Ο Τζον Νίκολς (John Nicholls) είναι καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ και ειδικεύεται στους ιούς του αναπνευστικού συστήματος. Μελετά τον ιό της γρίπης από το 1997, όταν το στέλεχος Η5Ν1 πέρασε από τα πτηνά στον άνθρωπο, ενώ το 2003 ήταν μέλος της ομάδας ερευνητών που απομόνωσε και χαρακτήρισε τον κορωνοϊό SARS. Οπως προκύπτει από την πληθώρα άρθρων του σε έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις, το ενδιαφέρον του τόσο για τον ιό της γρίπης όσο και για τους κορωνοϊούς εστιάζεται στις θέσεις δέσμευσής τους πάνω στα κύτταρα του αναπνευστικού συστήματος και στην αιτιολογία της μολυσματικότητάς τους. Επιπροσθέτως, η ερευνητική ομάδα του αναπτύσσει αντι-ιικά φάρμακα. Περιττό να πούμε ότι το ξέσπασμα του νέου κορωνοϊού, στον οποίο δόθηκε το όνομα COVID-19, έφερε και πάλι την ομάδα του καθηγητή Νίκολς επί ποδός πολέμου.
Παρά τον φόρτο εργασίας του ο αυστραλιανής καταγωγής ειδήμων δεν αρνήθηκε να απαντήσει στα ερωτήματα που του θέσαμε, ενώ μας απέστειλε και την εικόνα ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, προϊόν της εργασίας της ομάδας του, η οποία προσπαθεί να εντοπίσει τα μοριακά σήματα που αξιοποιεί ο ιός για να μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα. Η εικόνα δείχνει τα ιικά σωματίδια του COVID-19 να εξέρχονται από ένα μολυσμένο κύτταρο, έτοιμα να… πάνε στο επόμενο!
Ποιος από τους δύο ιούς πιστεύετε ότι αποτελεί παγκόσμιο κίνδυνο αυτή τη στιγμή, ο ιός της γρίπης που έχει κάνει δυναμική εμφάνιση στο Βόρειο Ημισφαίριο ή ο COVID-19, του οποίου η γεωγραφική εξάπλωση είναι σχετικά εντοπισμένη στο επίκεντρο;
«Πιθανότατα ο COVID-19, για δύο λόγους: ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι, στον βαθμό που μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν υπάρχει φυσική ανοσία στον ανθρώπινο πληθυσμό έναντι αυτού του ιού. Κατά συνέπεια, είναι δυνητικά πιθανόν ο καθένας από εμάς να μπορεί να μολυνθεί. Το αντίθετο συμβαίνει με τη γρίπη, καθώς η πλειονότητα του ανθρώπινου πληθυσμού είτε έχει μολυνθεί από προηγούμενους υπότυπους του ιού είτε έχει εμβολιαστεί, πράγμα που σημαίνει ότι έχει ήδη έναν βαθμό ανοσίας και ως εκ τούτου είναι προστατευμένη. Να σημειώσουμε βεβαίως ότι και στην περίπτωση της γρίπης είχαμε την εμφάνιση εντελώς άγνωστων για το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα στελεχών του ιού, πράγμα που συνέβη το 2009.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη θνητότητα. Παρά το γεγονός ότι τα δεδομένα είναι ακόμη πρώιμα, δείχνουν ωστόσο ότι ο COVID-19 εμφανίζει κατά τι μεγαλύτερη θνητότητα σε σχέση με τον ιό της γρίπης».
Πού οφείλεται το γεγονός ότι ένας ιός, και εν προκειμένω ο COVID-19, εκτιμάται ως επικινδυνότερος όταν το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα δεν έχει συναντηθεί στο παρελθόν μαζί του;
«Στο ότι δεν έχει υπάρξει ευκαιρία να δημιουργηθούν αντισώματα εναντίον του, πράγμα που θα μπορούσε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό του ιού σε ένα πολύ πρωιμότερο στάδιο. Η έλλειψη αντισωμάτων εναντίον τους δίνει χρόνο στους ιούς να πολλαπλασιαστούν και να εξαπλωθούν».
Τι θα θέλατε να μάθετε για τον COVID-19 προκειμένου να μπορέσετε να προχωρήσετε σε σχεδιασμό φαρμάκων και εμβολίων;
«Στην παρούσα φάση θα ήθελα να γνωρίζουμε ακριβώς την περιοχή του αναπνευστικού συστήματος την οποία χρησιμοποιεί ο ιός για τον πολλαπλασιασμό του. Αν δηλαδή χρησιμοποιεί το ανώτερο αναπνευστικό, τη μύτη και τον φάρυγγα, ή το κατώτερο, τους βρόγχους και τους πνεύμονες. Βλέπετε, αυτό θα μας δώσει πολύ χρήσιμες πληροφορίες: Αν ο ιός χρησιμοποιεί το ανώτερο αναπνευστικό, σημαίνει αυξημένη μεταδοτικότητα. Αν χρησιμοποιεί το κατώτερο, σημαίνει αυξημένη θνητότητα. Οσο για τα εμβόλια, φοβάμαι ότι θα είναι δύσκολο να παραχθούν, καθώς οι κορωνοϊοί μπορούν να αλλάζουν τις επιφανειακές πρωτεΐνες τους, πράγμα που τους επιτρέπει να ξεγλιστρούν από το ανοσοποιητικό μας σύστημα».
Τηρουμένων των αναλογιών, οι προσπάθειες να ελεγχθεί η γεωγραφική εξάπλωση του COVID-19 φαίνεται πως επιτυγχάνουν. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να σταματήσουμε την εξάπλωση του ιού της γρίπης, ο οποίος επανέρχεται κάθε χρόνο;
«Εξαιτίας του γεγονότος ότι κάθε χρόνο υπάρχουν μικρές αλλαγές στις επιφανειακές πρωτεΐνες του ιού της γρίπης και κατά συνέπεια το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι τόσο αποτελεσματικό εναντίον του. Ετσι δεν μπορούμε να προστατευτούμε πλήρως από το στέλεχος της εφετινής χρονιάς επειδή είχαμε νοσήσει με ένα παλαιότερο. Ενας άλλος λόγος είναι πως κάποιες χρονιές, χωρίς να είναι ξεκάθαρο το γιατί, υπάρχει μια μεγάλη απόκλιση στην ταυτότητα του κυρίαρχου στελέχους του ιού. Καθώς απαιτούνται τουλάχιστον έξι μήνες για τη δημιουργία ικανών αριθμών εμβολίων για την επόμενη χρονιά, οι ειδήμονες συνεδριάζουν εκ των προτέρων προκειμένου να προσπαθήσουν να προβλέψουν ποιο θα είναι το επόμενο στέλεχος που θα κυριαρχήσει. Κάποιες χρονιές τα πράγματα πάνε κατ’ ευχήν, κάποιες άλλες όμως η πρόβλεψη δεν επιβεβαιώνεται. Προφανώς, στην περίπτωση αυτή το εμβόλιο δεν παρέχει την απαιτούμενη προστασία».
Με δεδομένο τον κοινό τρόπο μετάδοσης, μέσω αεροσταγονιδίων, των δύο ιών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη της μόλυνσης από τον έναν είναι αποτελεσματικά και για τον άλλον;
«Στην πραγματικότητα οι κορωνοϊοί εκτός από τη μετάδοση μέσω των εκκρίσεων του αναπνευστικού είναι γνωστοί και για τη μετάδοσή τους μέσω των εκκρίσεων του γαστρεντερικού. Αυτό είχε καταδειχθεί για τον SARS και φαίνεται ότι είναι ένας παράγοντας που παίζει ρόλο και στη μετάδοση του COVID-19. Η ιδιότητα αυτή είναι καθοριστική για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη της εξάπλωσής του, καθώς δεν είναι μόνο τα αεροσταγονίδια (όπως συμβαίνει με τον ιό της γρίπης) αλλά και η στενή σωματική επαφή που μπορεί να μεταδώσει τον ιό. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ένα καθαρό περιβάλλον είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον έλεγχο της εξάπλωσης του COVID-19. Το μήνυμα λοιπόν είναι: καθαρές επιφάνειες! Και εννοούμε όλες τις επιφάνειες που ακουμπούν συχνά τα χέρια μας, όπως τα κουμπιά στα ασανσέρ, τα πόμολα στις πόρτες, η κουπαστή στις σκάλες…».