Σε έτος μετάβασης σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό γι’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «Δύση» εξελίσσεται το έτος 2020. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Νοέμβριο θα κριθεί αν η φιλελεύθερη αμερικανική δημοκρατία θα επιβιώσει του εθνικολαϊκιστικού τυφώνα που εκπροσωπεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τζόνσον στο Λονδίνο αντιμετωπίζει ήδη την πρώτη κυβερνητική του κρίση, ενώ στα τέλη του χρόνου θα φανεί ποια τελική μορφή θα λάβει το περιώνυμο Brexit και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο γαλλογερμανικός άξονας της οποίας υφίσταται ήδη σοβαρούς κλυδωνισμούς, με το άστρο του Εμανουέλ Μακρόν να δύει εν όψει των δημοτικών εκλογών του Μαρτίου, ενώ η αιφνίδια πολιτική κρίση στο Βερολίνο αναδεικνύει το κενό ηγεσίας στο CDU και κλονίζει την κυβέρνηση συνασπισμού.
Και όλα αυτά σε μια Ευρώπη που ήδη εδώ και καιρό βρίσκεται σε κατάσταση παραλυσίας και παρακολουθεί τα διεθνή τεκταινόμενα χωρίς καμία δυνατότητα να τα επηρεάσει. Ενώ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το πιθανότερο είναι να επανεκλεγεί ο Τραμπ, γεγονός που θα αποδείξει ότι έχει επέλθει μια ριζική αλλαγή στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, με αύξηση της εκπροσώπησης των χαμηλών λαϊκών στρωμάτων, που έλκονται από τη ρητορική Τραμπ. Ποιος θα το έλεγε μάλιστα ότι στους Δημοκρατικούς θα προηγείτο ο θεωρούμενος «Σοσιαλιστής» Μπέρνι Σάντερς; Ηδη όμως έχει ξεκινήσει η αντεπίθεση των λεγόμενων μετριοπαθών, οι οποίοι ποντάρουν στον πρώην επιτυχημένο δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ, οπότε δεν αποκλείεται να δούμε τον Νοέμβριο μια σύγκρουση μεταξύ δύο δισεκατομμυριούχων, με ό,τι αυτό μπορεί να συμβολίζει.
Δεν θέλει λοιπόν και πολλή σκέψη για να γίνει αντιληπτό ότι η λεγόμενη «Δύση» έχει αρχίσει να δύει, έχοντας περιέλθει σε μια βαθύτατη κρίση, τα σημάδια της οποίας είχαν φανεί εδώ και καιρό. Κυρίως με την απουσία ικανών ηγετών που θα μπορούσαν να την αποτρέψουν. Και το δυστύχημα είναι ότι ακόμη και η Μέρκελ, που ήταν η μόνη που ξεχώρισε για τις ηγετικές της ικανότητες, έπειτα από 14 χρόνια εξουσίας, αναγκάζεται να αποχωρήσει εν μέσω μιας πολιτικής θύελλας, την οποία δεν είχε προβλέψει. Ενώ και οι ελπίδες που εξέθρεψε ο Μακρόν σπάζοντας το κομματικό κατεστημένο άρχισαν να σβήνουν, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την έντονη αρνητική στάση των γάλλων ψηφοφόρων στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Πράγμα που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά στη Γαλλία. Ετσι τώρα, αντιδράσεως μη ούσης, μπορούν να θριαμβεύουν στη διεθνή σκηνή οι γνωστοί σε όλους μας αυταρχικοί ηγέτες. Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.