«Κακόβουλη μούσα» ή «παθιασμένο πνεύμα»; «Υπερμεγέθης Βαλκυρία» ή «ζωοδότρια»; «Υστερική» ή «ενθουσιώδης»; «Αληθινή βασίλισσα της εποχής μας» ή «μεγάλη κυρία και οχετός ταυτόχρονα»; Ο Ελίας Κανέτι την απεχθανόταν. Ο Τέοντορ Αντόρνο την αποκαλούσε «τέρας». Ο Τόμας Μαν την έβρισκε διασκεδαστική. Η Αλμα Μάλερ υπήρξε από μόνη της σημείο των καιρών – εμβληματική νεανική παρουσία της αυτοκρατορικής Βιέννης του τέλους του 19ου αιώνα, ερωμένη υπέρλαμπρων αστέρων του καλλιτεχνικού στερεώματος, διχαστική προσωπικότητα για οικείους, φίλους και διανοουμένους σε Αυστροουγγαρία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρξε διαδοχικά σύζυγος του Γκούσταβ Μάλερ, ερωμένη του Βάλτερ Γκρόπιους, ερωμένη του Οσκαρ Κοκόσκα, σύζυγος του Βάλτερ Γκρόπιους, σύζυγος του Φραντς Βέρφελ. Μια πρόσφατη βιογραφία της από τον γερμανό συγγραφέα Ολιβερ Χίλμες την καταδικάζει ως «φιλόνικη και αμφιλεγόμενη», μία ακόμη πιο πρόσφατη από τη Βρετανίδα Κέιτ Χέιστ την υπερασπίζεται ως «σύγχρονη γυναίκα που έζησε πριν από την εποχή της».
Κόρη του ζωγράφου Εμιλ Γιάκομπ Σίντλερ, διάσημου καλλιτέχνη της εποχής που είχε ελκύσει την προσοχή της αυλής των Αψβούργων, η Αλμα γεννήθηκε στη Βιέννη το 1879. Η τότε αυτοκρατορική πρωτεύουσα της αυστρο-ουγγρικής Δυαδικής Μοναρχίας βάδιζε προς το απόγειό της στις τέχνες και τη λογοτεχνία: ονόματα όπως αυτά του φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, του αρχιτέκτονα Αντολφ Λος, του μουσικού Αρνολντ Σένμπεργκ, των συγγραφέων Αρθουρ Σνίτσλερ, Στέφαν Τσβάιχ, Καρλ Κράους, Ρόμπερτ Μούζιλ θα αποκτούσαν πανευρωπαϊκή φήμη στα νεανικά χρόνια της Αλμα. Οταν ο πατέρας της θα πέθαινε ξαφνικά από σκωληκοειδίτιδα στην ηλικία των 50 ετών, το 1892, η μητέρα της θα παντρευόταν τον Καρλ Μολ, συνιδρυτή του περίφημου κινήματος της Sezession, των πρώιμων μοντερνιστών της Βιέννης. Και η ίδια θα έδειχνε από νωρίς την κλίση της προς τη μουσική μαθαίνοντας πιάνο και συνθέτοντας λίντερ υπό την καθοδήγηση του γνωστού συνθέτη Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκι. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, παρέμενε μια ματαιόδοξη νεαρή κοπέλα στο μπελ επόκ πνεύμα των ημερών: «Οι άνδρες συνωστίζονταν γύρω μου σαν κουνούπια γύρω από λάμπα κι εγώ αισθανόμουν σαν βασίλισσα» αντιγράφει από το ημερολόγιό της τον Μάρτιο του 1900 ο Ολιβερ Χίλμες στο βιβλίο του «Malevolent Muse: The Life of Alma Mahler» (εκδ. Northeastern University Press). «Απρόσιτη και υπερήφανη, δεν έλεγα παρά τρεις ψυχρές λέξεις στον καθένα» υπερηφανευόταν. «Ή θα συνθέτεις ή θα πηγαίνεις σε πάρτι» της απαντούσε την επόμενη χρονιά ο Τσεμλίνσκι. «Διάλεξε αυτό που θέλεις – πήγαινε στα πάρτι».
