«Για όσα δεν μπορείς να μιλάς, καλύτερα να σωπαίνεις». Δεν χρειάζεται να έχει μελετήσει κανείς Βιτγκενστάιν για να κατανοήσει την αυτονόητη αυτή αλήθεια, η οποία ωστόσο φαίνεται ότι δεν ισχύει για ορισμένα κυβερνητικά στελέχη.
Δεν δικαιολογείται διαφορετικά η συχνότητα της εμφάνισής τους αλλά και η εν γένει παρουσία τους στα μέσα ενημέρωσης. Η εικόνα που εμφανίζουν προκαλεί δικαιολογημένα την υποψία ότι οι παρεμβάσεις τους αποτελούν συχνά αυτοσκοπό και όχι μέσο για να συνεισφέρουν εποικοδομητικά στον δημόσιο διάλογο και στην ενημέρωση του πολίτη.
Αντιθέτως, μάλιστα, πολύ συχνά οι τοποθετήσεις τους, ασαφείς και ομιχλώδεις, επιτείνουν τη σύγχυση. Συσκοτίζουν αντί να διαφωτίζουν. Σπανίως απαντούν επί της ουσίας σε αυτά που τους ρωτούν ή, όταν απαντούν, τα επιχειρήματά τους δεν αντέχουν στη βάσανο του ορθού λόγου.
Ενίοτε κάποιοι δίνουν την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν σε βάθος τα θέματα και δεν είναι εξοικειωμένοι με το αντικείμενο το οποίο τους έχει ανατεθεί. Όταν τα ερωτήματα γίνονται πιεστικά και συγκεκριμένα, πετούν την μπάλα στην κερκίδα καταφεύγοντας σε γενικότητες, ταυτολογίες και βαρύγδουπες διακηρύξεις περί αρχών.
Αποφεύγουν να μιλήσουν για όσα πρέπει να μιλήσουν και μιλούν για πράγματα για τα οποία δεν θα έπρεπε να μιλούν.
Ο καλοπροαίρετος ακροατής – τηλεθεατής και ο αμήχανος συνομιλητής – δημοσιογράφος μένουν τελικά με περισσότερες απορίες από αυτές που αρχικώς είχαν. Επιπλέον, δημιουργούνται θέματα εκ του μη όντος προκαλώντας αχρείαστη φθορά στην κυβέρνηση. Η συνέχεια είναι γνωστή: Εξηγήσεις για τις παρεξηγήσεις με διευκρινιστικές δηλώσεις, διαρροές και διαψεύσεις.
Το φαινόμενο δεν είναι τωρινό, ούτε αφορά στελέχη μόνο της σημερινής κυβέρνησης. Έχει να κάνει γενικότερα με την ποιότητα του πολιτικού λόγου. Καλό θα είναι όμως ο Πρωθυπουργός να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις εκεί που πρέπει. Τα κυβερνητικά στελέχη θα ήταν προτιμότερο να παρεμβαίνουν με μέτρο και μόνο όταν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν, στην κατάλληλη χρονική στιγμή. Η μιντιακή υπερέκθεση μόνο πονοκεφάλους προκαλεί.