Aδόκητος. Απροσδόκητος. Αιφνίδιος. Απροετοίμαστος. Απρόσμενος.
Κι όλα τα Α που μας στέρησαν έναν έφηβο ψάχνω, γιατί ο Γιώργος ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις.
Αλαφροπάτητος δανδής, με την επιμελημένη του ατημελησιά στην ούγια του υφάσματος, όργωνε τη σκηνή ακροβατώντας με τα πέλματα στις άκρες του σκηνικού. Πού να σου πάει το μυαλό πως αυτά τα πέλματα είχαν χτυπηθεί τόσες φορές που είχαν πρηστεί τόσο που θύμιζαν φραντζολάκια, όπως έλεγε γελώντας.
Ναι, γιατί ποτέ δεν καυχήθηκε για τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τους αγώνες, το Πολυτεχνείο, την απομόνωση, τις φυλακίσεις, το ξύλο, τους εξευτελισμούς. Εκεί στο ΕΑΤ ΑΣΑ.
Ποτέ δεν εξαργύρωσε τα δικά του αγωνιστικά παράσημα, στα σκοτεινά μπαούλα τα μετάλλια, ούτε φιγουράρουν τα κατορθώματά του στο βιογραφικό του, ή στα έδρανα κάποιου κόμματος.
«Εγώ, αγόρι μου, ήμουν παρών στους αγώνες του καιρού μου, έχω το ελάττωμα να πετάγομαι απ’ το κρεβάτι με το πρώτο ξυπνητήρι, τις μάχες που μου αναλογούσαν τις έδωσα και με το παραπάνω, κι εκεί που χρειάστηκε ουρλιάζοντας, κι εκεί που δεν, σιωπώντας. Εγώ, αγόρι μου, αντιστάθηκα ακόμα κι όταν η ελπίδα είχε χαθεί, ακολουθώντας τον ποιητή». (Ισως, εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί αρχίζει η Ανθρώπινη Ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του Ανθρώπου.)
Μέχρι την ύστατη ώρα το τήρησε απαρέγκλιτα, τριάντα μέρες, με επιθέσεις και υποχωρήσεις, με πλαγιοκοπήσεις και κατά μέτωπο επιθέσεις, με απώλειες και νίκες, σαν άλλος Διγενής, εκεί στον δικό του Πόντο που τόσο αγαπούσε. Ετσι όπως αγαπούσε τον Παλαμά που απήγγελλε από στήθους. «Καβάλα πάει ο Χάροντας το Διγενή στον Αδη, κι άλλους μαζί, κλαίει δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι, και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια, της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια, και σα να μην του πάτησε του Χάρου το ποδάρι, ο Ακρίτας, μόνο ατάραχα, κοιτάει τον καβαλάρη».
Οταν μπήκε στο νοσοκομείο, «για μια μικρή επέμβαση, να ξεμπερδεύω» μου είπε, γιατί «με περιμένει την άνοιξη το ντοκιμαντέρ για τον Νίκο στη Σιβηρία», κι έτριβε τα χέρια σαν μικρό παιδί που το περιμένει ατελείωτο παιχνίδι… τότε λοιπόν, τυχαία, βρέθηκε σε ένα περιοδικό της εποχής αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο. Τον πήρα στο κινητό, που κρατούσε πάντα δίπλα του, στο τετράκλινο δωμάτιο του νοσοκομείου. «Ρε συ, άκου τι βρήκα, έναν κατάλογο με τους ταραχοποιούς του Πολυτεχνείου, είσαι κι εσύ!».
«Ναι, αγοράκι μου, το ταραχοποιός τότε ήταν παράσημο, γιατί πληρωνόταν με αίμα».
Σιγά μη δεν πλήρωνε ο Γιώργος… προκαταβολικά, όπως πάντα. «Εκείνο το ξημέρωμα που εγκαταλείπαμε «Και τώρα όλοι μαζί», το Πολυτεχνείο, πέρασαν πίσω τα πράσινα μπερέ κι άφησαν χώρο για τους μυστικούς της Αστυνομίας, τους καμπαρντινάτους με τα πολιτικά και τους χαφιέδες από τα μέσα, που μας περιλάβανε, ανοίγοντας έναν μακρύ διάδρομο, με τα κλομπ μέχρι τις κλούβες, κι απ’ τις ταράτσες έριχναν οι ελεύθεροι σκοπευτές στο ψαχνό, ενώ η Πατησίων καιγόταν…».
Κι όταν κάποτε του έφερα σε ένα διάλειμμα στο θέατρο ένα σάντουιτς, δεν το άγγιξε. «Αγόρι μου, επί ενάμιση μήνα το μοναδικό φαγητό στην απομόνωση ήταν ένα σάντουιτς με ομελέτα και λουκάνικο, από τότε τα σιχάθηκα».
«Οσο κι αν προσπάθησαν να με αναμορφώσουν, τίποτα δεν κατάφεραν… Το καλό είναι πως παρέμεινα ένας αμετανόητος ονειροπόλος».
Ονειροπόλος έμεινες, Γιώργο. Πρωταγωνιστής ήσουνα απ’ την αρχή, μα ποτέ δεν το υποκρίθηκες, δεν το εκμεταλλεύτηκες, ποτέ δεν πούλησες μούρη.
«Τι να κάνουμε, αγοράκι μου, αυτό ήταν το ύφασμα. Με αυτό πορευτήκαμε και τότε που φτιάξαμε το Ελεύθερο Θέατρο, και τώρα».
Λίγες ώρες πριν το σκάσει ο φίλος μου ο Γιώργος, που τόσο αισθάνομαι τυχερός που ανταλλάξαμε δυο κουβέντες αλληλοεκτίμησης, μπήκα για μία και μοναδική φορά στην Εντατική, σαν να με φώναξε για να χαιρετηθούμε.
Ο κ. Στέλιος Μάινας είναι ηθοποιός και συμπρωταγωνίστησε με τον Γ. Κοτανίδη στη θεατρική επιτυχία «Το δείπνο».