Μια γυναίκα με πάθη
Ζωηρή και δυναμική, όπως την αποδίδει η Κέιτ Χέιστ στο δικό της έργο με τίτλο «Passionate Spirit: The Life of Alma Mahler» (εκδ. Basic Books), με έντονη προσωπικότητα και προερχόμενη από ένα μποέμ περιβάλλον, δεν άργησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των ανδρών. Τη φλέρταρε επίμονα στα 19 της ο 35χρονος Γκούσταβ Κλιμτ, συνιδρυτής της Sezession και ήδη διάσημος τόσο για τις επιδόσεις του στη ζωγραφική όσο και στην αποπλάνηση γυναικών. Κολακεύτηκε, ταλαντεύτηκε, αλλά δεν ενέδωσε, αμυνόμενη με έναν υπαινικτικό στίχο από τον «Φάουστ» του Γκαίτε: «Μην κάνεις χάρες χωρίς δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου». Δαχτυλίδι δεν υπήρξε ούτε από τον Τσεμλίνσκι, όμως εκείνος ήταν ο πρώτος της εραστής – η μάθηση διακοπτόταν από τα φιλιά και το αντίθετο. Παράλληλα, εμφανίζονταν επίδοξοι μνηστήρες, θαμπωμένοι θαυμαστές και το «ωραιότερο κορίτσι της Βιέννης» παρατηρούσε τις προεξοχές που προξενούσε η παρουσία της στα παντελόνια των ανδρών, όπως, για παράδειγμα, σε εκείνο του Μαξ Μπούρκχαρντ, πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του διάσημου Μπουργκτεάτερ. Τον Νοέμβριο του 1901, όμως, γνώρισε τον Γκούσταβ Μάλερ, σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της και παγκοσμίως γνωστό συνθέτη. Ο Μάλερ ωστόσο της ξεκαθάρισε εξαρχής ότι το τίμημα της σχέσης τους θα ήταν η πιθανή δική της καριέρα στη μουσική. Η Χέιστ επισημαίνει ότι η Αλμα, συνθέτρια μερικών δεκάδων λίντερ, τα οποία δεν στερούνταν χάρης, «παρέμενε μια ταλαντούχα ερασιτέχνης». Εκείνος λογιζόταν ως κορυφαίος μεταξύ των ομοτέχνων του και θεωρούσε εύλογο να δηλώνει «για να ευτυχήσουμε πρέπει να είσαι γυναίκα μου, όχι συνάδελφός μου». Η Αλμα πρώτα πνίγηκε στα δάκρυα, έπειτα πήγε στην όπερα και στη συνέχεια προέβη σε μια διαδικασία ορμητικού ρομαντικού εξορθολογισμού: «Αν όμως εγώ εγκατέλειπα τη μουσική μου γι’ αυτόν;».
Η αυτοθυσία ως αυθυποβολή λειτούργησε για τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, κατά τα οποία εκείνη περίμενε κάθε μεσημέρι το τηλεφώνημα του βοηθού του Μάλερ ώστε να έχει αυτός τη σούπα του στη σωστή θερμοκρασία στα δεκαπέντε λεπτά που θα περνούσαν έως ότου φθάσει και έτρωγε δίπλα του σιωπηρά προκειμένου να μη διαταράξει τις σκέψεις του. Ο θάνατος της μεγαλύτερης από τις δύο κόρες τους το 1907 από διφθερίτιδα και η απαιτητικότητα του Γκούσταβ έφεραν την Αλμα στα όριά της. Αναρρώνοντας στο spa του Τόμπελμπαντ, κοντά στο Γκρατς, το καλοκαίρι του 1910, γνώρισε τον 27χρονο Βάλτερ Γκρόπιους, νεόκοπο αρχιτέκτονα και μετέπειτα ιδρυτή του Μπάουχαους. Ο δεσμός τους δυναμίτισε τον γάμο των Μάλερ όταν (συνειδητά ή κατά λάθος) μία από τις ερωτικές επιστολές του Βάλτερ ταχυδρομήθηκε με αποδέκτη τον Γκούσταβ. Ακολούθησαν δακρύβρεχτα διαβήματα του συνθέτη, δηλώσεις έρωτα και αφοσίωσης και προσφυγή του συνθέτη για συμβουλές στον ίδιο τον Σίγκμουντ Φρόιντ. Η πίεση της αγάπης έκαμψε την Αλμα που απέρριψε τον Γκρόπιους, το 1911 όμως ο Γκούσταβ Μάλερ πέθανε από καρδιακή πάθηση σε ηλικία 51 ετών.
