Η συζήτηση στην παρέα των ογδοντάχρονων στο διπλανό τραπέζι είχε ανάψει. Αντεγκλήσεις, επιχειρήματα βάσιμα ή τελείως ανεδαφικά – ανάλογα από την πηγή ενημέρωσης του καθενός -, πειράγματα, ειρωνείες, αλλά και τρυφεράδες. Η θεματολογία, πολιτική. Ελληνοτουρκικά, Προσφυγικό, συντάξεις, μπερδεμένα από μπόλικη παραφρασμένη Ιστορία και προσωπικές εμπειρίες του παρελθόντος, της νιότης. Κουβέντιαζαν με ιδιαίτερο νεύρο αλλά και νοιάξιμο για ένα μέλλον που δεν θα τους βρει εδώ. Καίγονταν για ένα βάθος χρόνου που δεν το έχουν.
Εχοντας χάσει περισσότερους από τους μισούς τους φίλους, γνωρίζοντας πως οι πιθανότητες να υπάρχει η τωρινή σύνθεση και στην επόμενη συνάντηση περιορίζονται όλο και περισσότερο, μιλάνε για εκείνο που έρχεται, για έναν ιδανικό κόσμο, κρατώντας στο χέρι ταυτόχρονα το μαντίλι του αποχαιρετισμού.
Αυτή είναι η ζωή, έτσι πρέπει να είναι. Σαν να είμαστε εδώ για πάντα και ταυτόχρονα σαν να μην είμαστε στο επόμενο λεπτό. Δεν είναι η αγωνία για το μέλλον των παιδιών και των εγγονών τους – είναι κι αυτό -, αλλά περισσότερο είναι η άρνηση, το πείσμα του ζωντανού που κρατιέται από όπου βρει. Νομίζω πως περισσότερο από την αγωνία τους για το τι θα γίνει σε δεκαπέντε χρόνια είναι πως θέλουν να ακούσουν τους εαυτούς τους να μιλάνε γι’ αυτό. Είναι τόσο μεγάλο ένα ηλιόλουστο πρωινό Σαββάτου στην πλατεία Χαλανδρίου που δεν υπάρχει κανένας φόβος για το μέλλον. Το μέλλον είναι τώρα, είμαστε εδώ, είμαστε ζωντανοί και ο χρόνος μας είναι άπειρος.
Η μόνη ρήξη σε αυτόν τον άπειρο χρόνο, η μόνη καθαρή δόση ρεαλισμού που έπεσε στο τραπέζι ήταν όταν κάποιος ξεστόμισε τη φράση «καλά, εδώ θα είμαστε και θα το δείτε!». Του απάντησαν γελώντας «σε τι μορφή θα είμαστε εδώ, ρε συ, πολύ αισιόδοξος είσαι!».
Βέβαια, το χιούμορ και η τραγωδία της ύπαρξης που είναι πάντα και τα δύο ιδιαίτερα ενεργά και παιχνιδιάρικα, θέλουν αρκετούς από αυτούς τους ηλικιωμένους φίλους να ζουν πολύ περισσότερο από κάποιον πενηντάρη που τους κρυφακούει από δίπλα και φιλοσοφεί επάνω σε μία ευθεία γραμμή λες και υπάρχει ευθεία γραμμή και κανονικότητα στο απρόβλεπτο, στο αδιανόητο.
Κάνα δυο από την παρέα ματαιοπονούσαν συγκινητικά, προσπαθώντας να πουν κάτι έξυπνο στη νεαρή σερβιτόρα, να τραβήξουν λίγο την προσοχή της, οι υπόλοιποι ούτε που την κοιτούσαν. Είτε τους σέρβιρε ένα όμορφο κορίτσι είτε ένα ρομπότ, ήταν το ίδιο γι’ αυτούς. Λευκή πετσέτα εδώ και χρόνια. Εκτός κυκλοφορίας ακόμη και από αθώα κομπλιμέντα. Είτε έχουν στεγνώσει οριστικά από τέτοια είτε φοβούνται τη «γελοιοποίηση» με την οποία τους απειλεί η κορεκτίλα της εποχής.
Θυμήθηκα ξανά ένα διήγημα όπου δύο ιδιαίτερα ηλικιωμένοι φίλοι κάθονται σε ένα παγκάκι στον Εθνικό Κήπο. Είναι άνοιξη, οι κοπέλες περνούν από μπροστά τους με τα έξωμα μπλουζάκια. Παρακολουθούν με τα μάτια τους ολόκληρες τις τροχιές τους μέχρι να χαθούν. Κάποια στιγμή γυρίζει ο ένας και λέει: «Ρε συ, μέχρι πότε;» και του απαντάει ο άλλος: «Μέχρι το τέλος!».