Οι πρώτες παραστάσεις όπερας στην ελεύθερη Ελλάδα δόθηκαν επί Οθωνος. Με τους Αθηναίους να συνωστίζονται σε θέατρα-παραπήγματα, προχειροκτισμένα και επικίνδυνα, για να ακούσουν τον «εύστοχον και κωμικώτατον «Κουρέα της Σιβιλλίας», «τη «Νόρμα» του περίδοξου Βελίνη» και τη «»Λουκία του Λαμερμούρ», το θελκτικόν τούτο του Δονιζέτη μουσούργημα». Για να αποθεώσουν τις εξ Ιταλίας εισαγόμενες πριμαντόνες δωρίζοντάς τους καθένας ό,τι μπορούσε – άλλος άνθη, άλλος κοσμήματα, άλλος οικόσιτα ζώα, όπως κότες και γουρούνια. Για να τσακωθούν, ακόμη και να έρθουν στα χέρια, με εκείνους που αμφισβητούσαν το ταλέντο της αγαπημένης τους αοιδού υποστηρίζοντας με πάθος την αντίζηλό της. Είχαν ένταση, σασπένς και χρώμα πανηγυριώτικο οι πρώτες απόπειρες του μελοδράματος να κατακτήσει το νέο κοινό. Εναν μέχρι πρότινος σκλαβωμένο και απομονωμένο από την προοδευμένη Δύση λαό, που με την απελευθέρωσή του, αντικαθιστώντας τους αμανέδες και τα κλέφτικα τραγούδια με τις μουσικές του Ροσίνι, του Μπελίνι, του Ντονιτσέτι και του Βέρντι, άρχισε να νιώθει πιο Ευρωπαίος. Οι απαίδευτοι και αγράμματοι Ελληνες αγάπησαν αμέσως την όπερα, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Την αγάπησαν και έκαναν μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν πολλές προσπάθειες να αποκτήσουν τα δικά τους ωδεία, όπου θα μπορούσαν να τη διδάσκονται, και τα δικά τους θέατρα, όπου θα την απολάμβαναν. Προσπάθειες που τις περισσότερες φορές απέτυχαν λόγω έλλειψης εμπειρίας και χρημάτων. Πάντα όμως βρίσκονταν εκείνοι, οι τολμηροί οραματιστές και οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες (βλέπε Διονύσιος Λαυράγκας και Ελληνικό Μελόδραμα) που επέμεναν, και που δόθηκαν ολόψυχα στον αγώνα για τη δημιουργία εθνικού μελοδραματικού θιάσου. Οι κόποι και οι θυσίες τους έφεραν αποτέλεσμα όταν στις 5 Μαρτίου 1940 η Εθνική Λυρική Σκηνή, το μοναδικό μέχρι σήμερα ελληνικό λυρικό θέατρο, έδωσε την πρώτη παράστασή της με την οπερέτα του Γιόχαν Στράους «Η νυχτερίδα». Τώρα, 80 χρόνια μετά, η ΕΛΣ τιμά τη σημαντική επέτειο παρουσιάζοντας πάλι τη «Νυχτερίδα» σε σειρά παραστάσεων και σε μία τελευταία παράσταση-γκαλά στις 5 Μαρτίου, αλλά και κυκλοφορώντας την αφιερωµατική έκδοση «Εθνική Λυρική Σκηνή 1940 – 2020» στις σελίδες της οποίας παρουσιάζεται η ιστορία της. Με αφορμή την επέτειο, το BHMAgazino ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, δηλαδή σε αυτά τα γεμάτα μουσική ογδόντα έτη από τη γέννηση της ΕΛΣ μέχρι σήμερα, για να θυμηθεί, αξιοποιώντας και σπάνιο φωτογραφικό υλικό (από το νέο λεύκωμα), μερικές από τις εμβληματικές παραστάσεις της Λυρικής και μερικούς (είναι δυστυχώς αδύνατον να τους αναφέρουμε όλους, έναν-έναν, όπως θα τους έπρεπε) από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες που πάτησαν στη σκηνή της και μας χάρισαν το τραγούδι τους.
