Οι εκλογές του Νιου Χαμπσάιρ ήρθαν να επιβεβαιώσουν τάσεις που ήταν ήδη εμφανείς. Ο Μπέρνι Σάντερς εξακολουθεί να έχει ισχυρή βάση, κερδίζοντας και ένα μέρος των κλασικών liberals, όμως δεν τον θέλει το κατεστημένο του κόμματος, ο Πιτ Μπούτιτζετζ αποτελεί την έκπληξη, αλλά αποπνέει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του «λευκού προνομιούχου» για να μπορέσει να κερδίσει την ψήφο των αφροαμερικανών, ο Τζο Μπάιντεν απλώς σύντομα θα αποσυρθεί από τις εκλογές, την ώρα που ο Μπλούμπεργκ δύσκολα μπορεί να έχει απήχηση στη βάση του κόμματος, η Κλόμπουτσαρ θα επιμείνει να προτείνει ότι είναι ταυτόχρονα «κεντρώα» και γυναίκα και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν θα συνεχίσει να παλεύει αν και το τοπίο θα είναι όλο και πιο δύσκολο γι’ αυτήν, από τη στιγμή που ο Σάντερς κατοχύρωσε ότι αυτός είναι ο «προοδευτικός» υποψήφιος.
Ωστόσο, την ίδια ώρα ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να επαναλάβει σε μεγαλύτερη κλίμακα την στρατηγική που τον έφερε στη εξουσία.
Και όμως ο Τραμπ έχει στρατηγική
Η επαναλαμβανομένη κοινοτοπία ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι απρόβλεπτος και χωρίς απαραίτητα σχέδιο, συχνά οδηγεί στο να παραβλέπουμε ότι ο Τραμπ έχει μια σαφή εκλογική στρατηγική.
Αυτή πατάει πάνω στις ιδιαιτερότητες του αρχαϊκού και όχι ακριβώς δημοκρατικού εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ. Η στην πραγματικότητα έμμεση εκλογή του Προέδρου από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων σημαίνει ότι ο Τραμπ δεν επιδιώξει να κερδίσει απαραίτητα την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων (ούτως ή άλλως και στις προηγούμενες εκλογές η Χίλαρι Κλίντον είχε πάρει σαφώς περισσότερες ψήφους) αλλά να κερδίσει εκείνες τις Πολιτείες που θα του επιτρέψουν να έχει περισσότερους εκλέκτορες.
Με δεδομένη την ούτως ή άλλως πολωμένη συνθήκη του αμερικανικού εκλογικού σώματος ως προς τα δημογραφικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων, η μάχη δεν διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις Πολιτείες. Ο μεγαλύτερος αριθμός των Πολιτειών είναι από τώρα δεδομένο πώς θα ψηφίσουν και πώς θα κατανεμηθούν οι εκλέκτορες. Αυτό που μετράει είναι οι λεγόμενες Swing States, δηλαδή οι Πολιτείες που μπορεί να μετακινηθούν προς τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο. Η προεκλογική εκστρατεία διεξάγεται κυρίως σε αυτές, κάτι που εξηγεί και τα διαφορετικά ποσοστά συμμετοχής καθώς όλη προσοχή των υποψηφίων επικεντρώνεται στις κρίσιμες Πολιτείες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ξέρει που στοχεύει. Από τη μια θέλει να κρατήσει όλα τα παραδοσιακά προπύργια των Ρεπουμπλικανών (εξ ου και τα ανοίγματα που έχει κάνει στους Ευαγγελικούς Χριστιανούς), από την άλλη θέλει να πάει ακόμη καλύτερα σε ένα τμήμα των κυρίως λευκών ψηφοφόρων στις κρίσιμες Πολιτείες.
Όλα τα στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της ρητορικής και της αισθητικής του Τραμπ, όπως είναι ο αμερικανικός εθνικισμός, ο υπερτονισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων και της μείωσης της ανεργίας, η προβολή της εικόνας ότι δεν τον θέλει το «φιλελεύθερο κατεστημένο» που τον καταδίωξε αλλά αυτός απηλλάγη πανηγυρικά, ο ανοιχτός ρατσισμός και η αντιμεταναστευτική πολιτική, απευθύνονται σε αυτό το κοινό.
