Ο απολογισμός της οκταετίας 2012-2019 και παράλληλα η αυτοκριτική για την περίοδο της διακυβέρνησής του ήταν για τον Αλέξη Τσίπρα η καθαρτήρια οδός και η αναγκαία συνθήκη για την επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς τον μετασχηματισμό και τη διεύρυνση του κόμματος.
Το κείμενο των 83 σελίδων που συνέγραψαν τα ιστορικά στελέχη της Αριστεράς Γιάννης Δραγασάκης, Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας θεωρείται μια κίνηση πρωτόγνωρη για κόμμα εξουσίας και αναμένεται να εγκριθεί σήμερα στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές, ενώ θα αποτελέσει και βάση συζήτησης στο κόμμα στον δρόμο προς το συνέδριο.
Λανθασμένη οπτική από πολλά στελέχη
Το ενδιαφέρον στο κείμενο είναι ότι καταγράφονται παραλείψεις, αστοχίες, λάθη, αβελτηρίες, αλλά αναδεικνύεται και η λανθασμένη οπτική που υπήρχε για σειρά θεμάτων σε πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά την ηγεσία του, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη πολιτική δύναμη που προχωρεί σε πλήρη αποτίμηση της κυβερνητικής της θητείας, μια διαδικασία που δεν έχει γίνει σε τόσο βάθος.
«Η Αριστερά δεν έχει τίποτε να κρύψει. Η ρητή αναγνώριση των δικών της ελλειμμάτων συνιστά μεγάλο μέρος της δύναμής της» αναφέρουν οι συγγραφείς στο κείμενό τους, πολλά σημεία του οποίου αναδεικνύει «Το Βήμα της Κυριακής».
Παράλληλα υπογραμμίζουν ότι ο απολογισμός που δεν είναι εξωραϊστικός, προσχηματικός ή γενικόλογος, αλλά κρίνεται ουσιαστικός, διεισδυτικός, τολμηρός και ειλικρινής, με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει και με τα διδάγματα τα οποία αναδεικνύει, αποτελεί πολύτιμο εφόδιο για τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αναφέρονται σε σειρά θετικών μέτρων και αποφάσεων της κυβέρνησης με κομβικό σημείο τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η «ιδιάζουσα ευθύνη» Βαρουφάκη
Σχετικά με το πρώτο εξάμηνο του 2015, γίνεται ευθεία αναφορά στον τότε υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη. «Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Λάθη βεβαίως συλλογικά, αλλά ως προς τα οποία, και σε ό,τι αφορά την πρώτη περίοδο της αρχικής διαπραγμάτευσης, δεν δικαιούμαστε να μην αποδώσουμε ιδιάζουσα ευθύνη στον τότε υπουργό Οικονομικών» αναφέρεται στο κείμενο και διευκρινίζεται πως αυτό γίνεται υπό το φως μιας ειδικού τύπου δικής του υπερεπένδυσης στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής.
«Βρείτε τα με τους θεσμούς»
Επιπλέον, οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι δεν διέγνωσαν με επάρκεια τους όρους που συνδέουν τα διαφορετικά επίπεδα της διαπραγμάτευσης: «ούτε όλα τα προβλήματα μπορούσαν να λυθούν απευθείας στο πολιτικό επίπεδο, όπως κάποιες φορές επιδιώξαμε, ούτε η «τεχνοκρατική» συζήτηση στα κλιμάκια είναι μικρής σημασίας ούτε τα δύο είναι αυτονομημένα μεταξύ τους. Η συζήτηση «κορυφής» μπορεί μεν κάποιες φορές να παίξει ρόλο καταλυτικό – και κάποιες φορές όντως έπαιξε -, αλλά το μόνιμο ρεφρέν των ομολόγων συνομιλητών της δικής μας ηγεσίας ήταν «βρείτε τα με τους θεσμούς»».
Οι ολιγωρίες και τα σφάλματα
Σύμφωνα με τους Δραγασάκη, Μπαλτά και Δρίτσα, ολόκληρη η πορεία στο διεθνές περιβάλλον δεν υπήρξε ούτε ανέφελη ούτε απαλλαγμένη από ολιγωρίες και σφάλματα. Αυτά εντοπίζονται κυρίως σε θέματα εκτίμησης και θέματα συντονισμού.
