Η Ιζαμπέλ ντος Σάντος δεν πηγαίνει συχνά στην Ανγκόλα. Συγκεκριμένα, έχει να επισκεφθεί την πατρίδα της από το 2018, γιατί δεν είναι ένα ασφαλές μέρος. «Γίνονται ληστείες και πολλοί φόνοι. Υπάρχει πολλή εγκληματικότητα» δικαιολογούσε την απόφασή της σε δημοσιογράφους. Ποιος ο λόγος να ταξιδέψει σε αυτή τη χώρα της Νοτιοκεντρικής Αφρικής που μοιάζει ξεχασμένη από τον Θεό – κατατάσσεται 149η ανάμεσα σε 189 κράτη βάσει του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης για το 2019 – όταν μπορεί να βρεθεί στην ασφάλεια και στη χλιδή ενός από τα σπίτια της; Για παράδειγμα, σε μία από τις τρεις κατοικίες της σε φρουρούμενη κοινότητα στο Κένσινγκτον του Λονδίνου, στο πολυτελές διαμέρισμα στο κτίριο La Petite Afrique στο Μονακό, στο τεράστιο ρετιρέ στη Λισαβόνα όπου το πάρκινγκ είναι εξασφαλισμένο για επτά αυτοκίνητα, στην πληθωρική βίλα στο Αλγκάρβε της Πορτογαλίας ή στο μεγαλοπρεπές σπίτι στο Ντουμπάι, το οποίο σημειωτέον βρίσκεται πάνω σε ένα τεχνητό νησί σε σχήμα ιππόκαμπου.
Γιατί να επιστρέψει στην Ανγκόλα όταν μπορεί να πηγαίνει σε λαμπερά πάρτι στη Γαλλική Ριβιέρα και να συναγελάζεται με την Πάρις Χίλτον ή την τραγουδίστρια των Pussycat Dolls Νικόλ Σέρζινγκερ; Κι όμως, από τις 31 Δεκεμβρίου 2019 ούτε ο υπόλοιπος «αναπτυγμένος» κόσμος είναι πλέον τόσο ασφαλής για την Ιζαμπέλ ντος Σάντος. Με εντολή του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας έχουν δεσμευθεί όλα τα περιουσιακά της στοιχεία στην Ανγκόλα και διαμηνύεται ότι θα συμβεί το ίδιο και στην Πορτογαλία. Πλέον δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι «η πλουσιότερη γυναίκα της Αφρικής» ή «η πρώτη γυναίκα δισεκατομμυριούχος της ηπείρου» όπως έχει χαρακτηριστεί από έγκριτα μέσα όπως το «Forbes». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο αμύθητος πλούτος της, περίπου 2 δισ. δολάρια, είναι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κρατική περιουσία η οποία περιήλθε στην κατοχή της με μια σειρά διευκολύνσεις και προεδρικά διατάγματα υπογεγραμμένα από τον πατέρα της, τον επί 38 ολόκληρα χρόνια ηγέτη-δικτάτορα της Ανγκόλας (1979-2017), Ζοζέ Εντουάρντο ντος Σάντος. Σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει η όμορφη γυναίκα με το γλυκό, προσηνές χαμόγελο, την οποία ωστόσο όσοι γνωρίζουν χαρακτηρίζουν «πανέξυπνη και αδίστακτη», εκμεταλλευόταν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και κατείχε σημαντικό μερίδιο ή επιρροή μεταξύ άλλων στην κρατική εταιρεία πετρελαίου Sonangol, στα τσιμέντα της χώρας και βεβαίως στην εκμετάλλευση των διαμαντιών της. Η αυτοκρατορία που είχε χτίσει μαζί με τον κονγκολέζικης καταγωγής σύζυγό της Σιντίκα Ντοκόλο απλώνεται, ή πιο σωστά απλωνόταν, από το Χονγκ Κονγκ μέχρι την Αμερική και περιελάμβανε 400 εταιρείες και τις θυγατρικές τους. Μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων και της περιουσίας τους βρισκόταν στην Πορτογαλία, αποικία και υπερπόντια επαρχία της οποίας υπήρξε η Ανγκόλα έως το 1975. Ενας άνδρας που διαχειριζόταν τον λογαριασμό της Sonangol στην πορτογαλική τράπεζα EuroBic βρέθηκε πρόσφατα νεκρός. Αιτία θανάτου: η αυτοκτονία.