Η βαρύτητα της απώλειας δεν διέκοψε το γαϊτανάκι των εραστών. Από το 1912 έως το 1914 ήταν η σειρά του εμμονικού, παθολογικά ζηλιάρη και παρορμητικού ζωγράφου Οσκαρ Κοκόσκα. Αναπαραστάσεις της με φόνους και αίματα υποδήλωναν τον ταραγμένο εσωτερικό του κόσμο, ο οποίος εκδηλωνόταν εξωτερικά με περιπολίες έξω από το σπίτι της προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής από άλλους άνδρες. Εκείνη αρνιόταν να τον χτυπήσει κατά τη διάρκεια των περιπτύξεων, όπως της ζητούσε, και τον λοιδορούσε ως δειλό επειδή δεν έσπευσε να καταταγεί στον αυστριακό στρατό μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οταν ο ταπεινωμένος Κοκόσκα κατετάγη στο Ιππικό και τραυματίστηκε σοβαρά, η σχέση τους ήδη έπνεε τα λοίσθια. Με τα κλειδιά της η Αλμα επέδραμε στο ατελιέ του, αφαίρεσε διάφορα ερωτικά της σημειώματα και τα έκαψε. Αργότερα, ο Κοκόσκα θα προμηθευόταν ένα ομοίωμά της σε φυσικό μέγεθος ως υποκατάστατό της, θα το αποκεφάλιζε στη διάρκεια ενός οργιαστικού πάρτι και θα πετούσε το κεφάλι στον κήπο. Ακολούθησε η Δευτέρα Παρουσία του Γκρόπιους, στον οποίο η Αλμα έστελνε στο μέτωπο γράμματα υμνώντας το «ιερό του μέλος». Παντρεύτηκαν το 1915 και η κόρη τους, Μανόν, γεννήθηκε το 1916. Ωστόσο, ήδη το 1917 παρουσιάστηκαν σημεία τριβής. Εβρισκε πλέον τον σύζυγό της, σε όσες άδειες εξασφάλιζε από το μέτωπο, «χλιαρό και βαρετό». Οταν πάλι καθυστερούσε να της γράψει, τον απειλούσε ανοικτά, κατά τον Χίλμες: «Αν με απατάς, θα το κάνω κι εγώ, σημείωσε τα λόγια μου, μπορώ πάντα να βρω άνδρες. Απλώς, τελευταία δεν έχω όρεξη να το κάνω». Η όρεξη όμως επέστρεψε: σε μια μουσική βραδιά όπου παιζόταν η Τέταρτη Συμφωνία του Μάλερ, έφυγε «διακριτικά», γράφει η Κέιτ Χέιστ, στο διάλειμμα με τον 27χρονο συγγραφέα Φραντς Βέρφελ. Το 1918 γέννησε πρόωρα έναν γιο, πιθανότατα δικό του, αλλά το παιδί πέθανε σε ηλικία δέκα μηνών. Με τη σχέση τους γνωστή σε όλη τη Βιέννη, ο γάμος με τον Γκρόπιους έλαβε τέλος το 1920 – αν και όχι χωρίς αμφιταλαντεύσεις ανάμεσα σε εραστή, σύζυγο και πρώην εραστή, καθώς ο Κοκόσκα της διεμήνυε ξανά την αιώνια αγάπη του.
Ο ναζισμός και η «απόδραση» με ελληνικό πλοίο
Οσο η Κεντρική Ευρώπη βυθιζόταν στην οικονομική δίνη του Μεσοπολέμου, η Αλμα Μάλερ εξασκούσε το επιχειρηματικό της δαιμόνιο ωθώντας τον Βέρφελ στη συγγραφή μυθιστορημάτων για το ευρύ κοινό, δημοσιεύοντας επιστολές του Μάλερ και θέτοντας σε κυκλοφορία τη Δέκατη, ανολοκλήρωτη συμφωνία του. Παρά τις αμφιβολίες της (ένας ακόμη άνδρας τής είχε γίνει βαρετός) παντρεύτηκε τον Φραντς τον Ιούλιο του 1929. Τον Αύγουστο ήδη ο γάμος τους της φαινόταν «δουλεία». Χάρη στη φήμη της μουσικής κληρονομιάς του Γκούσταβ και στο άφθονο χρήμα από τα βιβλία του Βέρφελ, όπως και χάρη στη δική της κυριαρχική προσωπικότητα, το σαλόνι της στη Βιέννη έγινε συνώνυμο των διασυνδέσεων: ο Κλάους Μαν, γιος του Τόμας Μαν, έγραφε στην αυτοβιογραφία του ότι «σε μια γωνιά του μπουντουάρ κάποιοι ψιθύριζαν τα σχετικά ενός διορισμού σε υψηλή κυβερνητική θέση, παραδίπλα άλλοι αποφάσιζαν ποιος θα συμπεριλαμβανόταν στον θίασο μιας νέας κωμωδίας του Μπουργκτεάτερ». Στα χρόνια της ανόδου του ναζισμού η Αλμα έγραφε στο ημερολόγιό της παιάνες για τον «παγκόσμιο φασισμό», φορούσε ενίοτε μια καρφίτσα με τη σβάστικα κάτω από το πέτο του παλτού της, θεωρούσε τον Χίτλερ «μια μεγαλοφυΐα επικεφαλής ενός μεγάλου έθνους» και καταφερόταν κατά των Εβραίων – αν και οι Μάλερ και Βέρφελ, όπως και ο πρώτος της εραστής, Τσεμλίνσκι, ήταν Εβραίοι.
