Σε όλους όσοι επιθυμούν ριζική ανάκαμψη του ελληνικού πανεπιστημίου είναι σαφές ότι τώρα είναι η κατάλληλη συγκυρία. Τα προβλήματα έχουν αναλυθεί επαρκώς και είναι γνωστά τα αίτια και οι λύσεις τους. Πολιτική ηγεσία και διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν δηλώσει σε όλους τους τόνους τον προσανατολισμό τους προς μια πραγματική αλλαγή. Αυτή όμως τη «λεκτική» αποφασιστικότητα δεν τη βλέπουμε στην πράξη, όχι τουλάχιστο στον βαθμό που χρειάζεται για να επιτευχθεί ο στόχος. Εδώ θα πει κάποιος να κάνουμε υπομονή και να περιμένουμε γιατί είναι μικρό το διάστημα που μεσολάβησε από την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας που, σε αντίθεση με την προηγούμενη, φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης με διεθνώς αποδεκτούς όρους. Οπως, για παράδειγμα, ότι η αριστεία και η αξιοκρατία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, και όχι ταξικά βαρίδια που η κατάργησή τους είναι ο μόνος τρόπος ενίσχυσης των ασθενέστερων.
Από τις μέχρι τώρα όμως νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις φαίνεται ότι δεν είναι ο χρόνος το μόνο πρόβλημα, αλλά ένας διακριτός δισταγμός και ο φόβος αντιδράσεων (που είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν) στην περίπτωση που οι θεσμικές και άλλες παρεμβάσεις φτάσουν ως το κόκαλο. Σε πολύ βασικά θέματα όπου υπάρχουν ενοχλητικές έως και εκρηκτικές καταστάσεις που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα των πανεπιστημίων μας και τα διαφοροποιούν αρνητικά από τα ομόλογά τους στον διεθνή χώρο, οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις είναι αποσπασματικές και άτολμες.
Οι προβλεπόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις για τους ΕΛΚΕ (διαχειριστικές μονάδες της πανεπιστημιακής έρευνας), αν και βελτιωτικές σε κάποια επί μέρους σημεία, δεν τους διαχωρίζουν από το δημόσιο λογιστικό, και άρα δεν τους προσδίδουν την πρέπουσα αυτοδιοίκητη οντότητα, την οποία θα αποκτούσαν αν είχαν μετατραπεί σε ΝΠΙΔ με αξιοκρατική επιλογή διοίκησης. Είναι βέβαιο ότι τα βελτιωτικά αυτά μπαλώματα δεν θα λύσουν τα προβλήματα της αναποτελεσματικής διαχείρισης και της φυγής της έρευνας από τα πανεπιστήμια.
Στο θέμα της συνεχιζόμενης ανομίας στα πανεπιστήμια, αν και νομοθετικά καταργήθηκε το άσυλο, και η Αστυνομία (άλλοτε καλώς, άλλοτε κακώς) μπορεί να μπαίνει στους πανεπιστημιακούς χώρους, η κατάσταση συνεχίζει να είναι εκρηκτική. Για παράδειγμα, στο ΕΜΠ το τελευταίο διάστημα φοιτητικές παρατάξεις έκαναν πολυήμερες καταλήψεις των κτιρίων της διοίκησης και του ΕΛΚΕ, με σοβαρές επιπτώσεις, οικονομικές και λειτουργικές. Οι φοιτητές αυτοί ανεμπόδιστα ολοκλήρωσαν το έργο τους ατιμώρητοι, για να το επαναλάβουν κάθε φορά που δεν τους αρέσει κάτι. Είναι έργο προφανώς εισαγγελέα, αλλά και της ακαδημαϊκής κοινότητας να αποφασίσει να επιβάλει επιτέλους πειθαρχικές κυρώσεις σε όσους φοιτητές παρανομούν. Εχοντας ασκήσει διοίκηση αρκετά χρόνια, καταλαβαίνω απόλυτα πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι αυτό. Σημαντική βοήθεια εδώ θα ήταν η ύπαρξη μιας ρητής πρόβλεψης αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων στον Εσωτερικό Κανονισμό, όπως και η δημιουργία από την Πολιτεία μιας ισχυρής μονάδας φύλαξης εγκαταστάσεων που θα μπορεί να παρέχει προστασία με επαγγελματικό τρόπο. Με ευθύνη όλων μας η έκνομη αυτή κατάσταση συνεχίζεται για πολλά χρόνια και πρέπει πλέον να αντιμετωπισθεί ριζικά με όλα τα νόμιμα μέσα.
