Τον Ιούλιο του 2017, στο θέρετρο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες πραγματοποιούσε τις τελικές συναντήσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια καταληκτική διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού. Υστερα από δεκαετίες συζητήσεων και αποτυχημένων προσπαθειών το Κυπριακό ήταν, στα χαρτιά, σχεδόν λυμένο. To πιο ακανθώδες κεφάλαιο που εκκρεμούσε ήταν αυτό των Εγγυήσεων και ο ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα Εσπεν Αϊντα επεξεργαζόταν διάφορες φόρμουλες κατάργησής τους.
Η Τουρκία, που ανέκαθεν αρνείτο να συζητήσει το θέμα των Εγγυήσεων, μπήκε σε αυτή τη διαδικασία επειδή το όφελος από μια συμφωνία στο Κυπριακό ήταν τη δοσμένη στιγμή μεγαλύτερο από το κόστος της μη λύσης. Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε ότι η Τουρκία θα αποφάσιζε ένα πρωί να αποσύρει τον στρατό της από την Κύπρο, αλλά θα το διαπραγματευόταν για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της. Αυτό όφειλε να επιδιώξει και η ελληνοκυπριακή πλευρά, και το τι θα κέρδιζε εξαρτάτο από τη διαπραγματευτική της ικανότητα. Δεδομένου ότι ο αντίπαλος είναι πολιτικά ισχυρότερος, θα έπρεπε να αναζητήσει συνέργειες με ισχυρότερους παίκτες οι οποίοι είχαν και οι ίδιοι συμφέρον από τη λύση. Οπως συνήθως, η ελληνοκυπριακή ηγεσία ενήργησε αυτοκαταστροφικά δεχόμενη επιρροές από δυνάμεις που είχαν συμφέρον από τη μη λύση, όπως η Ρωσία, και στην ουσία αρνήθηκε τη διαπραγμάτευση.
Ο Αναστασιάδης πήγε στο Κραν Μοντανά με δισταγμό και με το βλέμμα στην επανεκλογή του. Την παραμονή της αναχώρησής του, αντί να συσκεφθεί με ομάδα συμβούλων και να καθορίσει διαπραγματευτική στρατηγική, συγκάλεσε στο Προεδρικό σύσκεψη για προγραμματισμό της προεκλογικής εκστρατείας, οκτώ ολόκληρους μήνες πριν από τις εκλογές. Για τη μετάβασή του στην Ελβετία δανείστηκε ένα Boeing από έναν σαουδάραβα «φίλο» του και το γέμισε πολιτικούς και δικηγόρους που ειδικεύονται στην αναζήτηση «παγίδων» στα νομικά κείμενα του Κυπριακού.
Οταν στο Κραν Μοντανά έγινε αντιληπτό ότι η Τουρκία θα έκανε κίνηση στο ζήτημα των εγγυήσεων, ο Αναστασιάδης αντί να βάλει τα αιτήματά του συναντήθηκε μυστικά με τον Τσαβούσογλου και του πρότεινε τη λύση δύο κρατών στην Κύπρο, για να κυβερνήσει για άλλα πέντε χρόνια τον Νότο. (Βλ.: «Θα γίνει πόλεμος για την ΑΟΖ; Μπορεί…», «Πολίτης», 26.1.2020.)
