Ένα ξεχασμένο και αναχρονιστικό άρθρο του Αστικού Κώδικα χωρίζει έγγαμα ζευγάρια. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καλεί την ελληνική κυβέρνηση να τροποποιήσει αμέσως το άρθρο κάτι που, όπως πληροφορείται «Το Βήμα», θα συμβεί σύντομα. Τα γεγονότα είναι συγκλονιστικά, αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Πραγματικά περιστατικά
Οι προσφεύγοντες στο ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση ήταν ο Θ.Τ. ( για ευνόητους λόγους αναφέρονται μόνον τα αρχικά τους) και η δεύτερη κατά σειρά σύζυγός του Σοφία. Το 1971 ο Θ.Τ. (εφεξής πρώτος προσφεύγων) παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα με την οποία απέκτησε και μια κόρη. Το 2001 ο γάμος τους λύθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Οι δυο τους ζούσαν χωριστά από το 1996 και το διαζευκτήριο εκδόθηκε το 2004. Το 2005 ο πρώτος προσφεύγων παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο την αδελφή της πρώτης/πρώην συζύγου του (και εφεξής δεύτερη προσφεύγουσα). Ένα χρόνο μετά, η πρώην σύζυγός του κατήγγειλε στο γραφείο του εισαγγελέα τον γάμο αυτό, αιτούμενη την ακυρότητά του λόγω εξ αγχιστείας συγγένειας μεταξύ των δυο συζύγων επικαλούμενη το αρ. 1357 ΑΚ.
Το 2010 το Πρωτοδικείο ακύρωσε το γάμο βάσει του ανωτέρω άρθρου το οποίο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «Εμποδίζεται ο γάμος με συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό». Στην απόφασή του το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες ήταν συγγενείς εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή δευτέρου βαθμού και ότι ο Αστικό Κώδικας και συγκεκριμένα το αρ. 1357, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω απαγόρευε το γάμο για λόγους ευπρέπειας και σεβασμού του θεσμού της οικογένειας. Οι προσφεύγοντες άσκησαν Έφεση, η οποία απορρίφθηκε και ο γάμος τους ακυρώθηκε αμετακλήτως από τον ΑΠ στις 29 Ιουνίου 2015, αφού με την εν λόγω απόφασή του απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που είχαν ασκήσει ενώπιόν του. Μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης τους προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση του αρ. 12 της ΕΣΔΑ.
Απόφαση ΕΔΔΑ της 5.09.2019
Το ΕΔΔΑ στο σκεπτικό της Απόφασής του επεσήμανε τα εξής:
Πρώτον, ότι υπήρχε συναίνεση και συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά στη μη ύπαρξη κωλύματος του γάμου μεταξύ «κουνιάδων» όπως στην υπό εξέταση υπόθεση. Μόνο δυο από τα κράτη-μέλη, η Ιταλία και ο Άγιος Μαρίνος, είχαν εισάγει τέτοιο κώλυμα για τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων με εξ αγχιστείας συγγένεια, αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε απόλυτη απαγόρευση. Το ΕΔΔΑ έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την ευρωπαϊκή συμφωνία για να αποφανθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
Δεύτερον, οι προσφεύγοντες δεν είχαν έρθει αντιμέτωποι με κανένα νομικό εμπόδιο πριν από τη σύναψη του γάμου τους και καμία αρμόδια αρχή δεν έφερε αντίρρηση ή προέβαλε κάποιο νομικό ή μη κώλυμα, ώστε να μην δεχθεί να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την σύναψη του εν λόγω γάμου. Μάλιστα, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει μια σειρά από διαδικαστικές προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει να τελεστεί σύννομα ένας γάμος. Μια από αυτές είναι ότι τα άτομα που προτίθενται να συνάψουν γάμο πρέπει να ανακοινώσουν δημόσια αυτή τους την πρόθεση (με δημοσίευση του γάμου σε τοπική εφημερίδα). Για τον εν λόγω γάμο δεν είναι διατυπωθεί καμία απολύτως αντίρρηση μετά τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης. Επίσης η πρώην σύζυγος του πρώτου προσφεύγοντος επί έναν και πλέον χρόνο μετά την σύναψη του γάμου δεν είχε διαμαρτυρηθεί. Μάλιστα μεσολάβησε και ακόμα ένα χρονικό διάστημα μέχρις ότου ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλει αίτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την ακύρωση του γάμου. Εν τέλει η εγκυρότητα του εν λόγω γάμου αμφισβητήθηκε 2 χρόνια μετά τη σύναψή του.
Τρίτον, οι αρμόδιες αρχές ήταν υποχρεωμένες να επαληθεύσουν την τήρηση των νομικών όρων για τη σύναψη ενός έγκυρου γάμου και να εκδίδουν άδεια τέλεσης γάμου μόνο και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τον καθιστούν έγκυρο. Εν προκειμένου, οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν εκφράσει οιαδήποτε αμφιβολία ή ύπαρξη κωλύματος πριν από την έκδοσης της άδειας τέλεσης γάμου. Το ζήτημα αμφισβήτησης της εγκυρότητας του γάμου τέθηκε μεταγενέστερα και μάλιστα δυο χρόνια μετά την τέλεση του γάμου, όπου οι προσφεύγοντες επί σχεδόν μια διετία απολάμβαναν τόσο τη νομική όσο και την κοινωνική αναγνώριση του έγγαμου βίου τους. Εκτός αυτού βέβαια, επί μια δεκαετία (2005, τέλεση γάμου – 2015, έκδοση απόφασης ΑΠ) απολάμβαναν την προστασία που προσφέρει ο νόμος στα παντρεμένα ζευγάρια.
Τέταρτον, το Δικαστήριο απήντησε στα επιχειρήματα της κυβέρνησης περί «βιολογικών εκτιμήσεων» και περί κινδύνου σύγχυσης ότι ουδέποτε δεν προέκυψαν αυτά τα ζητήματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης του γάμου. Δεν καθίστατο σαφές, από τις αιτιάσεις της κυβέρνησης, ποια ήταν ακριβώς αυτά τα βιολογικά συμπεράσματα ή ο πρακτικός κίνδυνος σύγχυσης που εμπόδιζαν τον γάμο των προσφευγόντων, ειδικά αν πάρουμε ως δεδομένο ότι δεν ήταν συγγενείς εξ αίματος και επομένως δεν διέτρεχε κάποιον ιατρικός κίνδυνος για τους ενδεχόμενους απογόνους. Επιπλέον όσον αφορά το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι υπήρχε κοινωνική ανάγκη ενότητας και επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας και του εξωτερικού κόσμου το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η κυβέρνηση δεν είχε διευκρινίσει πως η εν λόγω απαγόρευση θα μπορούσε να συνδράμει σε αυτή την επικαλούμενη ενότητα.
Πέμπτον, οι προσφεύγοντες στερήθηκαν με τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων όλα τα δικαιώματα που απονέμονται στα παντρεμένα ζευγάρια και δη από τη στιγμή που αυτά τα απολάμβαναν για δέκα συναπτά έτη. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ακύρωση του γάμου των προσφευγόντων είχε περιορίσει δυσανάλογα το δικαίωμά τους να παντρευτούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ίδια η ουσία του δικαιώματος αυτού να έχει πληγεί. Η χώρα μας, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του ΕΔΔΑ, παραβίασε το αρ, 12 ΕΣΔΑ.
Επομένως το ΕΔΔΑ ζητάει επί της ουσίας την τροποποίηση τόσο του άρθρου 1357 ΑΚ, το οποίο επικαλέσθηκε η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος αλλά κυρίως του άρθρου 1462 ΑΚ και πιο συγκεκριμένα κατάργηση της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, σύμφωνα με την οποία η συγγένεια εξ αγχιστείας εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου από τον οποίο δημιουργήθηκε.