Η πραγματικότητα δεν σέβεται τίτλους, διακρίσεις, πρωτιές. Δεν οπισθοχωρεί μπροστά σε ονόματα, ιστορίες, θρύλους. Δεν επιβραδύνει τη συνάντηση κάποιου με το πεπρωμένο του, αφήνει τη βραχύτητα του βίου να επιτείνει την τραγικότητα της στιγμής. H Autobahn 9 φρέναρε τον 29χρονο Ντράζεν Πέτροβιτς τον Ιούνιο του 1993, μια στροφή στην πίστα της Ιμολα δεν άφησε περιθώρια στον 34χρονο Αϊρτον Σένα την Πρωτομαγιά του 1994, μια πτώση ελικοπτέρου καθ’ οδόν προς την ακαδημία του στο Λος Αντζελες έκοψε το νήμα της ζωής του 41χρονου Κόμπι Μπράιαντ στις 26 Ιανουαρίου 2020. Κάπως έτσι, αιφνίδια, απροειδοποίητα, μερικές ώρες μετά τους επαίνους στο Twitter προς τον Λεμπρόν Τζέιμς, διάδοχό του από πέρυσι στους Λος Αντζελες Λέικερς, ο οποίος μόλις τον είχε προσπεράσει σε πόντους στην τρίτη θέση των σκόρερ όλων των εποχών, ο «κορυφαίος των Λέικερς», όπως θα τον έχριζε λίγο αργότερα ένας συντετριμμένος Μάτζικ Τζόνσον, πέρασε από εδώ στην αιωνιότητα.
Είκοσι σεζόν με τους Λέικερς (1996-2016), πέντε φορές πρωταθλητής του ΝΒΑ (2000, 2001, 2002, 2009, 2010), πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος για δύο συνεχείς χρονιές (2006-2007), δύο φορές MVP των τελικών, μία φορά πολυτιμότερος παίκτης της κανονικής περιόδου, δύο φορές πρώτος σκόρερ της, 18 παρουσίες σε All-Star Game, δύο ολυμπιακά χρυσά μετάλλια σε Πεκίνο το 2008 και Λονδίνο το 2012, 33.643 πόντοι, 680 εκατ. δολάρια σε μισθολογικές απολαβές, ένα Οσκαρ το 2017 για το «Dear Basketball», το μικρού μήκους φιλμ που έβαλε σε κινούμενα σχέδια τους στίχους με τους οποίους ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το μπάσκετ στο site «The Players’ Tribune» τον Νοέμβριο του 2015, ένα Sports Emmy για τα γραφικά του το 2018. Η λίστα των επιτευγμάτων του διαψεύδει όσους περίμεναν να σταματήσει, μετά την έξοδό του από τα αποδυτήρια είχε αρχίσει ήδη να εμπλουτίζεται: από τον αθλητισμό πέρασε σχεδόν χωρίς ανάπαυλα στον χώρο των media, δημιουργώντας μια εταιρεία παραγωγής περιεχομένου, ένα δικό του σύμπαν για νέους ενηλίκους – και συνέχιζε ακάθεκτος. Μαζί με τον Μάικλ Τζόρνταν ήταν τα αθλητικά πρότυπα της νέας εποχής των μέσων μαζικής ενημέρωσης που αντιλήφθηκαν ενστικτωδώς ότι πλέον δεν αρκεί το μεγαλείο του γηπέδου, απαιτείται κανείς να εξελιχθεί σε επιχειρηματικό νου, ηγέτη που η ακτινοβολία του να υπερβαίνει τον χώρο, παίκτη και brand ταυτόχρονα.
Black Mamba, Μπετόβεν και Star Wars
Χαρακτήρας πολύπλοκος και παράδοξος, φιλικός και κακεντρεχής, προσηνής και απόμακρος, εξωστρεφής και απρόσιτος ταυτόχρονα, μπορούσε να πιέζει αδυσώπητα δημοσίως τους πάντες («δεν άφηνε ποτέ κανέναν να χαλαρώσει» έλεγε ο συμπαίκτης του Πάου Γκασόλ) και να κρατά τις προσωπικές ευαισθησίες του κρυφές («το 2009 στους ημιτελικούς του πρωταθλήματος με τους Ντένβερ Νάγκετς άκουγα την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν» δήλωνε πρόσφατα στον Μαρκ Μπέκτελ του «Sports Illustrated»). Ο Μπράιαντ εξελίχθηκε από ήρεμο νεαρό του οποίου ο πατέρας ήλεγχε διεξοδικά τις ταινίες και την ψυχαγωγία σε έναν εργασιομανή, αδίστακτο «δολοφόνο» στο παρκέ που διατυμπάνιζε την ομοιότητά του με δηλητηριώδες φίδι: το προσωνύμιο Black Mamba ήταν αμφίσημο, αλλά ο φορέας του δεν νοιαζόταν. Αν η απόλυτη αγωνιστική αφοσίωσή του, η απαιτητικότητα από τους συμπαίκτες του, η άσβεστη δίψα για νίκες έκαναν τον τότε σούπερ σταρ Ντουάιτ Χάουαρντ να εγκαταλείπει την ομάδα το 2012, πρόβλημά του. Θα επέστρεφε επτά χρόνια μετά, όταν ο Κόμπι θα είχε πια αποσυρθεί, για να δηλώσει ότι ο πρώην αρχηγός του είχε δίκιο. Αν προς το τέλος της σταδιοδρομίας του η εμμονική του παρουσία στο γήπεδο απέτρεπε τους κορυφαίους της επόμενης γενιάς Στέφεν Κάρι και Κέβιν Ντουράντ να στοιχηθούν πλάι του, κανένα πρόβλημα. Θα έμενε μόνος κάτω από τον προβολέα βάζοντας τον dj του Staples Center τον Δεκέμβριο του 2013 να συνοδεύσει την είσοδό του για προθέρμανση στον πρώτο του αγώνα μετά από έναν σοβαρότατο τραυματισμό με το μουσικό θέμα του Νταρθ Βέιντερ από το «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται». Μετά την αποχώρηση του Σακίλ Ο’ Νιλ το 2004, στην οποία έπαιξε σημαίνοντα ρόλο και ο ίδιος στο πλαίσιο μιας χρόνιας αντιπαράθεσης που κυμαινόταν μεταξύ βεντέτας και λυκοφιλίας, για τα επόμενα 12 χρόνια οι Λος Αντζελες Λέικερς δεν ανήκαν στην πόλη, στο κοινό τους – ούτε καν στον ιδιοκτήτη τους, Τζέρι Μπας. Ηταν η επικράτεια του Κόμπι Μπράιαντ.
