Εκκινούν τις προσεχείς ημέρες οι διαβουλεύσεις για τον καθορισμό των νέων κατώτατων αμοιβών, του νέου κατώτατου μισθού όπως έχει επικρατήσει, στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Η κυβέρνηση κατέρχεται στις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα δεσμευμένη από την εξαγγελία της για αυξήσεις διπλάσιες του ρυθμού ανάπτυξης από το 2020.
Στηρίζει δε αυτή τη δέσμευσή της στην επεξεργασία που έχει κάνει προεκλογικά και με γνώμονα την προστασία και διαφύλαξη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που έχει διαμορφωθεί στα πολλά χρόνια της κρίσης.
Αν υποτεθεί ότι θα επιτευχθεί ο εφετινός στόχος του προϋπολογισμού για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8%, η υπεσχημένη αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι της τάξεως του 5,6% για το 2020.
Πράγμα που σημαίνει ότι ο σημερινός κατώτατος μισθός θα αυξηθεί κατά περίπου 37 ευρώ τον μήνα και από 650 ευρώ θα ανέλθει στα 687 ευρώ.
Ποσό που προφανώς δεν μεταβάλλει ουσιαστικά το κόστος των επιχειρήσεων, παρά αντανακλά τις υποτιμητικές τάσεις που επικράτησαν στα χρόνια της μεγάλης κρίσης στην αμοιβή της εργασίας, αλλά και συνολικά στην αγορά εργασίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΟΤΕ. Η συλλογική διαπραγμάτευση που διεξήχθη και ολοκληρώθηκε ήδη μεταξύ της Διοίκησης και του συνδικάτου των εργαζομένων στον ΟΤΕ είχε ως βάση την παραπάνω υπόθεση και την κυβερνητική εξαγγελία.
Στην υπογραφείσα σύμβαση του ΟΤΕ για τους παλαιούς εργαζομένους, οι οποίοι είχαν προσληφθεί πριν από το 2015, συμφωνήθηκε αύξηση αμοιβών κατά 4,5% αναδρομικά από την 1.1.2020 και επιπλέον 3,5% από την 1.7.2021. Κατά τον ΟΤΕ, η συνολική βελτίωση των αμοιβών θα είναι της τάξεως του 8% έναντι συνολικών απωλειών 9,5% από το 2012 έως σήμερα.
Για τους νεότερους εργαζομένους του ΟΤΕ, οι οποίοι προσελήφθησαν μετά την 1.1.2015 και είναι οι χαμηλότερα αμειβόμενοι στον οργανισμό, προβλέφθηκαν αυξήσεις της τάξεως του 9% στο ίδιο διάστημα. Θα δοθούν δηλαδή αυξήσεις 5,5% από την 1.1.2020 και 3,5% από την 1.1.2021.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιβάρυνση της μισθοδοσίας του ΟΤΕ από τις παραπάνω αυξήσεις, όπως επισήμως ανακοινώθηκε, δεν θα ξεπεράσει τα 10 εκατ. ευρώ ετησίως. Και αυτό, όταν το 2018 ο ΟΤΕ είχε κύκλο εργασιών ύψους περίπου 3,8 δισ. ευρώ και εξασφάλισε καθαρά κέρδη υψηλότερα των 280 εκατ. ευρώ!
Η αναφορά στο κόστος των μισθολογικών αυξήσεων του ΟΤΕ φανερώνει ότι το βάρος που προκαλείται είναι ελεγχόμενο και μη ικανό να οδηγήσει σε αλλοιώσεις του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που έχει διαμορφώσει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας στα χρόνια της κρίσης.
Πράγμα που οφείλει να λάβει υπ’ όψιν της η κυβέρνηση και να επιδείξει σχετική γαλαντομία, αφού βεβαίως εκτιμήσει την όποια ανάσχεση της τάσης μείωσης της ανεργίας.Να δει κυρίως τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από αυξήσεις της τάξεως του 7% και 8% ετησίως, την επίδραση μιας τέτοιας επιλογής στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης και επίσης τη συμβολή που θα έχει στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Οι εργαζόμενοι όλα τα προηγούμενα χρόνια δέχθηκαν αγόγγυστα περικοπές, συμμετείχαν στην προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας και της χώρας, έδωσαν κάθε τους ικμάδα και επιπλέον υπερφορολογήθηκαν.
Λογικά επιβάλλεται να είναι πρώτοι που θα απολαύσουν βελτίωση της εισοδηματικής τους θέσης στις μέρες της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης.
Και ας μην ξεχνούμε ότι πολλά νοικοκυριά ακόμη βαρυγκομούν, ζουν σε συνθήκες περιστολής δαπανών, με δυσκολία τα βγάζουν πέρα, δεν μπορούν καν να ονειρευτούν ένα καλύτερο μέλλον.