Όσο η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται σε μία ακατανόητη αντιπαράθεση σε σχέση με την αντίληψη και διαχείριση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων και των γεωπολιτικών εξελίξεων, μάλλον θα έπρεπε να αναδειχθεί ότι η συζήτηση κινδυνεύει να βρεθεί εκτός θέματος. Ενδεχομένως και εκτός τόπου και χρόνου.
Μιλούσε προ ημερών ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Πρωθυπουργού για τα ενδεχόμενα και τις πιθανότητες συνεκμετάλλευσης, βιαστικά και άνευ λόγου. Και όσο τα έλεγε αυτά, ο Ερντογάν συνέχιζε να εφαρμόζει την παρελκυστική του τακτική, περιγράφοντας με νέους τρόπους και όρους το γκριζάρισμα στο Αιγαίο – κάτι στο οποίο η ελληνική πολιτική τάξη έχει ασύνειδα παρασυρθεί, σε μία ιδιότυπη δημόσια διπλωματία, δίχως ορατή διέξοδο ή πάντως ευνοϊκή έκβαση.
Ένα στοιχείο το οποίο δεν έχει αξιολογηθεί όπως θα έπρεπε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ορισμό και την περιγραφή των εθνικών στόχων και της εθνικής στρατηγικής, είναι για τι ακριβώς μιλάμε και σε ποιο σημείο βρισκόμαστε.
Υπογράφονται συμφωνίες για αγωγούς, εκδηλώνεται μία προσπάθεια χάραξης πολιτικής έναντι της Τουρκίας, μιλούμε για ανακηρύξεις ΑΟΖ, για θαλάσσια οικόπεδα και τις προοπτικές της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου – απροσδιόριστου προς το παρόν – αλλά όσο συμβαίνουν αυτά, δείχνουν οι περισσότεροι να αγνοούν κάτι πολύ σημαντικό και καθοριστικό: σε τι χρόνο συμβαίνουν αυτά και τι εξελίξεις έχουν ήδη δρομολογηθεί στο εγγύς μέλλον.
Με λίγα λόγια, υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται παγκοσμίως με γνώμονα την κλιματική αλλαγή, η συζήτηση αυτή, η διαμάχη και το πρίσμα υπό το οποίο ερμηνεύονται τα όσα συμβαίνουν στα ελληνοτουρκικά και όχι μόνο, γίνονται ερήμην των στρατηγικών ενεργειακών αποφάσεων για τις προσεχείς δεκαετίες.
«Το μεγάλο ερώτημα που μας απασχολεί τώρα με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τις τελευταίες εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι αν επανεξετάζοντας αναδρομικά τις μεγάλες επιλογές και τις μεγάλες αδράνειες της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας των τελευταίων 46 ετών, από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, από τη μεταπολίτευση, δηλαδή εξετάζοντας μία μακρά περίοδο μισού αιώνα, ο παράγοντας που λέγεται χρόνος έχει λειτουργήσει θετικά ή αρνητικά για αυτό που λέγεται εθνικό συμφέρον και άρα για αυτό που λέγεται εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας», επισήμανε σχετικώς ο Ευ. Βενιζέλος, στην πρόσφατη ημερίδα του Κύκλου Ιδεών με θέμα «Κλιματική αλλαγή: Επείγουσα παράμετρος του νέου μοντέλου ανάπτυξης».
Όπως προσέθεσε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης: «Εάν πράγματι κρίσιμο στοιχείο της κατάστασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι ο ορυκτός πλούτος της περιοχής, ο πλούτος σε ορυκτά καύσιμα, αντιλαμβάνεστε πόσο διαφορετική ήταν η συζήτηση πριν από 50 χρόνια και πόσο διαφορετική είναι η συζήτηση τώρα, τώρα είμαστε ένα βήμα πριν την απαγόρευση σε παγκόσμια κλίμακα της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Εάν η χώρα ακολουθήσει την ίδια σχέση με τον χρόνο, μπορεί να διαπιστώσουμε σε 10 ή σε 20 χρόνια ότι έχει εκλείψει το οικονομικό αντικείμενο της περιοχής, από πλευράς τουλάχιστον ορυκτών καυσίμων, μπορεί να διατηρηθεί το ενδιαφέρον για τη αλιεία, ως προς τα ωστικά κύματα της θάλασσας , το ενδιαφέρον ως προς τα τεχνητά νησιά τα οποία μπορεί να στεγάζουν εγκαταστάσεις παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, φωτοβολταϊκά ή αιολικά πάρκα, αλλά πάντως δεν θα έχει νόημα να μιλάμε για πετρέλαιο, μετά από μερικές δεκαετίες ακόμα και για το μεταβατικό καύσιμο του φυσικού αερίου».
Κατά τον κ. Βενιζέλο, υπό αυτούς τους όρους ο χρονικός ορίζοντας στενεύει και αυτό επηρεάζει τη μελέτη σκοπιμότητας και τα κριτήρια της βιωσιμότητας πολλών μεγάλων σχεδίων. «Και συνεπώς, η σχέση μας με το γεωλογικό χρόνο μετατρέπεται σε άλλη αντίληψη για τη σχέση μας με τον πολιτικό χρόνο και αυτό αφορά και την Κύπρο, αφορά όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, αφορά όλες τις χώρες του κόσμου», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην υπουργός Εξωτερικών.
Με αυτήν την έννοια, θα πρέπει όλοι να αντιληφθούν το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται η πολιτική συζήτηση και ο παράδοξος «διάλογος» με τον Ερντογάν.
Ο κίνδυνος από μία τέτοια διαδικασία είναι τεράστιος. Δεν είναι διόλου απίθανο το ενδεχόμενο, να υπάρξουν, να διαμορφωθούν ή να επιβληθούν (έστω «εκ των συνθηκών»), εξελίξεις με τίμημα και κόστος πολύ μεγαλύτερο από ένα όφελος, το οποίο προκύπτει είτε από υπεραισιόδοξες είτε από αβάσιμες προσδοκίες – σε πολλά επίπεδα.
Οι υπεύθυνοι για την χάραξη εθνικής στρατηγικής και πολιτικής, οφείλουν να κινηθούν με ταχύτητα και να λάβουν υπόψη τους αυτές τις παραμέτρους. Μπορεί όλα αυτά να επείγουν, αλλά οι αποφάσεις για όλα θα πρέπει να ληφθούν βάσει κάποιας ρεαλιστικής προσέγγισης και όχι κάποιων νεφελωδών αντιλήψεων.