Αυτό δεν τον έκανε αποδεκτό σε όλους. Η επιθετική νοοτροπία του γοήτευε μόνο τους οπαδούς των Λέικερς – σε πολλούς από τους υπόλοιπους τον καθιστούσε απεχθή. Τον σεβασμό των φιλάθλων των άλλων ομάδων δεν τον κέρδισε, τον εκβίασε. Γνώριζε standing ovation παντού κατά την τελευταία του σεζόν το 2016 όχι γιατί η προσωπικότητά του είχε γίνει αγαπητή, αλλά επειδή το πάθος του μετακινούσε βουνά: ήταν ο άνθρωπος που με κομμένο αχίλλειο τένοντα το 2013 σηκωνόταν για να σουτάρει τις βολές του κερδισμένου φάουλ προτού αποχωρήσει υποβασταζόμενος, που το 2015 τραυματιζόταν σοβαρά στον δεξιό ώμο και, αν και δεξιόχειρας, συνέχιζε ως το τέλος του παιχνιδιού παίζοντας με το αριστερό. Το ακατάβλητο του χαρακτήρα του τον έκανε είδωλο και στη νέα γενιά του ΝΒΑ, από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο ως τον Λούκα Ντόντσιτς: δεν είναι τυχαίο ότι οι παραβάσεις των 8 και των 24 δευτερολέπτων, παραπομπή στους αριθμούς που φόρεσε, με τις οποίες τιμάται όλη αυτή την εβδομάδα στην αρχή κάθε αγώνα ξεκίνησαν την περασμένη Κυριακή από τον 25χρονο Φρεντ Βαν Βλιτ των Τορόντο Ράπτορς και τον 23χρονο Ντεζούντε Μάρεϊ των Σαν Αντόνιο Σπερς.
Σε αντίθεση με τον στίχο του Νιλ Γιανγκ «it’s better to burn out than to fade away» («είναι καλύτερα να καείς παρά να ξεθωριάσεις»), το fade away θα άξιζε στον Μπράιαντ. Θα ταίριαζε με το ομώνυμο σουτάκι του, εκείνο που πισωπατά και στέλνει την μπάλα με ψηλή καμπύλη πάνω από τα χέρια του αντιπάλου. Θα εφάρμοζε ομαλά στη φυσική πορεία των ανθρώπων του μπάσκετ, ώριμων, γκριζαρισμένων θρύλων σαν τον Τζον Στόκτον ή ηλικιωμένων, ασπρομάλληδων συμβόλων σαν τον Μπιλ Ράσελ, που αποτελούν σημεία αναφοράς για το παιχνίδι και άγκυρες μνήμης για τον κόσμο. Τώρα, μετά το σοκ, τα δάκρυα, τα κύματα φωτογραφιών, τους ποταμούς αποχαιρετισμών από παίκτες, προπονητές, δημοσιογράφους, παράγοντες, τη θλίψη για τον θάνατο μαζί του και της 13χρονης κόρης του, Τζιάνα, όπως γράφει ο Μάικλ Ρόζενμπεργκ στο «Sports Illustrated», «τίποτα δεν είναι σαν την αίσθηση που διέτρεχε ένα γήπεδο όταν ο Κόμπι έπαιρνε την μπάλα στα χέρια του με ελάχιστα δευτερόλεπτα στο χρονόμετρο». Μπορείς μόνο να παγώσεις τον χρόνο, όπως σε εκείνη την κίτρινη και μοβ τοιχογραφία στο κέντρο του Λος Αντζελες που απεικονίζει τον Μπράιαντ να πανηγυρίζει έξαλλα δείχνοντας τη φανέλα με το νούμερο 24, γεμάτη πλέον από κεριά, λουλούδια και σημειώματα, αυτοσχέδιο βωμό σε έναν ήρωα των τεσσάρων γραμμών.