Εδώ και καιρό ξυπνάμε και κοιμόμαστε σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της Ελλάδας. Η ένταση με την Τουρκία κλιμακώνεται και διαφοροποιείται καθημερινώς, τα στοιχεία για τον ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου έχουν διαμορφώσει νέα δεδομένα και μιλάμε πλέον ανοιχτά για τις περιπλοκές τους, όλα αυτά συνδυάζονται με έναν ιδιόμορφο τρόπο με το προσφυγικό/μεταναστευτικό, οι Ενοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε δικαιολογημένη και πρωτοφανή εγρήγορση, ο νέος αρχηγός ΓΕΕΘΑ μιλάει ανοιχτά για προετοιμασία για πόλεμο, ένα θερμό επεισόδιο έχει περίπου προαναγγελθεί, η προσφυγή στην Χάγη, αν και όποτε συμβεί, είναι θέμα δημόσιας συζήτησης…
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αναγκαίο και υποχρεωτικό να επισημανθεί για μία ακόμη φορά ότι απαιτείται κάτι πέραν όλων των τετριμμένων που ακούγονται.
Μιλούν πολλοί για την ενότητα του πολιτικού κόσμου, ή για την ανάγκη συναίνεσης και συνεννόησης. Καθημερινώς στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα παρακολουθούμε όμως όλοι παρεκκλίσεις από αυτήν την κατά τα άλλα αναγκαία γραμμή.
Με ευθύνη και δημοσιογράφων, αλλά πρωτίστως του πολιτικού προσωπικού και με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, οι κοκορομαχίες συνεχίζονται και η δημόσια συζήτηση δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Είναι να αναρωτιέται κανείς τι θα συμβεί αν επιβεβαιωθούν κάποια στιγμή οι ανησυχίες για το επόμενο στάδιο της έντασης με την Τουρκία.
Σε αυτό το περιβάλλον είδαμε και ακούσαμε τις προηγούμενες ημέρες κάποιες άτσαλες προσπάθειες επικοινωνιακής διαχείρισης. Με την είσοδο του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα την προηγούμενη Πέμπτη προς Παρασκευή ξημερώματα, απέκτησε στρατηγικό χαρακτήρα και αναδείχθηκε σε παράμετρο που μπορεί να επηρεάσει γεωπολιτικές εξελίξεις ο καιρός. Για ώρες διακινούνταν μία ακατανόητη διαρροή περί του ενδεχομένου να έχει παρασυρθεί από τον άνεμο το τουρκικό ερευνητικό σκάφος στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ή ότι λόγω καιρού αδυνατούσε να αποχωρήσει από αυτήν. Ήλθαν μοιραία στην μνήμη οι περιβόητες φράσεις του 1996 για τον άνεμο που θα παρέσυρε τις σημαίες από τα Ίμια και κάπως έτσι θα αποτρέπονταν τα χειρότερα. Ή τα όσα ακούσαμε λίγα χρόνια αργότερα, για τον «στρατηγό άνεμο».
Λίγες ώρες αργότερα, ο υπουργός Αμυνας αποκάλυπτε έναν διάλογό του με τον Πρωθυπουργό, με αμοιβαίες παροτρύνσεις για επίδειξη ψυχραιμίας και ανέφερε ότι οι Τούρκοι θέλουν να τεστάρουν τα αντανακλαστικά μας.
Από όλα αυτά καθίσταται σαφές ότι η κυβέρνηση έχει κάνει μία στρατηγική (και ορθή) επιλογή: προσπαθεί με κάθε τρόπο να μην είναι η Ελλάδα εκείνη που θα πυροδοτήσει την ένταση, με ασύμμετρες αντιδράσεις ή άτσαλους χειρισμούς. Είναι απολύτως θεμιτό κάτι τέτοιο, ωστόσο δεν σημαίνει ότι πρέπει να οδηγηθούμε στο άλλο άκρο, προσπαθώντας να υποβαθμίσουμε τα πάντα. Κυρίως δε, δεν σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι επί μακρόν να παρακολουθούμε τις παρελκυστικές κινήσεις των Τούρκων που θέλουν να «τεστάρουν τα αντανακλαστικά μας».
Είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή να οργανωθεί μία στρατηγική και τακτική αποτροπής (που είναι υπαρκτή) αλλά και πρόληψης (που μάλλον απαιτεί κάτι παραπάνω από τα όσα διαθέτουμε ή επιδεικνύουμε σήμερα). Η Ελλάδα οφείλει να έχει έναν σχεδιασμό και να κάνει κάποια έξυπνα και αποτελεσματικά βήματα, στο πνεύμα αυτού που εύστοχα έχει περιγράψει ο κ. Μητσοτάκης. Να «κάνουμε ό,τι χρειαστεί ώστε να μην χρειαστεί να κάνουμε κάτι άλλο».
Βασική προϋπόθεση για όλα αυτά δεν είναι τα κούφια λόγια περί συναίνεσης και συνεννόησης, αλλά κάτι διαφορετικό, κρίσιμο και επείγον: η επίδειξη της ύψιστης δυνατής σοβαρότητας. Από όλους.