«Η νυχτερίδα», 5 Μαρτίου 1940
Η Λυρική Σκηνή δημιουργήθηκε ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, με τον τότε επικεφαλής της Διεύθυνσης Γραμμάτων και Τεχνών Κωστή Μπαστιά να σημειώνει σε άρθρο του: «Το Κράτος έκανε το καθήκον του. Στους Ελληνες Καλλιτέχνες για τους οποίους τώρα τόσοι δρόμοι ανοίγονται, εναπόκειται ν’ αποδείξουν ότι η τιμή αυτή τους άξιζε κι ότι την εντολή που η Πολιτεία τους εμπιστεύτηκε, είναι ικανοί να την κρατήσουνε ψηλά». Καλλιτέχνες σαν τη Ζωή Βλαχοπούλου (μαθήτριας της σπουδαίας Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο όπως και η Μαρία Κάλλας), η οποία ερμήνευσε την Αντέλε στην πρώτη «Νυχτερίδα» (από όπου και η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου με όλον τον θίασο επί σκηνής), απέδειξαν με την πορεία τους πως «η τιμή αυτή» τούς άξιζε με το παραπάνω. Και δεν ήταν η Βλαχοπούλου η μοναδική από τη διανομή που ξεχώρισε: Ως χορωδοί σε εκείνη την παράσταση συμμετείχαν η Γαλάτεια Αμαξοπούλου (επίσης μαθήτρια της Ντε Ιντάλγκο) και η Ανθή Ζαχαράτου, οι οποίες στη συνέχεια θα διέπρεπαν ως πρωταγωνίστριες της ΕΛΣ. Μία ακόμη λεπτομέρεια: Στο μπαλέτο συμμετείχε και ένας νέος χορευτής, ο Ιωάννης Βάμβας, ο οποίος δοξάστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν για τους στίχους του, ως Γιάννης Ρίτσος. Η Ζωή Βλαχοπούλου μετά την πρεμιέρα της «Νυχτερίδας» ερμήνευσε τον ρόλο της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στην πρώτη παράσταση όπερας της ΕΛΣ η οποία δόθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 4 Σεπτεμβρίου 1940.
«Ο πρωτομάστορας», 1943
Η παρουσίαση της όπερας του Μανώλη Καλοµοίρη «Ο πρωτοµάστορας» είναι και το πρώτο ανέβασµα από την ΕΛΣ έργου της Εθνικής Σχολής. Στην παραγωγή που διηύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας και σκηνοθέτησε ο Κωστής Μιχαηλίδης, τον ρόλο του τίτλου ερµήνευσε ο τενόρος Αντώνιος Δελένδας, της Σµαράγδας η Αννα Ρεµούνδου και του τραγουδιστή η Ναυσικά Βουτηρά-Γαλανού – στη φωτογραφία του Μεγαλοκονόµου οι δύο πρωταγωνίστριες µε µέλη της χορωδίας. Στο Ιντερµέδιο εµφανιζόταν µεταξύ άλλων η Μαρία Καλογεροπούλου (µετέπειτα Μαρία Κάλλας), η οποία είχε ήδη τραγουδήσει στην ΕΛΣ τον «Βοκκάκιο» του Σουπέ (1941) και την «Τόσκα» του Πουτσίνι (1942). «Ο πρωτοµάστορας» παίχτηκε ξανά το καλοκαίρι του 1944 στο Ηρώδειο και αυτή τη φορά τον ρόλο της Σµαράγδας µοιράστηκαν η Ρεµούνδου και η Κάλλας. Την ίδια χρονιά η ΕΛΣ παρουσίασε και τη «Ρέα» του Σπύρου Σαµαρά µε τη Μιρέιγ Φλερύ, σε µουσική διεύθυνση του Αντίοχου Ευαγγελάτου (πατέρα του σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου).
