Κάθε απόπειρα επίλυσης του ασφαλιστικού ζητήματος στη χώρα μας συναντούσε τη σφοδρή εναντίωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Υπό την πίεση των ισχυρών κοινωνικών αντιδράσεων και φοβούμενες το πολιτικό κόστος οι εκάστοτε κυβερνήσεις παρέπεμπαν στις ελληνικές καλένδες την ουσιαστική και καίρια αντιμετώπιση του ζητήματος περιοριζόμενες σε παρεμβάσεις ήσσονος σημασίας.
Οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων βλέποντας το δέντρο και αρνούμενες να δουν το δάσος επιχειρούσαν κάθε φορά να διατηρήσουν τα κεκτημένα χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι με το να αντιτίθενται στην οιαδήποτε απόπειρα μεταρρύθμισης προετοίμαζαν σωρευτικά το έδαφος για την κατάρρευση του συστήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασφαλισμένους.
Όπως προειδοποιούσαν κατά καιρούς ορισμένοι πολιτικοί και ειδικοί επιστήμονες – μετρημένοι στα δάχτυλα – που είχαν το θάρρος να εναντιωθούν στην επικρατούσα «κοινή γνώμη», η μυωπική αυτή τακτική – τόσο των συνδικάτων όσο και της πολιτικής ηγεσίας – ήταν με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι θα διόγκωνε το πρόβλημα.
Η ελεγχόμενη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας που βιώσαμε προσφάτως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αδυναμία αντιμετώπισης του ασφαλιστικού, το οποίο συνιστά μείζον διαρθρωτικό ζήτημα της εθνικής οικονομίας.
Κατ΄ αυτό τον τρόπο, η μία χαμένη ευκαιρία οριστικής επίλυσης του ζητήματος διαδεχόταν την άλλη. Ας μην ξεχνάμε το μέγεθος των αντιδράσεων στις οποίες προσέκρουσε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Τάσου Γιαννίτση το 2001 και τα όσα ακολούθησαν.
Εάν τότε η ευκαιρία εκείνη δεν είχε χαθεί, η τροπή των πραγμάτων θα ήταν σίγουρα διαφορετική.
Τότε όμως ζούσαμε στην εποχή της αμεριμνησίας. Δεν θέλαμε κανείς να μας ξυπνήσει από το όνειρο, το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε σε εφιάλτη.