Το 1938 το Ανσλους, η πραξικοπηματική ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία, βρήκε τον Βέρφελ ασθενή στη Νάπολι και την ίδια στη Βιέννη. Εφυγε για να τον συναντήσει και έζησαν για τα επόμενα δύο χρόνια στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Η εξορία επέτεινε αντί να μειώσει τις διαφορές τους: τον Οκτώβριο του 1938 σκεφτόταν να χωρίσει από τον «Εβραίο». Στην ηλικία των 59 ετών, ωστόσο, η Αλμα «φοβόταν το απρόβλεπτο μιας νέας σχέσης ή τη μοναξιά» σημειώνει ο Χίλμες. Οι απιστίες της είχαν λήξει μετά το 1933 και τον δεσμό της με τον 38χρονο ιερέα, καθηγητή Θεολογίας στο πανεπιστήμιο και επίδοξο ακραίο συντηρητικό πολιτικό Γιοχάνες Χολνστάινερ. Την είχε κλονίσει επίσης ο θάνατος της κόρης της, Μανόν, από επιπλοκές πολιομυελίτιδας το 1935. Διαφεύγοντας περιπετειωδώς από τη Γαλλία του Βισί το 1940 διαπεραιώθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες με το ελληνικό πλοίο «Νέα Ελλάς». Ο Φραντς Βέρφελ πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1945, η Αλμα έζησε στη Νέα Υόρκη ως «μεγάλη χήρα» δύο κορυφαίων διανοουμένων ως το 1964.
Για τον Ολιβερ Χίλμες η Αλμα Μάλερ, αναμφίβολα γοητευτική, έξυπνη και καλλιεργημένη γυναίκα, παρέμεινε δέσμια μιας φύσης που απαιτούσε να ποδηγετούνται οι άνδρες. Την παρουσιάζει να χωρίζει το ανδρικό φύλο σε θαυμαστές και εχθρούς της και να μετατρέπει κάθε σχέση σε αγώνα επικράτησης – διά των θεατρινισμών, των απειλών, των θελγήτρων της. Εξ ου και οι βασανιστικοί δεσμοί με τους εκάστοτε εραστές της, οι μεγαλειώδεις ρήξεις και επανασυνδέσεις και οι μεγαλοστομίες των ημερολογίων της. Αντίθετα, η Κέιτ Χέιστ θεωρεί ότι οι τραγωδίες του βίου της, οι θάνατοι του Γκούσταβ Μάλερ και τριών από τα τέσσερα παιδιά της, οι οποίοι την οδήγησαν στο αλκοόλ, ευθύνονται έως έναν βαθμό για τις αδυναμίες του χαρακτήρα της, ότι οι δημιουργικές της τάσεις καταπιέστηκαν από ένα πατριαρχικό ακόμη σύστημα, ότι, ναι, ήταν αναμφίβολα περίπλοκη, δύσκολη, συμφεροντολόγος, αλλά και χαρισματική, γενναιόδωρη, ενθουσιώδης, μια σύγχρονη γυναίκα σε λάθος χρόνο. Το βέβαιο είναι ότι αυτή έζησε τη ζωή της στο έπακρο, γοήτευσε πλήθος ανθρώπων στον Παλιό και τον Νέο Κόσμο και μετά τον θάνατό της το άλμπουμ με την ομώνυμη μπαλάντα του δημοφιλούς αμερικανού τραγουδοποιού Τομ Λέρερ έμεινε στην κορυφή των τσαρτ για εβδομάδες ολόκληρες.