Στις 6 Ιουλίου 2017, στις 4.30 το απόγευμα, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, ο οποίος τού παρουσίασε σε ένα non-paper τη θέση της χώρας του για τις εγγυήσεις. Ο Τσαβούσογλου ενημέρωσε προφορικά τον Γκουτέρες ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης, εάν υπήρχε ένας συμφωνημένος μηχανισμός για την εφαρμογή της λύσης. Πέραν της Συνθήκης Εγγυήσεως, την οποία ενεργοποίησε η Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο το 1974, υπάρχει και η Συνθήκη Συμμαχίας, δυνάμει της οποίας εγκαταστάθηκαν το 1960 στο νησί στρατιωτικά αποσπάσματα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η θέση της Τουρκίας στο Κραν Μοντανά, όπως την κατανόησε ο ΓΓ, ήταν πως δεν θα αποδεχόταν ταυτόχρονη κατάργηση των Εγγυήσεων και την ολική αποχώρηση των στρατευμάτων («μηδέν Εγγυήσεις και μηδέν στρατός δεν αποτελούσε σημείο εκκίνησης»). Ωστόσο, θα συζητούσε το ζήτημα των στρατευμάτων και μια πιθανή ρήτρα ολικής αποχώρησης, σε μια νέα διάσκεψη με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η θέση της Τουρκίας ήταν πως η κατάργηση των Εγγυήσεων θα γινόταν αποδεκτή ως μέρος ενός συνολικού πακέτου και όχι αποσπασματικά. Αυτό που ήθελαν να πάρουν ως αντάλλαγμα η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι ήταν η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων. Ο Γκουτέρες είχε ήδη υποβάλει στα μέρη γεφυρωτικές προτάσεις για όλα τα ανοιχτά ζητήματα που κωδικοποιήθηκαν ως «πλαίσιο Γκουτέρες». Και οι δύο πλευρές διαβεβαιώνουν μέχρι και σήμερα ότι το αποδέχονται. Συνεπώς, τα εκκρεμούντα ζητήματα δεν ήταν ανεπίλυτα. Βασικά, εκείνο που εκκρεμούσε για να ανακοινωθεί η λύση του Κυπριακού ήταν μια φόρμουλα για τις Εγγυήσεις. Ο ΓΓ ετοίμασε ένα σχέδιο μηχανισμού εφαρμογής της λύσης που θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη Εγγυήσεως. Θα ήταν ένα όργανο υπό την ευθύνη των Ηνωμένων Εθνών και θα αναφερόταν στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Μετά τον Τσαβούσογλου, ο ΓΓ συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Ν. Κοτζιά, ο οποίος είχε θέσει το ζήτημα της κατάργησης των Εγγυήσεων ψηλά στις προτεραιότητές του. Ο Γκουτέρες είπε στον Κοτζιά ότι η στρατηγική του ήταν να είναι ο Αναστασιάδης συγκαταβατικός στα εσωτερικά θέματα για να υπάρξει κίνηση της Τουρκίας στο θέμα των Εγγυήσεων. Η Τουρκία, του είπε, δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί αμέσως αποχώρηση όλων των στρατευμάτων, αλλά δεν το απέκλειε. Γι’ αυτό ήταν απαραίτητο να κλείσουν όλα τα ζητήματα (όπως τα περιγράφει στο «πλαίσιο Γκουτέρες») και το θέμα της αποχώρησης των στρατευμάτων θα παραπεμπόταν σε νέα συνάντηση με τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας, τονίζοντας ότι υπήρχε ευκαιρία να καταργηθούν οι Εγγυήσεις.
Ο Κοτζιάς απάντησε στον Γκουτέρες πως αν καταργούνταν οι Εγγυήσεις ο έλληνας πρωθυπουργός θα ήταν ανοιχτός σε μια τέτοια συνάντηση. Παρατήρησε δε πως τα στρατεύματα που θα παρέμεναν για το επόμενο στάδιο θα έπρεπε να ήταν εντός του πλαισίου της Συνθήκης Συμμαχίας, δηλαδή 650 στρατιώτες. Ο Γκουτέρες τού απάντησε ότι το πάρε-δώσε θα εξαρτάτο από τη στάση του Αναστασιάδη.
Βγαίνοντας από τη συνάντηση, ο Κοτζιάς πήγε αμέσως και συνάντησε τον στενότερο συνεργάτη του Αναστασιάδη, Νίκο Χριστοδουλίδη, και του είπε ότι η δική του αποστολή ολοκληρώθηκε με επιτυχία και ότι θα ενημέρωνε τον Πρωθυπουργό. Ο Χριστοδουλίδης, ο οποίος ήταν ο διαχειριστής της στρατηγικής του Αναστασιάδη να οδηγήσει τη διάσκεψη σε ναυάγιο, τον προέτρεψε να μη βιαστεί να δεσμεύσει τον Πρωθυπουργό και να περιμένει να ξυπνήσει ο Πρόεδρος για να συνομιλήσει πρώτα μαζί του.
