Η Ελλάδα είναι μια χώρα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιοκατοίκηση.
Γενιές επί γενιών ήθελαν πάνω από όλα «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους».
Σε μεγάλο βαθμό αυτό μας έσωσε και δεν είχαμε κόσμο να βρίσκεται στο δρόμο στην περίοδο της κορύφωσης της κρίσης.
Θα ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα εάν δεν είχαμε τόσους ανθρώπους να μένουν σε δικό τους σπίτι.
Η κατοικία είναι θεμελιώδες δικαίωμα, όπως και να το δει κανείς.
Μόνο σήμερα αυτό το δικαίωμα στην Ελλάδα μετράει μέρες ανάποδα.
Ο λόγος είναι ότι τελειώνει το καθεστώς της προστασίας της πρώτης κατοικίας γιατί έτσι απαίτησαν οι «ευρωπαϊκοί θεσμοί».
Μέχρι τώρα, σε όλη την περίοδο της κρίσης όλες οι κυβερνήσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διατήρησαν μορφές προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Και αυτό γιατί καταλάβαιναν ότι εάν άρχιζαν άνθρωποι να πετιούνται από τα σπίτια τους, επειδή είχαν πρόβλημα με τα δάνεια, αυτό θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα.
Όμως, τώρα αυτό το καθεστώς θα αλλάξει και ο κίνδυνος μαζικών πλειστηριασμών θα είναι μεγάλος.
Και όλα αυτά σε μια αγορά κατοικίας όπου και τα ενοίκια έχουν ανέβει πολύ σε πολλές περιοχές.
Μαζικοί πλειστηριασμοί στο τέλος θα σημαίνουν και ανθρώπους που δεν θα έχουν που να μείνουν. Και αυτό δεν είναι ακριβώς «ανάπτυξη» και σίγουρα δεν είναι «δίκαιη ανάπτυξη».
Στην Ισπανία, όπου δεν υπήρχε προστασία πρώτης κατοικίας και όπου τα νοικοκυριά παραδόθηκαν στα funds και στις εισπρακτικές εταιρείες, έφτασαν να έχουν 600.000 εξώσεις από το 2008 και μετά.
Εάν δεν υπάρξει, έστω και τώρα, θεσμική πρωτοβουλία που να επαναφέρει την προστασία της πρώτης κατοικίας, είναι πολύ πιθανό να δούμε και στην Ελλάδα μαζικές εξώσεις.
Και το ζήτημα της κατοικίας είναι κάτι που αφορά όλους τους ανθρώπους και μπορεί να προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις.
Η επίκληση της καλής θέλησης των τραπεζών και των εταιριών που διαχειρίζονται δάνεια, καμιά εγγύηση δεν προσφέρει.
Η κυβέρνηση καλείται να πάρει πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες που να εξασφαλίζουν την πραγματική προστασία της πρώτης κατοικίας.
Γιατί αυτά αφορούν την κοινωνία περισσότερο από τις γενικόλογες εξαγγελίες για τις «επενδύσεις».