Ο Τραμπ ξέρει ότι η αμερικανική δημόσια σφαίρα δεν είναι πια ενιαία και δεν υπάρχουν εύκολα κοινά σημεία αναφοράς. Γνωρίζει καλά ότι η Αμερική που βλέπει τους σχολιαστές του FOX ή ακούει τον Rush Limbaugh δεν είναι ίδια με αυτή που παρακολουθεί MSNBC και συμπαθεί τη Rachel Maddow. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δη στο αγαπημένο του twitter η συνθήκη είναι πολωμένη και το τι θεωρείται fake news είναι σχετικό. Ούτως ή άλλως δεν τον ενδιαφέρει απαραίτητα να ενώσει την Αμερική, αλλά να συσπειρώσει το δικό του κοινό. Ένα κοινό που δεν μπαίνει ακριβώς σε συζήτηση αλλά θέλει να ακούσει ένα λόγο που να αναλογεί σε αυτά που ήδη θεωρεί δεδομένα. Σε αυτό το κοινό επικεντρώνει και σε συγκεκριμένες Πολιτείες καταρχάς και όχι γενικά στο εκλογικό αποτέλεσμα (εξ ου και το φαινομενικό παράδοξο να συζητάμε το ενδεχόμενο επικράτησής του ενώ στις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις υπολείπεται των Δημοκρατικών αντιπάλων του).
Επιπλέον, ο Τραμπ έχει τη στήριξη σημαντικού μέρους του επιχειρηματικού κόσμου και ξέρει ότι και αυτό θα του δώσει μια στήριξη. Από τις εταιρείες που έχουν σχέση με τις εξορύξεις, μέχρι το πανίσχυρο λόμπι του ιατροφαρμακευτικού κλάδου, γνωρίζει ότι όσοι έχουν επιφυλάξεις ακόμη και για τις μικρές αλλαγές που μπορεί να φέρουν οι Δημοκρατικοί, θα τον στηρίξουν. Άλλωστε, δεν είναι πια το αουτσάιντερ στο Κόμμα του, φρόντισε να προσφέρει στους Ρεπουμπλικάνους και εκλογή συντηρητικού στο Ανώτατο Δικαστήριο και άλλες θεσμικές νίκες (κάτι που τον βοήθησε φυσικά στην απαλλαγή του κατά τη δίκη ενώπιον της Γερουσίας) και άρα αυτή τη φορά θα τον στηρίξει και το κόμμα του.
Το δίλημμα των Δημοκρατικών
Όλα αυτά αναδεικνύουν και τα διλήμματα των Δημοκρατικών. Η βασική αντίληψη που είχε κυριαρχήσει είναι ότι η καλύτερη επιλογή θα ήταν κάποιος που θα ήταν μετατοπισμένος προς το «κέντρο» (με ευρωπαϊκούς όρους προς τα δεξιά) έτσι ώστε πλάι στη δεδομένη στήριξη των κατηγοριών που ούτως ή άλλως θα κερδίσουν οι Δημοκρατικοί να κερδίσει την ενδιάμεση ή ταλαντευόμενη ψήφο και να μη βρεθούν πάλι σε ένα αποτέλεσμα όπως του 2016 αλλά αυτή τη φορά να κερδίσουν και την πλειοψηφία στους εκλέκτορες και όχι μόνο την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου.
Μόνο που οι προκριματικές εκλογές δείχνουν ότι αυτό δεν περπατάει ιδιαίτερα στη βάση των Δημοκρατικών ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το εκτιμούσαν.
Και εδώ βέβαια μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι από ένα σημείο και μετά η συζήτηση στους Δημοκρατικούς έχει να κάνει πολύ περισσότερο με ερωτήματα που αφορούν τον πυρήνα της φυσιογνωμίας τους παρά με τις εκλογικές δυναμικές.
Για παράδειγμα είναι σαφές ότι ο Μπέρνι Σάντερς είναι ένας υποψήφιος που μπορεί και συσπειρώνει ένα ευρύτερο δυναμικό, έχει έναν στρατό αποφασισμένων εθελοντών και μια εντυπωσιακή συγκέντρωση οικονομικών πόρων από μικρές συνεισφορές που του επιτρέπει να αγοράσει μαζικά διαφημιστικό χρόνο. Ταυτόχρονα, με τα θέματα που ανοίγει, από την επιμονή σε ένα ενιαίο δημόσιο σύστημα υγείας, μέχρι την ενίσχυση των χαμηλόμισθων και την καταπολέμηση του ρατσισμού, μάλλον είναι αυτός που μπορεί να αγγίξει και εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που νιώθει περιθωριοποιημένο και αδικημένο ακόμη και στις Πολιτείες που έχει δύναμη ο Τραμπ. Αυτό όντως θα του έδινε δυναμική νίκης, έστω και εάν θα δεχόταν διαρκείς ομοβροντίες από το επιχειρηματικό και μηντιακό κατεστημένο. Όμως, την ίδια στιγμή εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ως απλά «υπερβολικά αριστερός» από το ίδιο του το κόμμα που είναι πιθανό να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μην είναι τελικά ο υποψήφιος πρόεδρος.