Ο Γκουτέρες θα συναντούσε τον Αναστασιάδη τελευταίο, διότι όλο το πρόγραμμα της διάσκεψης προσαρμόστηκε στη συνήθειά του να κοιμάται το απόγευμα. Ετσι κι αλλιώς είναι κοινό μυστικό στον διπλωματικό κόσμο ότι ο Αναστασιάδης αρχίζει να «χαλαρώνει» από τις 10-11 το πρωί και μετά τη 1.00 δεν μπορεί να λειτουργήσει πλήρως.
Στη συνάντηση Γκουτέρες – Αναστασιάδη, ο γενικός γραμματέας τον ενημέρωσε ότι υπήρχε δυνατότητα κατάργησης των Εγγυήσεων. Οπως ομολόγησε αργότερα ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ο οποίος ήταν παρών, μόλις τον άκουσε ο Αναστασιάδης «έπαθε πανικό» και αντέδρασε σπασμωδικά λέγοντας ότι δεν πίστευε πως η Τουρκία θα αποδεχόταν κατάργηση των Εγγυήσεων. Απέρριψε τον μηχανισμό εφαρμογής της λύσης που θα αντικαθιστούσε τις Εγγυήσεις και κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα είπε πως δεν θα αποδεχόταν καμιά συμφωνία που δεν θα περιελάμβανε απόσυρση όλων των στρατευμάτων. Οταν ο γενικός γραμματέας τού υπέδειξε ότι έπρεπε να «καπαρώσει» την κατάργηση των Εγγυήσεων και το θέμα των στρατευμάτων θα μπορούσε να λυθεί σε επίπεδο πρωθυπουργών, απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δουλειά των πρωθυπουργών, διότι δεν αφορούσε τις χώρες τους. Στην ουσία αφορούσε και τις χώρες τους, διότι ήταν μέρη της Συνθήκης Συμμαχίας. Αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον γενικό γραμματέα, ο Αναστασιάδης συνάντησε τον Κοτζιά και τον αποθάρρυνε από το να δώσει τη συγκατάθεσή του ο Πρωθυπουργός να μεταβεί στο Κραν Μοντανά. Μετά, πήγε στο δείπνο που συγκάλεσε ο γενικός γραμματέας ως μια ύστατη προσπάθεια να σώσει τη διαδικασία, αλλά δεν διέσωσε το ναυάγιο.
Το δίδαγμα αυτής της διαχείρισης είναι ότι την Ιστορία την γράφουν οι ηγέτες που έχουν θάρρος, όραμα και διορατικότητα να δουν και να κεφαλαιοποιήσουν τις ευκαιρίες. Ναυάγια υπήρξαν πολλά στο Κυπριακό, αλλά τούτη η φορά είναι διαφορετική. Το στάτους κβο επιβίωσε για πολλές δεκαετίες επειδή λίγο-πολύ βόλευε όλες τις πλευρές. Αυτή η ισορροπία ανατράπηκε από τη στιγμή που η Τουρκία κατανόησε ότι τα συμφέροντα της επιβάλλουν τη διευθέτηση αυτής της εκκρεμότητας. Στο Κραν Μοντανά η συγκυρία ήταν υπέρ του Αναστασιάδη, ο οποίος θα μπορούσε να εξασφαλίσει την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο. Σήμερα διαχειρίζεται την παραμονή του. Η Τουρκία προσπαθεί πλέον να εκβιάσει τις εξελίξεις και επικαλείται τη Συνθήκη Εγγυήσεως – που διασώθηκε – για να διεκδικεί εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων τη μισή ΑΟΖ στον Νότο. Ο Βορράς τούς προσφέρθηκε αμαχητί και θεωρείται χαμένος, ενώ το διακύβευμα είναι πλέον για τον Νότο…
Ο κ. Μακάριος Δρουσιώτης είναι δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής