Είναι προφανές και έχει πολλές φορές επισημανθεί ότι η διαχείριση του Προσφυγικού/Μεταναστευτικού ζητήματος υπερβαίνει τις δυνάμεις της χώρας μας.
Το φαινόμενο βαίνει συνεχώς διογκούμενο με δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στους τοπικούς πληθυσμούς, όσο και στους ίδιους τους πρόσφυγες – μετανάστες οι οποίοι διαβιούν σε άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες.
Οι λύσεις που τίθενται κατά καιρούς στο τραπέζι, όσο ευφάνταστες και αν είναι – με πιο πρόσφατη την ιδέα περί πλωτού φράγματος (!) – αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό, όσο ο Τούρκος πρόεδρος εργαλειοποιεί το ζήτημα και εκβιάζει απροκάλυπτα.
O γερμανικός Τύπος φιλοξενεί σχεδόν καθημερινά δημοσιεύματα για τον κίνδυνο εκτροχιασμού της κατάστασης σε ελληνικά νησιά, ωστόσο η γερμανική ηγεσία κωφεύει υποκύπτοντας σε σκοπιμότητες που της υπαγορεύουν να μην διαταράξει τις σχέσεις της με τον Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί γερμανικοί δήμοι δηλώνουν πρόθυμοι να υποδεχθούν πρόσφυγες από τη χώρα μας, αλλά η επιθυμία τους προσκρούει στην αδράνεια της γερμανικής κυβέρνησης.
Όπως έχει αποκαλύψει το «Βήμα» (φ. 26/1/2020) εν όψει των σκληρών διαπραγματεύσεων που θα αρχίσουν εντός του επόμενου μήνα για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, η Αθήνα θα καταθέσει έγγραφο, βασικός άξονας του οποίου είναι η ισοβαρής αντιμετώπιση των αρχών της ευθύνης και της αλληλεγγύης.
Το ότι θα επιδιωχθεί η διεθνοποίηση ενός προβλήματος το οποίο ούτως ή άλλως είναι διεθνές αλλά αντιμετωπίζεται ως εσωτερικό είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση.
Δυστυχώς, όμως, για άλλη μία φορά η χώρα μας θα δώσει κρίσιμη μάχη χωρίς αρραγές εσωτερικό μέτωπο, όπως διεφάνη περίτρανα τη Δευτέρα από την εικόνα που εμφάνισε το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συνεχίζουν να ερίζουν για το ποιος φέρει τις μεγαλύτερες ευθύνες για τη διαχειριστική ανεπάρκεια, αντί να επιδιώκουν στοιχειώδη – έστω – συναίνεση στο μείζον αυτό εθνικό θέμα.