Ηταν ο Μπίλι Γουάιλντερ, αυτός ο ιδιοφυής άνθρωπος και καλλιτέχνης μοναδικός, που κατάφερε μέσα από ένα ανέκδοτο να φτιάξει καλύτερα ίσως από κάθε άλλον την εικόνα του Κερκ Ντάγκλας. Γινόταν το κάστινγκ της ταινίας «Ετσι σπάσαμε τις αλυσίδες» (1958), ενός αντιρατσιστικού δράματος πολύ τολμηρού για την εποχή του, με θέμα την ιστορία δύο δραπετών από τη φυλακή, ενός λευκού και ενός μαύρου, που όμως είναι πιασμένοι με χειροπέδες, γεγονός που κάνει τη δραπέτευσή τους τρομερά δύσκολη και τη συμβίωσή τους ακόμη δυσκολότερη.

Το ερώτημα ήταν ποιος θα έπαιζε αυτούς τους δύο ήρωες, τους οποίους τελικά υποδύθηκαν ο Τόνι Κέρτις και ο Σίντνεϊ Πουατιέ.

Ο μέγας Γουάιλντερ λοιπόν, είχε πει: «Πρώτα έκαναν την πρόταση στον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος δέχθηκε αλλά μόνον αν έπαιζε τον μαύρο. Υστερα την έκαναν στον Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο οποίος είπε «τι λέτε μωρέ, είστε με τα καλά σας; Θα παίξω εγώ μαζί με αράπη;». Και μετά την έκαναν στον Κερκ Ντάγκλας, ο οποίος συμφώνησε να παίξει, αρκεί να έπαιζε ο ίδιος και τους δύο ρόλους!».

Αυτός ήταν, στην εποχή του, ο Κερκ Ντάγκλας. Εξαιρετικά φιλόδοξος, με μεγάλη πίστη στον εαυτό του, μαχητικός, πεισματάρης, έτοιμος να βουτήξει στα βαθιά νερά δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στο οτιδήποτε.

Ηθοποιός με τη φήμη του δύσκολου επειδή έλεγε πάντα αυτό που σκεφτόταν, άνθρωπος που πήγαινε κόντρα στις βουλές των παραγωγών, που ζητούσε να αλλάξει το σενάριο αν κάτι δεν του άρεσε. Το έκανε στην τρίτη(!) μόλις ταινία του, τις «Ματωμένες αλυσίδες», όταν με θάρρος και θράσος πρότεινε στον παραγωγό Χαλ Γουόλις να αλλάξει το φινάλε γιατί το έβρισκε ανόητο. Ο Γουόλις τον μίσησε για αυτό αλλά ο Ντάγκλας πέρασε το δικό του.

Ο Ντάγκλας, είχε ξεπεράσει εμφράγματα, εγκεφαλικά που τον είχαν κάνει να χάσει την ομιλία του (την οποία και ξαναβρήκε), ακόμη και δυστύχημα σε ελικόπτερο, το 1991, στο οποίο οι δύο συνεπιβάτες του σκοτώθηκαν. Ηταν ο άνθρωπος-θαύμα!

Ο Ισούρ Ντανίλοβιτς Ντέμσκι, κατά κόσμον Κερκ Ντάγκλας πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στο Χόλιγουντ το 1946, στα 30 του, ηλικία αρκετά μεγάλη για έναρξη κινηματογραφικής καριέρας. Είχε ήδη προηγηθεί σκληρή δουλειά  στο θέατρο και στο ραδιόφωνο αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στο παρελθόν του, όταν μεγάλωνε στην προτεσταντική πόλη Αμστερνταμ, έξω από τη Νέα Υόρκη, και ήταν αναγκασμένος να χτίζει τοίχους από κοπριά αλόγου γύρω από το οικογενειακό σπίτι του, το ετοιμόρροπο δίπατο της οδού Ιγκλ, ώστε να δημιουργηθεί μονωτικό σώμα για τους άγριους χειμώνες.

Ηταν γιος αγράμματου ρώσου χωριάτη, ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του το 1908, οκτώ χρόνια πριν από τη γέννηση του Ντάγκλας, για να μην πολεμήσει στον ρωσοϊαπωνικό μέτωπο. Η ουκρανή μάνα του ακολούθησε τον άνδρα της αργότερα, ήθελε τα παιδιά της να γεννηθούν στη γη της Επαγγελίας, την Αμερική. Ετσι έγινε. Προηγήθηκαν οι αδελφές του Κερκ, Πέσα, Κάλεχ και Ταμάρα, και μετά τη γέννησή του στις 9 Δεκεμβρίου 1916, ακολούθησαν τρεις ακόμη αδελφές, οι Χάσκα και Σίφρα (δίδυμες) και η Ραχήλ, το στερνοπαίδι.

Στη Ρωσία ο πατέρας του Ντάγκλας εμπορευόταν άλογα. Στην Αμερική βρήκε ένα άλογο και ένα κάρο και έγινε ρακοσυλλέκτης. «Ακόμα και στο πιο φτωχό τμήμα μιας πόλης σαν το Αμστερνταμ, ο παλιατζής ήταν ο έσχατος των εσχάτων, κι εγώ ήμουν ο γιος του παλιατζή» γράφει ο Ντάγκλας στην αυτοβιογραφία του. Τα συναισθήματα που ο Ντάγκλας έτρεφε για τον πατέρα του ήταν ανάμεικτα, αγάπη και μίσος, θαυμασμός και φόβος. Θαύμαζε την παλικαρίσια κορμοστασιά του και την ίδια ώρα απεχθανόταν αυτό που ο πατέρας του ήταν. Ολες αυτές οι εμπειρίες, η πάλη με τη φτώχεια και την πείνα, έκλεβε αβγά και τουρσιά από τους γείτονες για να φάει, μεταμόρφωσαν σιγά-σιγά τον μικρό, ντροπαλό Ισούρ Ντανίλοβιτς σε σκληρό Ιζι (Εύκολος) Ντέμσκι, όπως ήταν το παρατσούκλι του στο σχολείο.

Κλεφτρόνι στο Πανεπιστήμιο

Αργότερα άρχισε να εργάζεται όπου έβρισκε, συγκεντρώνοντας οικονομίες, ακόμη και κλέβοντας. Λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του για την περίοδο που εργαζόταν στο πολυκατάστημα έτοιμων ανδρικών ρούχων Μ. Λούρι: «Αρχισα να κλέβω μικροποσά. Αν κάποιος αγόραζε κάτι που έκανε 2,98 δολάρια και μου έδινε τρία, έγραφα στο απόκομμα 1,98, άφηνα το μονοδόλαρο να πέσει χάμω και το μάζευα αργότερα». Φοβόταν φυσικά και πράγματι, όταν παρατήρησε ότι υπάλληλοι του καταστήματος τον κοιτούσαν με καχυποψία, σταμάτησε να το κάνει. Και κάποια στιγμή,  μάζεψε όλους τους ελέγχους, τα βραβεία που είχε κερδίσει και τις οικονομίες του, μόλις 163 δολάρια, αποχαιρέτισε τη μάνα και τις έξι αδελφές του και έφυγε με οτοστόπ για το κολέγιο του Σεντ Λόρενς στο Κάντον της Νέας Υόρκης.

Η γέννηση του «Κερκ Ντάγκλας»

Στην αυτοβιογραφία του ο Ντάγκλας δεν αναφέρει ποιος είχε την ιδέα του ψευδώνυμου Κερκ Ντάγκλας. Στην πραγματικότητα, όλα ξεκίνησαν από ένα παιχνίδι που έπαιζε με τους συμμαθητές του στο Τάμαρακ Πλέιχαουζ όπου εκπαιδευόταν στην υποκριτική. Σκεφτόταν ποιο θα είναι το επώνυμο που θα του έδινε δόξα και χρήματα και ήθελε να αρχίζει από D όπως το επώνυμό του (Demsky) και το μεσαίο του (Danilovich). To Kερκ το επέλεξε γιατί του άρεσε ο «τραγανός ήχος» με τα δύο Κ.

Οταν αποφοίτησε από την Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης όπου είχε μαθητεύσει δίπλα στον σπουδαίο δάσκαλο υποκριτικής Τσαρλς Τζέλινγκερ (δάσκαλος μεταξύ άλλων του Σπένσερ Τρέισι και της Κάθριν Χέπμπορν), ο Κερκ Ντάγκλας έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ με το έργο «Spring again». Ηταν ο πρώτος της τάξης του που έπιασε δουλειά στο Μπρόντγουεϊ, αν και κανείς καλλιτεχνικός πράκτορας δεν πίστευε στο ταλέντο του.

Σταρ-αστραπή

Το θέατρο τον γοήτευσε πολύ, στην αυτοβιογραφία του λέει ότι η ιδέα να πάει στο Χόλιγουντ και να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο δεν του είχε καν περάσει από το μυαλό. Ισως και να είναι αλήθεια. Πάντως, χάρη στην επιμονή της φίλης και συμμαθήτριάς του Λορίν Μπακόλ, ο Ντάγκλας πήγε στη Μέκκα του Κινηματογράφου όπου έμελλε να μείνει για πάρα πολύ καιρό. Βούτηξε αμέσως στα βαθιά. Επαιξε δεύτερο ρόλο δίπλα στην Μπάρμπρα Στάνγουικ στις «Αμαρτωλές γυναίκες» (1946), την πρώτη ταινία του, και έναν χρόνο αργότερα στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Ευγένιου Ο’Νιλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε στον ρόλο του «κακού» στο αριστούργημα «Αμαρτωλός και δολοφόνος» του Ζακ Τουρνέρ αλλά και σε ένα άλλο νουάρ, τις «Ματωμένες αλυσίδες» του Μπάιρον Χάσκιν, μια ταινία που τον «έδεσε» με ένα άλλο ιερό τέρας της εποχής εκείνης, τον αγαπημένο φίλο του, τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Με τον Λάνκαστερ θα έπαιζε σε πολλές ταινίες, με πιο χαρακτηριστική το κλασικό γουέστερν «Αίμα στον Πράσινο Βάλτο» (1957) του Τζον Στέρτζες, εκεί όπου ο Ντάγκλας πετυχαίνει ίσως τον καλύτερο Ντοκ Χάλιντεϊ του κινηματογράφου. Η ψυχροπολεμική περιπέτεια του Τζον Φρανκενχάιμερ «Επτά μέρες τον Μάη» και το παιχνιδιάρικο θρίλερ του Τζον Χιούστον «Η λίστα του Εντριαν Μέσεντζερ» ανήκουν επίσης στις κοινές εμφανίσεις τους στη δεκαετία του 1960, ενώ τελευταία τους κοινή ταινία είναι τα «Σκληρά καρύδια» (1985) όπου υποδύθηκαν δύο γερασμένους γκάνγκστερ που δεν λένε να το βάλουν κάτω.

Το τέλος της Μαύρης Λίστας

Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές που έχω ζήσει ποτέ σε κινηματογραφικό φεστιβάλ, ήταν όταν το 2001 είδα από κοντά στο Βερολίνο τον Κερκ Ντάγκλας. Στα 85 του τότε, ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της διοργάνωσης. Η ταλαιπωρημένη υγεία του δεν σου επέτρεπε να καταλαβαίνεις με ακρίβεια τα λεγόμενά του στη συνέντευξη Τύπου, όμως εκείνος, απτόητος, ακούραστος και γρανιτένιος όπως σε τόσες και τόσες ταινίες έκανε μια αναδρομή στην τεράστια καριέρα του αναφέροντας μερικές από τις κορυφαίες στιγμές της: το αντιπολεμικό αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Σταυροί στο μέτωπο», τον ρόλο του αδίστακτου ρεπόρτερ στο «Μεγάλο ατού» του Γουάιλντερ και φυσικά την ταινία «Ασύλληπτος επαναστάτης», γνωστή με τον ξένο τίτλο της «Lonely are the brave». Εκεί ο Ντάγκλας κορυφώνεται ενώ υποδύεται έναν καουμπόη εκτός εποχής που καταδιώκεται από τον νόμο. Το σενάριο ασχολείται με τις αρετές της ελευθερίας και της ατομικότητας και δεν είναι τυχαίο που το υπογράφει ο Ντάλτον Τράμπο. Γιατί αν ήταν ένα πράγμα για το οποίο ο Ντάγκλας είπε ότι ένιωθε πραγματικά υπερήφανος στη ζωή του ήταν που το 1960 «έβαλα το όνομα του Ντάλτον Τράμπο ξανά στην οθόνη». Ο θρυλικός αριστερός σεναριογράφος, ο ένας από τους «Δέκα ανεπιθύμητους του Χόλιγουντ» στην περίοδο του Μακαρθισμού, είχε αναγκαστεί να γράφει με ψευδώνυμο, γεγονός που τον είχε οδηγήσει στην αποξένωση. Ο Ντάγκλας, που εκτός από ηθοποιός υπήρξε επίσης ένας ευφάνταστος, δημιουργικός παραγωγός, έβαλε το όνομα του Ντάλτον Τράμπο στα ζενερίκ της ταινίας «Σπάρτακος» που σκηνοθέτησε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ με παραγωγό τον ίδιο τον Ντάγκλας και σεναριογράφο τον Τράμπο. «Να είσαι καλά Κερκ που μου ξανάδωσες τ’ όνομά μου» του είχε πει ο Τράμπο. Ηταν το τέλος της βασιλείας της Μαύρης Λίστας.

Ο Κέρκ Ντάγκλας με τα δικά του λόγια

«Το μεγαλύτερο ψέμα το λέμε στον εαυτό μας»

-Αμστερνταμ Νέας Υόρκης. «Δεν θέλω να γυρίσω ποτέ εκεί πίσω. Οι αλογοκοπριές έπαιξαν πάντα σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, έφτασα στο κολέγιο κουβαλώντας τη βρώμα τους».

-Χόλιγουντ. «Οταν γίνεσαι σταρ, δεν αλλάζεις εσύ, όλοι οι άλλοι αλλάζουν».
«Εχω πει συχνά πως απέτυχα, γιατί δεν κατόρθωσα να επιτύχω εκείνο που είχα βάλει στο μυαλό μου. Ο στόχος της ζωής μου ήταν να γίνω σταρ στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης. Την πρώτη φορά που μου πρότεινε ο Χαλ Γoυάλις να πάω στο Χόλιγουντ, απέρριψα την πρόταση. «Χόλιγουντ; Τέτοια σκουπίδια; Μα εγώ είμαι ηθοποιός του Μπρόντγουεϊ»».

-Φιλοσοφία. «Το μεγαλύτερο ψέμα είναι αυτό που λέμε στον εαυτό μας στα παραποιημένα οράματα που έχουμε για αυτόν, επίτηδες, αγνοώντας ορισμένα στοιχεία του, υπογραμμίζοντας κάποια άλλα. Αυτό που μένει δεν είναι τα ψυχρά γεγονότα μιας ζωής αλλά πώς τα ερμηνεύουμε εμείς. Αυτό είναι ο πραγματικός εαυτός μας».

-Αυτοβιογραφία. «Μια μέρα σταμάτησα στον δρόμο για να πάρω έναν στρατιώτη που έκανε οτοστόπ. Οταν μπήκε ξαφνιάστηκε και μου είπε: «Ξέρεις ποιος είσαι;». Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Να γράψω μια αυτοβιογραφία για να βρω ποιος είμαι».

-Μάικλ Ντάγκλας. «Είμαι τόσο υπερήφανος για τον Μάικλ γιατί δεν ακολούθησε ποτέ τη συμβουλή μου. Ηθελα να γίνει γιατρός ή δικηγόρος και την πρώτη φορά που τον είδα σε μια παράσταση του είπα ότι ήταν άθλιος. Ομως πήγα και δεύτερη φορά να τον δω και του είπα «είσαι υπέροχος». Πιστεύω ότι είναι εξαιρετικός σε ό,τι κάνει».

-Ντόναλντ Τραμπ. «Θα επιθυμούσα να σβήσω ήρεμα τα κεριά των εκατοστών γενεθλίων μου, χωρίς να έχει εκλεγεί ένας πρόεδρος που θα «διαλέγει τους μετανάστες». Η προεκλογική ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ στην Αριζόνα, πριν από λίγες εβδομάδες, προκάλεσε ρίγη στη γυναίκα μου Αν, η οποία μεγάλωσε στη Γερμανία. Η ομιλία αυτή θα μπορούσε να είχε εκφωνηθεί το 1933…».