Συγκεκριμένα:
α) Ιδιαίτερα κατά την πορεία της διαπραγμάτευσης, δεν αποτιμήθηκαν σωστά ούτε έτυχαν επαρκούς επεξεργασίας οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ και της ευρωζώνης, β) δεν εκτιμήθηκε επακριβώς ότι, κυρίως μετά το 2012, η ΕΕ και η ευρωζώνη είχαν προετοιμαστεί αποτελεσματικά για την περίπτωση «πιστωτικού επεισοδίου» σε βάρος της χώρας μας, δηλαδή και τυπικής χρεοκοπίας της, γ) από κάποιες πλευρές του ΣΥΡΙΖΑ είχε καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι η Ρωσία ίσως και η Κίνα θα συνέβαλλαν και πολιτικά και οικονομικά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να απεμπλέξει τη χώρα από τα δεσμά των μνημονίων και κατ’ επέκτασιν από το ευρώ, δ) είχαν επίσης καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν μοντέλα και πρακτικές απεμπλοκής από οικονομικούς καταναγκασμούς που φαίνονταν να είχαν λειτουργήσει αποτελεσματικά σε άλλες χώρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής και ε) η εμπλοκή με τους ΑΝΕΛ.
«Γιατί ηττηθήκαμε. Τι κάναμε λάθος»
Στο κείμενο σημειώνεται ότι η κυβέρνηση είχε εξαναγκαστεί να υπογράψει μνημόνιο, χωρίς να συμφωνεί και χωρίς να το «υιοθετεί». Αναφέρουν πως ακυρώθηκε η κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να απαλλαγεί η χώρα από μνημόνια, παραμένοντας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. «Η υπογραφή αυτή σφράγισε τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μία ακόμα «μνημονιακή κυβέρνηση». Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, «όμοια με τις άλλες»» τονίζουν.
Η αστοχία των τριών εκλογών
Αναγνωρίζουν ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων, διότι οι εκλογείς τείνουν να ψηφίζουν με διαφορετικά κριτήρια στις τρεις περιπτώσεις. Στην προεκλογική περίοδο έλειπε από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατά τους συγγραφείς, η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος, δηλαδή ό,τι μπορούσε να περιλαμβάνει τόσο η αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση, ώστε η χώρα να θωρακιστεί απέναντι σε ενδεχόμενες νέες κρίσεις, όσο και ο εξίσου αναγκαίος μετασχηματισμός του κράτους που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εν πολλοίς δεν είχε ακόμη θίξει, και συμπληρώνουν: «Μαζί με την ανάγκη να αναπτυχθούν ολόπλευρα τα δημόσια συστήματα Υγείας και Παιδείας».
Η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ
«Στη βάση της αντίθεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο που είχε, όπως είπαμε, κυριαρχήσει, μόνη πολιτικά εφικτή συμμαχία τότε ήταν αυτή με τους ΑΝΕΛ, παρά τις κάποιες φορές αβυσσαλέες διαφορές σε ζητήματα «εθνικά» και ζητήματα δικαιωμάτων… Η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ». Υποστηρίζουν ότι η επιλογή της συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ δικαιώθηκε τόσο στο επίπεδο της διεξαγωγής της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές όσο και στο επίπεδο της ολοκλήρωσης του προγράμματος του μνημονίου.
Το δημοψήφισμα του 2015
Το δημοψήφισμα, παρά τα όσα ιδιοτελή και ανεύθυνα λέγονταν και εξακολουθούν να λέγονται, δεν έθετε το ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ» κατά τους Μπαλτά, Δραγασάκη και Δρίτσα, οι οποίοι διευκρινίζουν ότι ζητούσε τη λαϊκή αποδοκιμασία του απαράδεκτου σχεδίου που οι δανειστές είχαν θέσει στην κυβέρνηση. «Η νίκη του «Οχι» με ποσοστό μεγαλύτερο του 61% υπήρξε αποτέλεσμα κυριολεκτικά συγκλονιστικό… Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου» σημειώνουν.
Ο επώδυνος συμβιβασμός
Στο κείμενο αναφέρεται ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος λειτούργησε ως διαπραγματευτικό όπλο. Παραδέχονται ότι το μνημόνιο του 2015 περιλάμβανε πρόσθετους «δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό», αν και υπάρχει η δικαιολογία πως «η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα».
Αναφέρονται στη διαρκή διαπραγμάτευση μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 και υποστηρίζουν ότι ο συμβιβασμός υπήρξε εν τέλει προωθητικός και επιτεύχθηκαν τέσσερις σημαντικές κατακτήσεις: α) ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, β) ρύθμιση του χρέους, γ) στήριξη της κοινωνίας και τερματισμός της «εσωτερικής υποτίμησης» και δ) ενσωμάτωση προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Δόσεις αυτοκριτικής
Σε ορισμένα σημεία συγγραφείς του κειμένου αναφέρονται στην απουσία επαρκώς επεξεργασμένων πολιτικών στα υπουργεία, στα ελλείμματα συντονισμού και κρίνεται ως λάθος να εστιαστεί η πολιτική αντιπαράθεση στο πεδίο των κατά τα άλλα πολύ υπαρκτών μεγάλων σκανδάλων.
Μεταξύ άλλων σημειώνουν:
–«Το σχεδόν «όχι σε όλα» απέναντι στα νομοσχέδια της κυβέρνησης Σαμαρά και το σχεδόν «ναι σε όλα» απέναντι στα κοινωνικά αιτήματα που έρχονταν στην ΚΟ – στάσεις ίσως εξηγήσιμες για την τότε συγκυρία – δεν βοηθούσαν στην αποσαφήνιση μιας αριστερής και ριζοσπαστικής μεν, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικά συγκροτημένης πολιτικής, με προσδιορισμένη στρατηγική και στέρεη κυβερνητική προοπτική».
–«Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τον κίνδυνο να περισταλούμε σε κόμμα κοινωνικής μειονεξίας».
–«Δεν είμαστε κόμμα αριστερών «αρίστων» ούτε βέβαια κόμμα προοδευτικών «οπαδών»».
–«Οι αδυναμίες σε πολλά πεδία δεν οφείλονταν στο ότι δεν είχαμε την εξουσία, αλλά στο ότι δεν αξιοποιήσαμε και δεν ασκήσαμε σωστά εκείνη που είχαμε».
–«Αναλάβαμε την κυβέρνηση χωρίς κοινή θεωρητική κατανόηση και συναντίληψη για το τι είναι το νεοελληνικό κράτος».
Η υποτίμηση της ΝΔ, η απώλεια της μεσαίας τάξης και η επιδοματική πολιτική
Οι συγγραφείς του κειμένου υποστηρίζουν ότι υποτίμησε ο ΣΥΡΙΖΑ την απήχηση που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της ΝΔ περί «τάξης και ασφάλειας», όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Παράλληλα σημειώνουν ότι συλλογικά είχαν υποτιμήσει τη συγκρότηση από «τα κάτω», εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. «Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί, ενώ οι δημοσκοπήσεις που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία» σημειώνουν.
Η επικοινωνιακή ήττα
«Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων» γράφουν και συνεχίζουν: «Ο δικός μας απολογισμός δεν μπορεί να επικαλείται την ισχύ του αντιπάλου για το ότι δεν ανέπτυξε επαρκώς τα δικά του προσίδια όπλα». Επίσης, αναφέρουν ότι «προσπαθήσαμε με λάθος τρόπο να επιλύσουμε το επικοινωνιακό έλλειμμα, είτε προβαίνοντας σε ευκαιριακές συμμαχίες με μιντιάρχες χωρίς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είτε αποτυγχάνοντας να αναβαθμίσουμε επαρκώς τη δημόσια τηλεόραση».
Προχειρότητα στις εκλογές ΟΤΑ
«Η ήττα στις δημοτικές εκλογές ανέδειξε ανεπάρκειες κυρίως του κόμματος». Τα αίτια της αποτυχίας είναι βαθύτερα και εκτός από την προχειρότητα στην επιλογή υποψηφίων, αναφέρουν: μικρή διείσδυση στις τοπικές κοινωνίες, έλλειψη συνεχούς και συστηματικής παρουσίας στα δημοτικά δρώμενα, αδυναμία ανάδειξης τοπικών στελεχών με ευρεία απήχηση, απεύθυνση σε τοπικούς παράγοντες του παλαιού κομματικού συστήματος με αμφίβολο ήθος, συμπεριφορά και ύφος, έλλειμμα εσωτερικής συγκρότησης και τακτικής λειτουργίας των οργανώσεων του κόμματος, ασθενής σχέση μεταξύ κεντρικής αναφοράς στον ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεσματικής δημοτικής πολιτικής, κ.ά.