«Φιντέλιο», 1944
«Η μόνη φορά που συγκινήθηκα πάνω στη σκηνή μέχρι δακρύων ήταν η παράσταση του «Fidelio» στο υπαίθριο θέατρο του Ηρώδου του Αττικού το 1944 (…) όταν καθώς τραγουδούσα το «Ελα, ελπίδα, άστρο φωτεινό που λάμπεις μες στη φτωχή καρδιά μου» εμφανίστηκε μέσα από τα σύννεφα του ελληνικού ουρανού ο αποσπερίτης»: Αυτά έλεγε μεταξύ άλλων η Μαρία Κάλλας σε συνέντευξή της αναφερόμενη στην πρώτη παρουσίαση του αριστουργήματος του Μπετόβεν από την ΕΛΣ, με την ίδια στον ρόλο της Λεονόρα. Στη φωτογραφία του Λ. Ελευθεριάδη οι συντελεστές της παράστασης (από αριστερά προς δεξιά): Γιώργος Μουλάς, Ζωή Βλαχοπούλου, Ηans Hörner, Μαρία Κάλλας, Βαγγέλης Μαγκλιβέρας, Αντώνης Δελένδας, Θανάσης Τζενεράλης και (κάτω) Γιώργος Κοκκολιός.
«Βαφτιστικός», 1946
Στην πρώτη παρουσίαση της δημοφιλούς οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη από την ΕΛΣ συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι σταρ της ελληνικής οπερέτας υψίφωνοι Ανθή Ζαχαράτου και Λέλα Ζωγράφου, και ο κορυφαίος λυρικός τενόρος της εποχής Πέτρος Επιτροπάκης. Στη φωτογραφία του αρχείου της ΕΛΣ από παραγωγή του «Βαφτιστικού» που ανέβηκε την περίοδο 1950-1951, βλέπουμε τον Επιτροπάκη, τη Ζαχαράτου (με το σκούρο φόρεμα) και τη Γαλάτεια Αμαξοπούλου. Η Ζαχαράτου και ο Επιτροπάκης εμφανίζονταν και στην κινηματογραφική μεταφορά που έργου από τη Μαρία Πλυτά, το 1952.
«Ιπτάμενος Ολλανδός», 1952
Την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα έργου του Βάγκνερ από την ΕΛΣ διηύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας. Σκηνογράφος-ενδυµατολόγος του «Ιπτάµενου Ολλανδού» ήταν ο Γιώργος Βακαλόπουλος (Βακαλό). Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι Δηµήτρης Ευστρατίου, Πέτρος Χοϊδάς, Ναυσικά Βουτηρά-Γαλανού, Αντώνιος Δελένδας.
«Ορφέας και Ευρυδίκη», 1955
Σταρ της Μετροπόλιταν Οπερας της Νέας Υόρκης και του Χόλιγουντ, η αµερικανίδα µεσόφωνος Ρίζε Στίβενς θεωρείται µία από τις σηµαντικότερες ερµηνεύτριες του Ορφέα στην όπερα του Γκλουκ «Ορφέας και Ευρυδίκη». Η περιζήτητη ντίβα λάµπρυνε µε την παρουσία της το ελληνικό ανέβασµα του έργου στο πρώτο Φεστιβάλ Αθηνών. Η Αννα Τασσοπούλου ήταν η Ευρυδίκη. Την ίδια χρονιά άλλη αµερικανίδα ντίβα, η υψίφωνος Ελινορ Στίµπερ, ερµήνευσε την Ιλια στον «Ιδοµενέα» του Μότσαρτ στο Ηρώδειο, περιστοιχισµένη από τους Κωνσταντίνο Εγκολφόπουλο, Μαρία Κερεστετζή, Κώστα Πασχάλη. Ετερο ανέβασµα του «Ορφέα» του Γκλουκ, στο Ηρώδειο, το 1971 έφερε στη χώρα µας τη διεθνούς φήµης, ελληνικής καταγωγής µεσόφωνο Τατιάνα Τρογιάνος ως Ορφέα και την Αντιγόνη Σγούρδα (που έκανε επίσης σηµαντική καριέρα στο εξωτερικό) ως Ευρυδίκη. Η παραγωγή σηµαδεύτηκε από ένα τραγικό γεγονός: Στην παράσταση της 6ης Αυγούστου, ο Φάουστο Κλέβα, ενώ διηύθυνε την εισαγωγή, έπαθε καρδιακή προσβολή µπροστά στα µάτια του κοινού. Ο διάσηµος αρχιµουσικός πέθανε λίγο µετά στο νοσοκοµείο όπου είχε µεταφερθεί.