Οι αποκαλύψεις ήρθαν στο φως μέσα από μια σειρά 715.000 απόρρητων αρχείων (emails, slides, τιμολόγια και συμβόλαια) ονόματι «Luanda Leaks», τα οποία διέρρευσαν από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (International Consortium of Investigative Journalists – ICIJ) σε 37 μέσα του διεθνούς Τύπου και βρέθηκαν στη δημοσιότητα στα μέσα Ιανουαρίου. Την ευθύνη για τη διαρροή ανέλαβε πρόσφατα ένας πορτογάλος χάκερ ο οποίος βρίσκεται πίσω από τα «Football Leaks». «Πρόκειται για μια πολιτική βεντέτα» διακήρυξε την αθωότητά της η Ντος Σάντος στην εφημερίδα «The Guardian», καθώς διατείνεται ότι η διαρροή καθοδηγείται από τους αντιπάλους του πατέρα της, τους σημερινούς ηγέτες της Ανγκόλας. Ηδη έχει ανακοινώσει ότι θα προσφύγει στα δικαστήρια εναντίον της ICIJ και των μέσων ενημέρωσης που συνεργάζονται μαζί της, όπως και ότι έχει αναθέσει την υπόθεση στο δικηγορικό γραφείο Schilling Partners. Καθόλου τυχαία, ο ετεροθαλής αδελφός της, Ζοζέ Φιλομένο Ντος Σάντος, διώκεται για διαφθορά, καθώς κατηγορείται για τη μεταφορά 500 εκατ. δολαρίων εκτός Ανγκόλας όταν ήταν επικεφαλής του Κρατικού Επενδυτικού Ταμείου της χώρας.
Τα έγγραφα είναι έγγραφα όμως, και η αλήθεια είναι ότι δεν αποκαλύπτουν κάτι που κάποιος δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Οπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, πίσω από την Ντος Σάντος εκείνο που προκύπτει από αυτά είναι ότι υπήρχε ένας πρόθυμος στρατός από εταιρείες της Δύσης (χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δικηγόροι, λογιστές, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και εταιρείες διαχείρισης) που διευκόλυναν την Ντος Σάντος και τον πατέρα της να αποκρύψουν περιουσιακά στοιχεία από τις φορολογικές αρχές. Ηταν κάτι σαν οικογενειακή παράδοση στο προεδρικό παλάτι όπου η Ιζαμπέλ είχε περάσει μέρος της παιδικής ηλικίας της.
Ζωή σαν παραμύθι
Η Ντος Σάντος γεννήθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν το 1973 και η μητέρα της ήταν μια ρωσίδα πρωταθλήτρια σκακιού. Οι γονείς της ήταν συμφοιτητές στο Ινστιτούτο Πετρελαίου και Χημείας του Μπακού, όπου ο Ντος Σάντος είχε σταλεί για σπουδές από το Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας (MPLA), το οποίο μαχόταν για την εθνική ανεξαρτησία και την αποδέσμευση της χώρας από τον πορτογαλικό ζυγό. Οταν το αποικιακό καθεστώς τελικά κατέρρευσε το 1975, εκείνος ανέλαβε την προεδρία της Ανγκόλας το 1979, εν μέσω του εμφυλίου που ταλάνισε τη χώρα για 27 ολόκληρα χρόνια (πρόκειται για τον μακροβιότερο στην Αφρική). Οι γονείς της Ιζαμπέλ χώρισαν νωρίς, δεν μπορούσε άλλωστε να νοηθεί πρόεδρος αφρικανικής χώρας με λευκή σύζυγο. Εκείνη μεγάλωσε στο Λονδίνο, φοίτησε στο σχολείο θηλέων St Paul’s και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στο King’s College. Οταν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος τελειώνει στην Ανγκόλα, επέστρεψε στη χώρα και ξεκίνησε το επιχειρείν. Από τις μεταφορές πέρασε στην κινητή τηλεφωνία, η οποία τότε έκανε τα πρώτα της βήματα, και πολύ σύντομα η κοινοπραξία της οποίας ηγούνταν κέρδισε τον διαγωνισμό για τη δεύτερη άδεια που δινόταν στη χώρα. Σήμερα η Unitel είναι ο μεγαλύτερος πάροχος κινητής τηλεφωνίας στην Ανγκόλα. Ακολούθησαν μια σειρά από σουπερμάρκετ, ένα δορυφορικό κανάλι, ένα ζυθοποιείο και βεβαίως τα διαμάντια και τα πετρέλαια. Τη βοήθησε και το καλό timing, καθώς μεταξύ 2002-2008 η χώρα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη χάρη στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Κάπως έτσι έφτασε να γίνει η πιο πλούσια γυναίκα της Αφρικής, την ώρα που πολλοί Ανγκολέζοι εξακολουθούσαν να ζουν υπό τραγικές συνθήκες, δίχως τροφή, στέγαση και υγειονομική περίθαλψη – σήμερα συγκαταλέγονται ανάμεσα στους λαούς με τα υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού και παιδικής θνησιμότητας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ένα τρίτο του πληθυσμού αυτής της χώρας των σχεδόν 30 εκατομμυρίων κατοίκων ζει με λιγότερο από δύο δολάρια την ημέρα.
