Το δρόμο της Δικαιοσύνης πήρε η υπόθεση με τηδράση κυκλώματος υφαρπαγής δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και διαβατηρίων. Η κακουργηματικού χαρακτήρα ποινική δικογραφία, με την ολοκλήρωση της, υποβλήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία και πρόσφατα παραπέμφθηκε σε κύρια ανάκριση. Η ΕΛ.ΑΣ. το μεσημέρι της Παρασκευής εξέδωσε ανακοίνωση σημειώνοντας πως στην υπόθεση εμπλέκονται 33 άτομα, από τα οποία 6 αστυνομικοί από Υπηρεσίες της Αττικής, 15 ημεδαποί ιδιώτες και 12 αλλοδαποί.
Όπως προέκυψε το κύκλωμα δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2016 μέχρι και τον Μάιο του 2018, ενώ από την έρευνα διακριβώθηκε η έκδοση – υφαρπαγή 38 Δελτίων Αστυνομικής Ταυτότητας και 31 διαβατηρίων, τα οποία ανακλήθηκαν – ακυρώθηκαν.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ από την έρευνα προέκυψε ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί, μαζί με δίκτυο συνεργατών, είχαν συγκροτήσει ομάδα που δραστηριοποιούνταν στην υφαρπαγή δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και διαβατηρίων.
Για την έκδοση δελτίων αστυνομικής ταυτότητας οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί μετέβαιναν σε Τμήματα Ασφάλειας, κυρίως της Αττικής και χρησιμοποιούσαν στοιχεία ταυτότητας πολιτών με ελληνική ιθαγένεια (υπαρκτών προσώπων που έχουν γεννηθεί και διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν εκδώσει ελληνικά δελτία αστυνομικής ταυτότητας) καθώς και μάρτυρες ταυτοπροσωπίας.
Σε αρκετές περιπτώσεις κατέθεταν ως δικαιολογητικά φωτοαντίγραφα παραποιημένων διαβατηρίων ξένων χωρών, με τα στοιχεία ταυτότητας των προαναφερόμενων πολιτών και επικολλημένη τη φωτογραφία τους καθώς και υπογεγραμμένες υπεύθυνες δηλώσεις, με τα παραπάνω στοιχεία ταυτότητας.
Οι μάρτυρες ταυτοπροσωπίας, μερικοί από τους οποίους παρουσιάσθηκαν σε περισσότερες από 3 περιπτώσεις, βεβαίωναν εν γνώσει τους ψευδώς τα στοιχεία ταυτότητας των αλλοδαπών και σε ορισμένες περιπτώσεις συνέτασσαν υπεύθυνες δηλώσεις ότι τους φιλοξενούν προσωρινά στις οικίες τους, σε διευθύνσεις που ουδέποτε είχαν διαμείνει.
Ακολούθως, οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί, χρησιμοποιώντας τα υφαρπαχθέντα δελτία αστυνομικής ταυτότητας, μετέβαιναν σε συγκριμένο Γραφείο Διαβατηρίων και προχωρούσαν στην έκδοση διαβατηρίων.
Για την εμπλοκή των αστυνομικών, ορισμένοι από τους οποίους υπηρετούσαν σε υπηρεσίες παραλαβής δικαιολογητικών για την έκδοση δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και διαβατηρίων, βρίσκεται σε εξέλιξη Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.), που είχε διαταχθεί από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στο πλαίσιο της έρευνας διαπιστώθηκε ότι σε υπηρεσίες παραλαβής δικαιολογητικών – όπου υπηρετούσαν εμπλεκόμενοι αστυνομικοί – είχαν πληκτρολογηθεί και αναζητηθεί σε βάσεις δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, στοιχεία ταυτότητος ατόμων, τα οποία σε χρόνο μεταγενέστερο (ακόμα και ένα μήνα μετά) χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση εγγράφων.
Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιωνόταν ότι δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως Δελτίο Ταυτότητας ή διαβατήριο με τα ίδια στοιχεία και ότι δεν εκκρεμούσαν διωκτικά έγγραφα.
Σε άλλες περιπτώσεις διακριβώθηκε ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ εμπλεκομένων αστυνομικών, σχετικά με δελτία ταυτότητας και διαβατήρια που σχετίζονται με την υπόθεση, ενώ σε μια περίπτωση εμπλεκόμενος αστυνομικός παρουσιάστηκε ως μάρτυρας ταυτοπροσωπίας .
Σημειώνεται ότι με τα υφαρπαχθέντα έγγραφα, οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν ελεύθερα στο εξωτερικό ως Έλληνες πολίτες, ενώ οι περισσότεροι εξέδωσαν Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α., προέβησαν στη δήλωση έναρξης επιχειρήσεων και παραπλάνησαν δημόσιες υπηρεσίες και πολίτες (μίσθωση ακινήτων κ.λπ.).
Επιπροσθέτως ορισμένοι από τους παραπάνω είχαν βεβαρυμμένο ποινικό παρελθόν για συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις, διακίνηση ναρκωτικών, ληστείες, κλοπές κ.ά. Άλλοι είχαν συλληφθεί από τις ελληνικές Αρχές και είχαν παραδοθεί σε αλλοδαπές Αρχές, με ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης για διακίνηση ναρκωτικών και παράνομη διακίνηση ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το κύκλωμα για κάθε δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατήριο λάμβανε χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν από 5.000 έως 40.000 ευρώ, κατά περίπτωση.
Κατά τις έρευνες κατασχέθηκαν κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φορητές μονάδες αποθήκευσης δεδομένων (USB), καθώς και έγγραφα και ιδιόχειρες σημειώσεις, προς περαιτέρω έλεγχο – συσχέτιση με την υπόθεση