«Νόρμα», 1960 «Μήδεια», 1961
Πρόκειται για τις δύο σημαντικότερες παραγωγές στην εν Ελλάδι ιστορία της όπερας: Η Μαρία Κάλλας αποθεώθηκε στην Επίδαυρο το 1960 ως «Νόρμα» (πλαισιωμένη από τον τενόρο Μίρτο Πίκι και τη μεσόφωνο Κική Μορφωνιού) και την επόμενη χρονιά ως «Μήδεια» (στη φωτογραφία του Κ. Μαυρογένη με τον τενόρο Τζον Βίκερς) στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Και στις δύο παραστάσεις τη σκηνοθεσία είχε κάνει ο Αλέξης Μινωτής και τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Γιάννης Τσαρούχης. Η Κική Μορφωνιού που συμμετείχε και στις δύο παραγωγές, στη «Νόρμα» ως Ανταλτζίζα και στη «Μήδεια» ως Νέριδα, στα χρόνια που ακολούθησαν εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες πρωταγωνίστριες της ΕΛΣ τραγουδώντας τους μεγαλύτερους ρόλους για μεσόφωνο σε δεκάδες παραγωγές. Στη «Μήδεια» τη Γλαύκη ερμήνευσε η Σούλα Γλαντζή, άλλη σημαντική πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ.
«Ντον Κάρλο», 1966
Ξεκίνησε να τραγουδάει στη χορωδία της Αγίας Τριάδας στον Πειραιά όπου γεννήθηκε. Από το 1943 εργαζόταν ως χορωδός της ΕΛΣ. Το 1953 ο βαθύφωνος Νίκος Ζαχαρίου πήγε για σπουδές στη Σχολή της Σκάλας του Μιλάνου, για να προσληφθεί αμέσως ως μονωδός και να ξεκινήσει μια αξιοσημείωτη διεθνή καριέρα που διήρκεσε πολλά χρόνια. Το 1966 επέστρεψε στην πατρίδα για να ερμηνεύει τον Βασιλιά Φίλιππο στον «Ντον Κάρλο» του Βέρντι σε παράσταση που σκηνοθέτησε η Μαργκαρίτα Βάλμαν και διηύθυνε ο Ανδρέας Παρίδης. Στη φωτογραφία των Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ δίπλα στον Ζαχαρίου βλέπουμε τη διακεκριμένη σέρβα υψίφωνο Ραντμίλα Μπακόσεβιτς ως Ελισάβετ των Βαλουά.
«Νόρμα», 1968
Την αποκαλούσαν «η νέα Κάλλας», όμως η Ελενα Σουλιώτη ήταν μια τραγουδίστρια με τις δικές της ποιότητες και με τη δική της αξία. Μια πριμαντόνα με σπάνιο μουσικό και δραματικό ταλέντο, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς ακούγοντας τις ηχογραφήσεις που άφησε πίσω της, ανάμεσά τους τον «Ναμπούκο» με τον Τίτο Γκόμπι, την «Καβαλερία Ρουστικάνα» με τον Μάριο Ντελ Μόνακο, την «Αννα Μπολένα» και τη «Νόρμα». Η 25χρονη(!) το 1968 Σουλιώτη ήταν η «Νόρμα» της Λυρικής στο Ηρώδειο, έχοντας στο πλευρό της τον Ζαχαρίου (ο οποίος στη φωτογραφία των Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ διακρίνεται πίσω από την πρωταγωνίστρια) και τη Μορφωνιού.
«Ριγκολέτο», 1973 κ.ά.
Είναι μία από τις όπερες που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό. Ο Δημήτρης Πλατανιάς (εδώ φωτογραφημένος με τον Δημήτρη Κασιούμη από τον Στέφανο Κυριακόπουλο), ο Βασίλης Γιαννουλάκος, ο Τζον Μοδινός και βεβαίως ο Ανδρέας Κουλουμπής ερμήνευσαν με επιτυχία τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Ριγκολέτο» του Βέρντι, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και παραγωγές. Η Αγγέλα Λαλαούνη, η Μαρία Κορομάντζου και αργότερα η Μαρία Μητσοπούλου και η Βασιλική Καραγιάννη μάς χάρισαν αξιομνημόνευτες ερμηνείες στον ρόλο της Τζίλντα. Η Γιολάντα Ντι Τάσσο, πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ για περίπου τρεις δεκαετίες με σημαντικές εμφανίσεις, άφησε το στίγμα της στον μικρό ρόλο της Μανταλένα. Αξέχαστη στο κοινό της Λυρικής έχει μείνει όμως και η συνάντηση του διεθνούς Κώστα Πασχάλη με την πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ Φώφη Σαραντοπούλου, το 1973: Με τους δύο τραγουδιστές να επιβεβαιώνουν στους ρόλους του καμπούρη γελωτοποιού και της κόρης του την υψηλή καλλιτεχνική κλάση τους. Κορυφαίοι μαέστροι της Λυρικής όπως ο Λεωνίδας Ζώρας, ο Βύρωνας Κολάσης και ο Λουκάς Καρυτινός (που διατέλεσε και καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ κατά το διάστημα 1999-2005) έχουν διευθύνει ξανά και ξανά τις παραστάσεις του αριστουργήματος του Βέρντι.
«Η Αριάδνη στη Νάξο», 1974
Αργησε η Λυρική να παρουσιάσει όπερα του Ρίχαρντ Στράους, όταν όμως το έκανε η επιτυχία ήταν μεγάλη. Η Αντιγόνη Σγούρδα θριάμβευσε στον ρόλο της Αριάδνης που εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα θρηνεί στις ακτές της Νάξου. Ετερος θρίαμβος της βραδιάς ήταν αυτός της Μαρίας Κορομάντζου στον δυσκολότατο ρόλο της Τσερμπινέτα. Στη χαρακτηριστική φωτογραφία από την παράσταση βλέπουμε στο κέντρο τη Σγούρδα ως Αριάδνη και τις Φώφη Σαραντοπούλου ως Ναϊάδα (κάτω δεξιά), Ιλεάνα Κωνσταντίνου ως Ηχώ (όρθια) και Βάσω Φραγκουλάκη ως Δρυάδα (κάτω αριστερά).
«Ο πρόξενος», 1975 «Μαρία Γκολοβίν», 1984
Πρώτη ελληνική παρουσίαση µίας σηµαντικής σύγχρονης όπερας σε σκηνοθεσία του ίδιου του συνθέτη της, του Τζιαν Κάρλο Μενότι. Η Ηρώ Πάλλη, ο Ανδρέας Κουλουµπής, η Λέλα Στάµος, η Καίτη Αποστολάκη, ο Δηµήτρης Καβράκος, η Τάνια Τσαχουρίδου και ο Μιχάλης Χελιώτης έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους στον «Πρόξενο». Επειτα από µερικά χρόνια, το 1984, ο Μενότι επέστρεψε για να σκηνοθετήσει µια άλλη, λιγότερο γνωστή όπερά του, τη «Μαρία Γκολοβίν» µε πρωταγωνίστρια τη λαµπερή Μαρίνα Κρίλοβιτς σε έναν ρόλο διαφορετικό από εκείνους σε έργα Βέρντι και Πουτσίνι στους οποίους την είχε αγαπήσει το ελληνικό κοινό.
«Μαντάμα Μπατερφλάι», 1976
Για όσους είχαν την τύχη να τη δουν στη σκηνή, η «Μαντάμα Μπατερφλάι» της Ζαννέτ Πηλού παραμένει μια από τις πιο όμορφες καλλιτεχνικές εμπειρίες της ζωής τους. Η διεθνούς φήμης υψίφωνος ερμήνευσε τον ρόλο και στη Λυρική Σκηνή (φωτογραφία Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ) σε παραγωγή που είχε σκηνοθετήσει ο Τζον Κόπλεϊ. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραφε ο Σπύρος Βασιλείου. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Δημήτρης Χωραφάς που υπήρξε και διευθυντής της ΕΛΣ από το 1974 έως το 1980. Ο Δημήτρης Στεφάνου και ο Θάνος Πετράκης ερμηνεύσαν εναλλάξ τον ρόλο του Πίνκερτον. H Μαρίνα Κρίλοβιτς, η Βαρβάρα Γκαβάκου και η Ιουλία Τρούσσα είναι τρεις ακόμη διακεκριμένες ερμηνεύτριες της «Μπατερφλάι». Η Πηλού συνεργάστηκε και άλλες φορές με τη Λυρική στην «Τουραντότ» (Λιου), στον «Ντον Τζιοβάνι» (Ντόνα Ελβίρα), στον «Φάουστ» (Μαργαρίτα, σε παραγωγή του 1979, με Μεφιστοφελή τον Γιώργο Παππά και τον Φραγκίσκο Βουτσίνο) κ.λπ.
Το Μπαλέτο της ΕΛΣ
Αναπόσπαστο «συστατικό» της μοναδικής Οπερας της Ελλάδας, το Μπαλέτο της ΕΛΣ έχει μακρά ιστορία και σημαντική προσφορά: Ιδρύθηκε το 1939 ταυτόχρονα με τον λυρικό θίασο του Βασιλικού Θεάτρου. Πρώτος διευθυντής του διετέλεσε ο διακεκριμένος τσέχος χορογράφος Σάσα Μάχοφ. Μετά την αυτονόμηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το 1944, ξεκίνησε να παρουσιάζει ολοκληρωμένα μπαλέτα. Από τη δεκαετία του 1980 άρχισαν να προστίθενται στο ρεπερτόριό του τα μεγάλα ρομαντικά μπαλέτα. Το 1994 τη διεύθυνσή του ανέλαβε ο χορογράφος Λεωνίδας ντε Πιαν, τον οποίο διαδέχθηκε το 1999 η Αννα Πέτροβα. Το 2006 διευθύντρια του µπαλέτου έγινε η Καναδή Λιν Σίµουρ. Ακολούθησαν ο ρώσος χορευτής και χορογράφος Ιρέκ Μουχαµέντοφ (από το 2007 έως το 2010) και η Χριστιάνα Στεφάνου (διευθύντρια για επτά µήνες κατά τη σεζόν 2010-11). Το φθινόπωρο του 2011 καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ ανέλαβε ο Ιταλός Ρενάτο Τζανέλλα, τον οποίο διαδέχθηκαν το 2017 ο Αντώνης Φωνιαδάκης και την επόµενη χρονιά ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Στη φωτογραφία Ηνωµένων Φωτορεπόρτερ βλέπουμε στιγμιότυπο από «Το καταραμένο φίδι» του Μάνου Χατζιδάκι που παρουσιάστηκε σε Βραδιά Μπαλέτου το 1977 μαζί με τα έργα «Αντίχθων» του Ιάννη Ξενάκη και «Καπετάν Ανδρέας Ζέππος» του Μίκη Θεοδωράκη.
«Μαχαγκόνι», 1977
Αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής από το 1975 έως το 1977 ο Μάνος Χατζιδάκις, ανανέωσε με τη φρεσκάδα των ιδεών του το πρόγραμμα του οργανισμού με παραγωγές όπως το «Μαχαγκόνι». Το ανέβασμα της όπερας-μιούζικαλ των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ (από όπου και η φωτογραφία των Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ) διηύθυνε ο ίδιος. Τη σκηνοθεσία έκανε ο Μίνως Βολανάκης, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονταν οι Βάσω Παπαντωνίου, Κική Μορφωνιού, Ζάχος Τερζάκης, Δημήτρης Καβράκος, Ανδρέας Κουλουμπής, Μιχάλης Χελιώτης, Θέμις Σερμιέ κ.ά.
«Λουτσία Ντι Λαμερμούρ», 1981
Ο Μιχαήλ Πολατόφ σκηνοθέτησε μία «Λουτσία Ντι Λαμερμούρ» που προκάλεσε αίσθηση, ενώ η νεοαφιχθείσα στη Λυρική Τζένη Δριβάλα (φωτογραφημένη από τους Ηνωμένους Φωτορεπόρτερ στη «σκηνή της τρέλας») και η έμπειρη Φώφη Σαραντοπούλου μοιράστηκαν με μεγάλη επιτυχία τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Ιούλιος Καίσαρας», 1985
Και το µπαρόκ του Χέντελ άργησε πολύ να φτάσει στη Λυρική. Η πρώτη όµως φορά, µε την οποία γιορτάστηκαν τα 300 χρόνια από τη γέννηση του Χέντελ, είχε την υπογραφή του Ντίνου Γιαννόπουλου που σκηνοθέτησε έναν πολύ κοµψό «Ιούλιο Καίσαρα». Ο Γιώργος Παππάς ήταν ο Καίσαρας, η Δέσποινα Καλαφάτη η Κλεοπάτρα, ενώ η Κική Μορφωνιού, η Λέλα Στάµος και ο Σώτος Παπούλκας συµπλήρωναν την αξιόλογη διανοµή. Τα σκηνικά και τα κοστούµια έκανε ο Γιάννης Στεφανέλλης. Ο «Ξέρξης» µε τη Μαίρη Ελεν Νέζη (2001-2002) και η «Αλτσίνα» Μάτα Κατσούλη (2004-2005) στους οµώνυµους ρόλους υπήρξαν δύο ακόµη σηµαντικές παρουσιάσεις έργων του Χέντελ.
«Η μεγαλοψυχία του Τίτου», 1987
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος συνεργάστηκε με τη Λυρική επί 44 χρόνια σκηνοθετώντας δεκάδες παραγωγές, ενώ διετέλεσε γενικός διευθυντής της από το 1984 έως το 1987 και πρόεδρός της από το 1999 έως το 2006. Μία από τις ομορφότερες δουλειές του ήταν το πρώτο ελληνικό ανέβασμα της «Μεγαλοψυχίας του Τίτου» του Μότσαρτ (φωτογραφία, Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ). Η μεσόφωνος Δάφνη Ευαγγελάτου, αδελφή του σκηνοθέτη, ήταν ένας υποδειγματικός Σέξτος, η Βαρβάρα Τσαμπαλή είχε εντυπωσιάσει στον δύσκολο ρόλο της Βιτέλια, ενώ ο Σώτος Παπούλκας (κορυφαίος λυρικός τενόρος εκείνη τον εποχή μαζί με τον Παύλο Ράπτη) είχε για άλλη μία φορά χειροκροτηθεί για το ευγενικό τραγούδι του.
«Η Μποέμ», 1997
Η διάσημη ιταλίδα σκηνοθέτρια Λίνα Βερτμίλερ έστησε μία τρυφερή και συγκινητική «Μποέμ» (φωτογραφία, Στέφανος Κυριακόπουλος). Η Τζένη Δριβάλα και η Μάρθα Αράπη (που μαζί με τον σύζυγό της, τενόρο Γιώργο Ζερβάνο, πρωταγωνίστησαν σε πολλές σημαντικές παραγωγές της ΕΛΣ) μοιράστηκαν τον ρόλο της Μιμής. Ο Βαγγέλης Χατζησίμος ήταν ο Ροντόλφο, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος ο Μαρτσέλο. Σε επόμενες παραστάσεις-παραγωγές της «Μποέμ» τη Μιμή ερμήνευσαν μεταξύ άλλων η Ελενα Κελεσίδη, η Μάτα Κατσούλη και η Μυρτώ Παπαθανασίου.
«Η πολιορκία της Κορίνθου», 2002
Η εντυπωσιακή όπερα του Ροσίνι που αναφέρεται στην πολιορκία και κατάληψη της Κορίνθου από τους Τούρκους, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στον φυσικό χώρο εξέλιξης της υπόθεσής της. Για τις ανάγκες της παράστασης ένα λυόμενο θέατρο περίπου 3.000 θέσεων στήθηκε στην Αρχαία Κόρινθο. Η Λυρική συνεργάστηκε με τους διεθνείς σταρ Λουτσιάνα Σέρα, Ιλντάρ Αμπντρατζακόφ, Γκρέγκορι Κούντε και Ντανιέλα Μπαρτσελόνα. Μαζί τους και ο δικός μας διεθνής, βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος. Σκηνικά και κοστούμια Νίκος Πετρόπουλος. Στη φωτογραφία του Στέφανου Κυριακόπουλου η Παμίρα (Λουτσιάνα Σέρα) απωθεί τον ερωτευμένο Μωάμεθ Β’ (Ιλντάρ Αμπντρατζακόφ) υπό το βλέμμα του επίσης ερωτευμένου μαζί της Νεοκλή (Ντανιέλα Μπαρτσελόνα).
«Πίτερ Γκράιμς», 2005
Ο τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος ήταν ο «Πίτερ Γκράιμς» (φωτογραφία Στέφανος Κυριακόπουλος), ο ψαράς που η τοπική κοινωνία υποπτεύεται για την κακοποίηση και τελικά τον θάνατο των παραγιών του στην ελληνική πρεμιέρα της ομώνυμης όπερας του Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Η Αλθέα-Μαρία Παπούλια ερμήνευσε τη δασκάλα Ελεν Ορφορντ, ενώ το πρωταγωνιστικό τρίο συμπλήρωνε ο βαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης. Μουσική διεύθυνση Αλκης Μπαλτάς. Το 1985 η ΕΛΣ είχε ανεβάσει και τον «Αλμπερτ Χέρινγκ» του Μπρίτεν, σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη, με τους Μαρία Μουτσίου (μία ακόμη σημαντική πρωταγωνίστρια), Σώτο Παπούκλα, Λέλα Στάμος, Γιολάντα Ντι Τάσσο, Λίνα Τέντζερη, Μαρία Κορομάντζου κ.ά.
«Η φόνισσα», 2014
Ο Γιώργος Κουμεντάκης είχε πει: «Για να γράψω τη «Φόνισσα», πειραματίστηκα πάνω από επτά χρόνια σε πολλά επίπεδα γραφής. Στον τρόπο μελοποίησης της ελληνικής γλώσσας, στην ψυχοακουστική απόδοση των ήχων, στη χρήση των ισοκρατημάτων, στην ανασύνθεση μουσικών θεμάτων και δομών της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, μα πάνω απ’ όλα στον σιωπηλό τρόπο που δεν χειραγωγεί, αλλά μας αφήνει ελεύθερους να αμφιβάλλουμε για τα ήδη κεκτημένα». Το αποτέλεσµα ήταν θριαµβευτικό και για τον συνθέτη (που έπειτα από περίπου τρία χρόνια θα γινόταν ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ) αλλά και για τις πρωταγωνίστριές του, την Ειρήνη Τσιρακίδου και την Τζούλια Σουγλάκου (στη φωτογραφία του Β. Μακρή περιστοιχισμένη από τη χορωδία) που ερμήνευσαν στις δύο διανομές τον ρόλο της Φραγκογιαννούς. Η παράσταση επαναλήφθηκε το 2016.
«Ηλέκτρα», 2017
Ως Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους η Αγνή Μπάλτσα (φωτογραφία Στέφανος Κυριακόπουλος) δολοφονήθηκε από τον Ορέστη του Δημήτρη Τηλιακού. Και αποθεώθηκε, μαζί με τους άλλους τραγουδιστές, στην πρώτη συνεργασία της με την ΕΛΣ. Η «Ηλέκτρα», σε διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου, ήταν και η πρώτη παραγωγή της Λυρικής στο νέο σπίτι της, το Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ). Και η μουσική συνεχίζεται!