Ο φιλότεχνος σύζυγος και το Κατά Ματθαίον
Στο παιχνίδι των αποκαλύψεων κομβικό ρόλο παίζει και ο σύζυγος της Ιζαμπέλ ντος Σάντος, Σιντίκα Ντοκόλο. Ο 47χρονος επιχειρηματίας κυκλοφορούσε μέχρι πολύ πρόσφατα στα σαλόνια της Ευρώπης απόλυτα εξοικειωμένος με τον αέρα τους και ταυτόχρονα εξίσου απόλυτα υπερήφανος για την αφρικανική καταγωγή του και τον πολιτισμό της. Ο Ντοκόλο, μεγάλος λάτρης των σπορ αυτοκινήτων, θεωρείται ο μεγαλύτερος συλλέκτης αφρικανικής τέχνης στον κόσμο, ο οποίος άρχισε να συγκεντρώνει έργα από τα 15 του χρόνια ακολουθώντας την παράδοση του πατέρα του, ενός εκατομμυριούχου τραπεζίτη από το Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Μαζί με την Ιζαμπέλ ντος Σάντος είχαν συμπεριληφθεί πρόσφατα στη λίστα με τους «50 συλλέκτες που αξίζουν την προσοχή μας» της ιστοσελίδας ARTnews, καθώς σήμερα διαθέτουν περί τα 3.000 έργα τέχνης από καλλιτέχνες όπως οι Γουίλιαμ Κέντριτζ, Ζανέλε Μουχόλι, Γίνκα Σονιμπάρε, Κέντελ Γκιρς, Σου Γουίλιαμσον αλλά και ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά ή ο Αντι Γουόρχολ.
Ως πρόεδρος του Ιδρύματος Σιντίκα Ντοκόλο με έδρα τη Λουάντα της Ανγκόλας, ο Ντοκόλο προωθούσε το έργο καλλιτεχνών από την Αφρική εντός και εκτός της ηπείρου. Παρεμπιπτόντως, το site του Ιδρύματος δεν λειτουργεί τις τελευταίες ημέρες καθώς είναι «υπό συντήρηση», όπως αναγράφεται στην ιστοσελίδα του. Πολύ προτού συμβεί αυτό διασημότητες και καλλιτέχνες όπως η ηθοποιός Λουπίτα Νιόνγκο, το μοντέλο Αλεκ Γουέκ και ο τραγουδιστής Κεζάια Τζόουνς εξέφραζαν τη στήριξή τους και την εκτίμησή τους στη δουλειά του ως συλλέκτη και στον καθοριστικό ρόλο που είχε παίξει στην ανάπτυξη και διάδοση της σύγχρονης αφρικανικής τέχνης. Ο Ντοκόλο είχε διαθέσει περί τα 340.000 δολάρια στη διοργάνωση της documenta 14 προκειμένου να διατεθούν από 20.000 δολάρια σε 17 καλλιτέχνες αφρικανικής καταγωγής, σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό «Kunstforum International». Εκείνος χρηματοδότησε και τον περίφημο οβελίσκο του Αμερικανονιγηριανού Ολου Ογκίμπε που είχε τοποθετηθεί στην πλατεία Κένινγκ στο Κάσελ της Γερμανίας με τη φράση «Ξένος ήμουν και με δεχθήκατε» από το Ευαγγέλιο (Κατά Ματθαίoν 25:35) και είχε προκαλέσει την μήνιν του γερμανικού ακροδεξιού κόμματος AfD. Σάλος στα έντυπα τέχνης του γερμανικού Τύπου και όχι μόνο. Μιλώντας στο περιοδικό «Monopol», ο καλλιτεχνικός διευθυντής της documenta 14 Ανταμ Σίμτσικ τόνισε ότι οι διοργανωτές δεν γνώριζαν ότι το Ιδρυμα Ντοκόλο συνδεόταν με παράνομο πλουτισμό από ύποπτες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τις καλές προθέσεις και τον πατριωτισμό του Ντοκόλο. Αλλωστε διεξήγαγε ολόκληρη σταυροφορία για τον επαναπατρισμό της αφρικανικής τέχνης η οποία είχε αποσπαστεί από την ήπειρο την περίοδο της αποικιοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτής της αποστολής δάνειζε με ευκολία έργα από τη συλλογή του σε μουσεία και ιδρύματα της Ευρώπης με την προϋπόθεση να διοργανώσουν με τη σειρά τους μια έκθεση με παρόμοιο περιεχόμενο και αξία στην Αφρική. Eίχε μάλιστα αγοράσει διαφημιστικό χώρο στην Times Square της Νέας Υόρκης προκειμένου να γνωστοποιήσει τον σκοπό του. «Η σύγχρονη αφρικανική τέχνη πρέπει να είναι προσβάσιμη από τους Αφρικανούς και να έχει αντίκτυπο στις ζωές τους» έλεγε στο περιοδικό «New African».
Τα διαμάντια που δεν είναι παντοτινά
Ο Ντοκόλο και η Σάντος δεν ανήκαν ποτέ σε αυτόν τον κόσμο της Αφρικής και μάλλον ήξεραν πώς να κρατούν καλά και τις αποστάσεις τους. Εκείνος είχε γεννηθεί στην Κινσάσα από μια Δανή, η οποία είχε καταφθάσει στο Κονγκό το 1966 για να επιβλέψει την κλινική του Ερυθρού Σταυρού της χώρας της και να βοηθήσει στην εκπαίδευση μαιών και νοσοκόμων. Ο Σιντίκα μεγάλωσε και σπούδασε στο Βέλγιο και στη Γαλλία αλλά τελικά αποφάσισε να επιστρέψει στο Κονγκό για να επιβλέψει τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Yπήρχε άλλωστε πληθώρα από αυτές, από τις τράπεζες και τα ορυχεία, μέχρι την αλιεία και την εξαγωγή καφέ, δραστηριότητες υπέρ το δέον προσοδοφόρες, οι οποίες ωστόσο κρατικοποιήθηκαν από τον πρόεδρο Μομπούτου Σέσε Σέκο, άλλον έναν αφρικανό δικτάτορα ο οποίος ήταν ηγέτης του Ζαΐρ από το 1965 έως το 1997. Με την Ιζαμπέλ ντος Σάντος γνωρίστηκαν στους κοσμικούς κύκλους του Λονδίνου και παντρεύτηκαν το 2002. Ηταν απόλυτα ταιριαστοί και πρόβαλλαν την εικόνα ενός ευτυχισμένου ζευγαριού. Μάλιστα, όταν συμπλήρωσαν 10 χρόνια γάμου φιλοξένησαν στην Ανγκόλα δεκάδες φίλους από το εξωτερικό για να γιορτάσουν μαζί τους επί τρεις ημέρες σε χώρους όπως το πολυτελές κλαμπ Miami Βeach στην παραλία της Λουάντα, ιδιοκτησίας Ντος Σάντος. Ο Ντοκόλο ήταν ιδιαίτερα δραστήριος ως επιχειρηματίας και σύμφωνα με τα «Luanda Leaks» είχε γίνει εκατομμυριούχος χάρη σε μια συνεργασία με τη Sodiam, την κρατική εταιρεία εκμετάλλευσης διαμαντιών της Ανγκόλας, που του επέτρεψε να αγοράσει ένα μεγάλο μερίδιο στην ελβετική εταιρεία κοσμημάτων De Grisogono και να αποκτήσει τον έλεγχό της μέσα από μια σειρά από εταιρείες του εξωτερικού. Τα glamorous πάρτι του oίκου στo Πόρτο Τσέρβο της Costa Smeralda και στις Κάννες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή και είχαν καλεσμένους αστέρες όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ή η Ναόμι Κάμπελ. Μέρος των χρημάτων για τη διοργάνωσή τους προερχόταν από κρατικά κονδύλια της Ανγκόλας. Σήμερα η εταιρεία είναι αντιμέτωπη με τεράστια οικονομική ζημιά.
Εάν αποδειχθεί ότι ισχύει το κατηγορητήριο εναντίον τους, τόσο η Ντος Σάντος όσο και ο Ντοκόλο θα βρεθούν στη φυλακή, σύμφωνα με το γραφείο του νυν προέδρου της Ανγκόλας, Ζοάο Λουρένσο. Στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκεται το ποσό των 58 εκατ. δολαρίων που μεταφέρθηκε μέσα από μια σειρά ύποπτες πληρωμές από τον λογαριασμό της Sonangol σε επιχείρηση-βιτρίνα στο Ντουμπάι μέσα σε μία ημέρα (τον Νοέμβριο του 2017) και μόλις λίγες ώρες αφότου ο Λουρένσο ανακοίνωνε την απόλυσή της από τη θέση της προέδρου της εταιρείας όπου είχε διοριστεί το 2016 από τον πατέρα της, λίγο προτού αποσυρθεί εκείνος από την πολιτική. Ποιο Netflix και ποιο HBO… Αυτή είναι μόνο η αρχή ενός σίριαλ το οποίο αναμένεται να χρειαστεί πολλούς κύκλους για να ολοκληρωθεί.