Η οιονεί εξαγορά ψήφων
«Οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων» σημειώνεται και διευκρινίζουν: «Θεσμική, βέβαια, και κοινωνικά επιβεβλημένη, αλλά εξαγορά μολαταύτα». Στη συνέχεια αναφέρουν ότι αυτή ήταν κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμα και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν, και καταλήγουν: «τούτη είναι προσβολή που ο ελληνικός λαός τιμωρεί».
Η αυταπάτη και ο «εκβιασμός»
Οι συγγραφείς θεωρούν ότι δεν είχαν αξιολογηθεί επαρκώς τα μέτρα και οι σχετικές προσαρμογές σε ό,τι αφορά τη θωράκιση του ευρωσυστήματος που έλαβαν χώρα μετά το 2012 ούτε η δήλωση Ντράγκι πως θα πράξει «ό,τι χρειαστεί» για τη διάσωση του ευρώ.
«Το έλλειμμα μιας τέτοιας αξιολόγησης επέτρεψε να καλλιεργηθεί σε ορισμένα τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ η αυταπάτη, όπως είπαμε, περί της αποτελεσματικότητας ενός «εκβιασμού» από μέρους μας, με όπλο την απειλή κατά της σταθερότητας του ευρώ και της ευρωζώνης» σημειώνουν.
Η γενναιοδωρία στο Κέντρο
Οι Δραγασάκης, Μπαλτάς και Δρίτσας σημειώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ξεφύγει από την πολιτική των προσωπικοτήτων και να δουλέψει κατά βάσιν με οργανωμένες συλλογικότητες. «Να μη φοβηθούμε τη μαζικοποίηση, αλλά και να μη δημιουργήσουμε λέσχη οπαδών. Να σφυρηλατήσουμε πολιτικές συγκλίσεις σε στέρεες ιδεολογικές και προγραμματικές βάσεις, αλλά ταυτόχρονα να μην παρασυρθούμε σε έναν εκλογικίστικο ιδεολογικό εκλεκτικισμό» υπογραμμίζουν και δίνουν το στίγμα της διεύρυνσης: «Να απευθυνθούμε γενναιόδωρα στους πολιτικούς χώρους του Κέντρου, αλλά ταυτόχρονα να μην αντιμετωπίζουμε τους δυνητικούς συμμάχους αποκλειστικά με όρους συγχρονίας και με διαγραμμένο το πολιτικό τους παρελθόν».
Μεσαία τάξη και επιδόματα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά Μπαλτά, Δραγασάκη και Δρίτσα στη σχετική ολιγωρία που επέδειξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα «μεσαία τάξη». «Σε κάποιες περιπτώσεις, μπλέξαμε την «ταξική μεροληψία» με μια βραχυπρόθεσμη και αποσπασματική επιδοματική πολιτική».
Ο ελιτίστικος αντιμικροαστισμός
«Επιτρέψαμε στη Δεξιά να σφετεριστεί την έννοια της «μεσαίας τάξης», γιατί, από τη δική μας πλευρά, δεν διαθέταμε ή δεν ενεργοποιήσαμε μια συνεκτική θεωρία του τι είναι «μεσαία τάξη», αναπαράγοντας έτσι, τουλάχιστον έμμεσα, έναν ελιτίστικο αντιμικροαστισμό που χαρακτηρίζει κάποιες πλευρές της Αριστεράς του 3%».
Δεν ηττηθήκαμε στρατηγικά
Οι συγγραφείς επιχειρούν όμως να δώσουν και τόνο αισιοδοξίας. «Η ήττα του δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα» υποστηρίζουν και θεωρούν ότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ μάθει από τα σφάλματα, καλύψει τις ολιγωρίες και διορθωθεί, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και όλοι θα είναι σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί.