«Εσείς κ. Πρόεδρε, με ποιον είστε: Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;» ήταν η ιστορική φράση κατά τη συγκλονιστική αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Η αγόρευση του συνηγόρου των αιγύπτιων αλλιεργατών κυκλοφορεί πλέον σε δοκίμιο από τις εκδόσεις «Αντίποδες» με τίτλο «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους».
Η δίκη της Χρυσής Αυγής, που ξεκίνησε το 2015 και οδεύει προς το τέλος της, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων. Στη διάρκειά της αναδείχθηκε η εγκληματική δράση της οργάνωσης, από τις απαρχές της μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη, δικηγόρου πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών, αναδεικνύει τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης και τη στρατιωτική δομή της, περιγράφει τη δράση των ομάδων κρούσης και τις επιθέσεις κατά μεταναστών και πολιτικών αντιπάλων.
Η επιχειρηματολογία και η ρητορική της ένταση την καθιστούν ένα σημαντικό τεκμήριο της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας.
«Με ποιόν είστε; Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;»
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης έκανε δύο συγκλονιστικές αναφορές κατά το κλείσιμο της αγόρευσης του.
Η πρώτη αφορούσε τις δύο κοπέλες που βρέθηκαν το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα σε ένα παγκάκι τυχαία και κατέληξαν να είναι αυτόπτες μάρτυρες. «Δυο νέες κοπέλες που βρέθηκαν τυχαία σ’ ενα παγκάκι να λένε τα δικά τους και κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας, τουλάχιστον των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομα τους και θυμόσαστε ότι οι αστυνομικοί ότι έκαναν έκκληση, αλλά πολύ λίγοι το έκαναν, απο πολύ κόσμο που το είχε δει, γιατί το έγκλημα έγινε “σε δημόσια θέα”. Και κάνανε αυτό το βήμα και τους είμαστε ευγνώμονες γι΄αυτό».
Όπως εξήγησε, η μητέρα μιας από τις δύο νεαρές επικοινώνησε με την κόρη της η οποία της είπε ότι είναι σε ένα αστυνομικό όχημα, ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας και ότι πάει να καταθέσει. Τότε, η μητέρα της είπε: «κατέβα τώρα από το αυτοκίνητο όπου κι αν είσαι, πάρε ένα ταξί και γύρνα σπίτι σου». Και η αυτόπτης μάρτυρας, όπως ανέφερε ο Θ. Καμπαγιάννης της απάντησε: «αν ήταν κάτω πεσμένος ο αδελφός μου, θα έλεγες το ίδιο;». Και την αψήφησε. «Και πήγε και κατέθεσε. Τι φοβερό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Να έχεις κάνει ένα παιδί, ένα κορίτσι, να μεγαλώνει, να γίνεται μια νέα κοπέλα, να ενηλικιώνεται, να έρχεται η ώρα να απογαλακτιστεί, να σε αψηφήσει. Και να χτυπάει το τηλέφωνο μετά τα μεσάνυχτα, να ακούς το παιδί σου να σου λέει ότι χύθηκε αίμα, ότι εχει εμπλακεί σ αυτή την ιστορία και ότι πάει να καταθέσει. Και να σε αψηφάει έτσι. Σε μια τέτοια περίπτωση. Τι φόβο θα πρέπει να ένιωσε αυτή η μάνα εκείνο το βράδυ. Αλλά και τι καμάρι».
«Δεν ξέρουμε για σας κ. Πρόεδρε, αλλά για εμάς αυτές οι δυο νεαρές κοπέλες είναι ο λόγος που μπορούμε να κοιμόμαστε τα βράδια. Μέσα σε ένα ζοφερό τοπίο, για την κοινωνία, για τον κόσμο, αυτές οι δύο νεαρές κοπέλες εκτέλεσαν τα πολιτικά τους καθήκοντα, με την πραγματική έννοια του όρου “πολιτικά”. Γιατί εκείνη την άγρια νύχτα, δεν έδρασε μόνο ο κόσμος των λύκων, γιατί αγέλη λύκων ήταν αυτοί που χίμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα. Αλλά έδρασε, αναδύθηκε και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο ‘έναν άνθρωπο και δεν λέει “να ένας ξένος”, αλλά λέει “να ο αδελφός μου”. Γι’ αυτό το λόγο περισσότερο από κάθε άλλο μάρτυρα, στην περίπτωση αυτών των δύο νεαρών γυναικών, καλείστε όχι μόνο να κρίνετε την αξιοπιστία τους, αλλά καλείστε κυρίες και κύριοι δικαστές να τοποθετηθείτε: Κι εσείς κ. Πρόεδρε, με ποιόν είστε. Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;» είπε χαρακτηριστικά ο Θ. Καμπαγιάννης.