Αλλο σοβαρό θέμα που άπτεται της πολυσυζητημένης αξιολόγησης των πανεπιστημίων δεν ξεκινάει σωστά. Θεσμοθετείται μια νέα ανεξάρτητη αρχή αξιολόγησης των πανεπιστημίων (ΕΘΑΑΕ) σε αντικατάσταση της ΑΔΙΠ. Για να γίνουν οι αξιολογήσεις όλων των ιδρυμάτων, όπως προβλέπεται, έτσι ώστε να εκτιμηθεί αξιοκρατικά η κατάσταση που επικρατεί σήμερα, θα πρέπει πρώτα να οργανωθεί ο νέος αυτός θεσμός, να στελεχωθεί, να γίνουν οι σχετικές επιτροπές, να συγκεντρωθούν τα στοιχεία κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι θα μεσολαβήσει ένα σημαντικότατο χρονικό διάστημα μέχρι να γίνουν οι πρώτες αξιολογήσεις και να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Αν ο πανεπιστημιακός χάρτης μείνει ως έχει σήμερα, με όλες πρακτικά τις τεχνολογικές εκπαιδευτικές μονάδες της χώρας να έχουν μετονομασθεί μαζικά και χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση σε πανεπιστήμια, είναι βέβαιο ότι η κατάσταση δεν θα διορθώνεται. Δεν ξέρω αν θα βρεθούν κάποιοι να πάρουν το πολιτικό και κοινωνικό κόστος, που μεγαλώνουν δυσανάλογα όσο ο χρόνος περνάει, και να υποβαθμίσουν το καθεστώς εκπαιδευτικών, φοιτητών και αποφοίτων ιδρυμάτων και τμημάτων που ενδεχομένως τύχουν χαμηλής αξιολόγησης έπειτα από τόσο μεγάλο διάστημα από την πανεπιστημιοποίησή τους. Θα ήταν σαφώς καλύτερα αν θα μπορούσε τώρα στην αρχή να επανέλθει ο πανεπιστημιακός χάρτης στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή εκεί που τον άφησε προ ετών το προηγούμενο σχέδιο αναμόρφωσής του, το τελευταίο σχέδιο ΑΘΗΝΑ. Οχι ότι τότε έγινε κάτι αξιόλογο με αυτό. Ηταν και αυτό ψευδεπίγραφο, αφού δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα προς το καλύτερο, ωστόσο δεν μετονόμασε και συγχώνευσε σε πανεπιστήμια τα ΤΕΙ, ούτε δημιούργησε συλλήβδην πανεπιστημιακά τμήματα χωρίς αξιολόγηση. Δεν αρκεί η αναστολή λειτουργίας των 37 νέων τμημάτων που δεν πρόλαβαν να λειτουργήσουν άμεσα. Θα πρέπει να ληφθεί ανάλογη πρόνοια και για όλα τα άλλα παρόμοια που πρόλαβαν και λειτούργησαν. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να νομοθετηθεί ως σημερινό καθεστώς ένα μεταβατικό με χαρακτηριστικό συστατικό ονομασίας (π.χ. Εφαρμογών) και η όποια ενδεχόμενη αναβάθμιση να μπορεί να αποδοθεί μόνο έπειτα από επιτυχή ολοκλήρωση της κατάλληλης αξιολόγησης από μια πραγματικά όμως ανεξάρτητη αρχή που θα λειτουργεί χωρίς πιέσεις και σύμφωνα με διεθνή πρότυπα. Είναι πιστεύω σαφές ότι η όποια μελλοντική αξιολόγηση και συνεπακόλουθη αναδιάταξη του χάρτη των πανεπιστημίων θα είναι αποτελεσματικότερες αν γίνουν χωρίς αυθαίρετα «κεκτημένα», των οποίων η δυναμική πολύ δύσκολα ανατρέπεται.
Οι ακραίες καταστάσεις που αφορούν θέματα ανομίας, αναξιοκρατίας και παραλυτικής γραφειοκρατίας πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα και ριζικά, χωρίς δισταγμούς και φόβους, τόσο θεσμικά όσο και στην πράξη. Αυτά είναι πολύ σημαντικότερα άλλων επί μέρους θεμάτων, όπως η κατανομή της χρηματοδότησης με βάση την αξιολόγηση, κ.λπ. Προέχει δε να λυθούν άμεσα, γιατί αποτελούν τα θεμέλια ενός αποτελεσματικού και δημοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος πάνω στα οποία μπορούν να στηριχθούν η αξιοκρατική αλλά και ευνομούμενη εξέλιξη και ανάπτυξη των ιδρυμάτων.
Η κυρία Μαρία Α. Μιμίκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ.