTank.