Οι ανισότητες στην κατανάλωση, στα εισοδήματα και στον πλούτο αποτελούσαν πάντοτε το πιο επικίνδυνο ναρκοπέδιο της κοινωνίας. Αν αποκτούσαν μεγάλη έκταση προκαλούσαν σφοδρές αντιδράσεις, από διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις έως εξεγέρσεις, πολέμους και κύματα μετανάστευσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά κράτη εφάρμοσαν πολιτικές που περιόρισαν τις αιτίες και τις συνέπειες των ανισοτήτων, σήμερα όμως εξαπλώνονται πάλι και μάλιστα σε τρεις πλέον διαστάσεις: εθνικές με βάση την κατανομή εισοδήματος και πλούτου, γεωγραφικές που προκαλούνται από την άνιση ανάπτυξη ανάμεσα στις διάφορες χώρες, καθώς και ανισότητες μεταξύ γενεών όταν οι προοπτικές ευημερίας στενεύουν για τους νεότερους.
Εθνικές ανισότητες
Την απόσταση μιας κοινωνίας από την ιδανική κατανομή εισοδήματος τη μετράμε με την κλίμακα Gini και όσο μεγαλύτερη βρεθεί τόσο πιο οξυμμένες ανισότητες υπάρχουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η πιο μεγάλη ανισοκατανομή της τελευταίας δεκαετίας εντοπίζεται στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική με μέσο όρο περίπου 45%. Οι λιγότερες ανισότητες βρίσκονται στην Ευρώπη με μέσο όρο Gini 31% και ακόμα χαμηλότερα στις σκανδιναβικές χώρες με 25%. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι δεν είναι ο πλούτος μιας χώρας που οδηγεί αναπόφευκτα σε μεγάλες ανισότητες αλλά η κατανομή του και οι πολιτικές που εφαρμόζονται.
Στις ΗΠΑ ο δείκτης Gini ξεπέρασε ήδη το 41% και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνεται και άλλο μετά τις φοροαπαλλαγές του Τραμπ για τα υψηλά εισοδήματα και τις περικοπές στο πρόγραμμα περίθαλψης. Ομως το ψητό βρίσκεται στους λεγόμενους υπερπλουσίους που αποτελούν μόλις το ένα εκατοστό του πληθυσμού αλλά – όπως έδειξε μια πρόσφατη μελέτη του Τομά Πικετί – κατέχουν το 15% έως 20% των συνολικών εισοδημάτων ή έστω κάπως λιγότερα αν εκτιμηθούν τα καθαρά εισοδήματα χωρίς τους φόρους.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η πρόσφατη κρίση επέτεινε τις ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Στην Ελλάδα η εσωτερική υποτίμηση έπληξε κυρίως τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, προκαλώντας σημαντική άνοδο της εισοδηματικής ανισότητας. Σήμερα, το μερίδιο των μισθωτών έχει πέσει στο 49% του ΑΕΠ από το 54% που βρισκόταν το 2010 και ο δείκτης Gini σκαρφάλωσε στο 36%, αισθητά πάνω από το επίπεδο πριν την κρίση. Παρομοίως, οι Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Κύπρος που εφάρμοσαν ανάλογες πολιτικές, είδαν τα μερίδια των μισθών να συρρικνώνονται και έχουν πλέον τους υψηλότερους δείκτες ανισότητας της Ευρωζώνης.
Γεωγραφικές ανισότητες
Οι ανισότητες ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχότερες χώρες ήταν θεαματικές τον προηγούμενο αιώνα, μετριάστηκαν όμως σημαντικά την τελευταία εικοσαετία. Λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης αλλά και τον έλεγχο της υπερ-γεννητικότητας στην Κίνα, στην Ινδία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες, το χάσμα έκλεισε αισθητά, αν και όχι στον ίδιο βαθμό για όλες τις περιοχές του πλανήτη. Για παράδειγμα, το 2000 το μέσο εισόδημα ενός κατοίκου της Ιταλίας ήταν δέκα φορές μεγαλύτερο από του μέσου Κινέζου, ενώ σήμερα είναι μόλις διπλάσιο και σύντομα θα συμπέσουν.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι στην εκρηκτική άνοδο της κατανάλωσης την τελευταία δεκαετία, το μεγαλύτερο μερίδιο το είχαν κυρίως οι πρώην φτωχότεροι της Ασίας, διαμορφώνοντας έτσι μια παγκόσμια μεσαία τάξη που δεσπόζει πλέον στη διεθνή ζήτηση τεχνολογίας, εκπαίδευσης και τουρισμού. Στη Λατινική Αμερική τα φτωχά στρώματα βελτιώθηκαν μεν αλλά λιγότερο από την Ασία επειδή εκεί κυριάρχησαν για άλλη μια φορά οι υπερπλούσιοι, διαιωνίζοντας τις χρόνιες ανισότητες της περιοχής.
Η Αφρική είναι πιο περίπλοκη. Περίπου τα δύο τρίτα από την άνοδο της κατανάλωσης την τελευταία δεκαετία πήγαν στους πολύ φτωχούς πληθυσμούς που επιβίωναν με λιγότερο από δύο δολάρια την ημέρα, πλην όμως το βιοτικό επίπεδο παραμένει ακόμα απελπιστικά χαμηλό. Καθώς μάλιστα η κλιματική αλλαγή κάνει ακόμα πιο δύσκολη την καλλιέργεια και τη διατροφική αυτάρκεια, θα εντείνεται η μαζική μετανάστευση προς την Ευρώπη, την Αμερική αλλά και την Ασία, σε μια κλίμακα που υπερβαίνει οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι σήμερα.
Ανισότητες γενεών
Η τρίτη διάσταση των ανισοτήτων εκδηλώνεται κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, ανάμεσα στους millennials που γεννήθηκαν γύρω στο 2000 και στους boomers που γεννήθηκαν μετά το 1950. Καθώς οι κοινωνίες έβγαιναν αποδεκατισμένες και κατεστραμμένες από τον πόλεμο, οι νεοεισερχόμενοι τα είχαν όλα προς κατάκτηση: απασχόληση, κοινωνική ασφάλιση, δικό τους σπίτι και φυσικό περιβάλλον να το αξιοποιήσουν όσο ήθελαν. Τα «καπάρωσαν» όλα, αλλά τώρα τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους για πρώτη φορά θα έχουν ευκαιρίες λιγότερες από τους γονείς τους. Οι δουλειές λίγες, ο μισθός ψαλιδίζεται από τις υψηλές εισφορές, και τα σπίτια είναι πανάκριβα, καθώς οι επενδύσεις της διεθνούς μεσαίας τάξης στρέφονται μαζικά στην κατοικία και έκαναν τις τιμές απλησίαστες.
Πολιτικές
Σήμερα, η πιο έντονη συζήτηση για τις ανισότητες γίνεται στις ΗΠΑ και το σύνθημα των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2020 θα είναι η αυξημένη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Εμβληματικοί υπερπλούσιοι – όπως ο Γουόρεν Μπάφετ και ο Μπιλ Γκέιτς – το επιζητούν οι ίδιοι, ομολογώντας την ήπια φορολογία που έχουν ως τώρα.
Η φορολόγηση των υπερπλουσίων είναι απόλυτα δίκαιη, αλλά για να είναι και αποτελεσματική χρειάζεται επαρκής στεγανοποίηση για να μην κρύβονται σε οφσόρ, και προπάντων διεθνή συντονισμό ώστε οι άλλες χώρες να μη μειώνουν ανέντιμα τους φόρους για να τους προσελκύσουν. Η καλύτερη λύση θα ήταν να διαμορφωθούν κανόνες φορολογίας του μεγάλου πλούτου για όλη την Ευρωζώνη, με κοινό μηχανισμό είσπραξης και κατανομής.
Αίτια και θεραπεία
Και πάλι όμως έτσι θεραπεύονται κάπως οι εκδηλώσεις των ανισοτήτων, αλλά όχι τα αίτια. Αυτά απαιτούν ένα νέο κύμα ευκαιριών απασχόλησης, καλύτερων μισθών και στεγαστικών παροχών σε κάθε χώρα, πράγμα που γίνεται μόνο με ανάλογες επενδύσεις στην παραγωγή και στις νέες κατοικίες.
Σε διεθνές επίπεδο, η αντιμετώπιση των γεωγραφικών ανισοτήτων για να μετριαστούν τα μαζικά κύματα μετανάστευσης θέλει επίσης μεγάλες επενδύσεις, γρήγορη ανάπτυξη και κυρίως τοπική συμμετοχή σε μια καλύτερη διαβίωση. Το κλειδί είναι πλέον η Αφρική. Σε αντίθεση επίσης με τη στασιμότητα που αναμένεται να έχει ο πληθυσμός της Ασίας, στην Αφρική ως το 2050 θα έχει διπλασιαστεί φτάνοντας τα 2,5 δισεκατομμύρια. Προφανώς τα απαιτούμενα κεφάλαια είναι τεράστια, αλλά η Δύση αργά ή γρήγορα θα πρέπει να καταβάλει το αντίτιμο της μακράς αποικιοκρατίας.
Στο μεταξύ, η τεχνολογία έχει κάνει άλματα και συνεπώς το κύμα των επενδύσεων μπορεί να αποδώσει μόνο αν το ανθρώπινο δυναμικό καταρτιστεί επαρκώς και μάθει πώς να μαθαίνει τις νέες γνώσεις. Για τον λόγο αυτόν η προτεραιότητα σε όλες τις χώρες πλέον είναι η εκπαίδευση σε όλες τις ηλικίες με αιχμή τη γλώσσα, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Από την Κορέα και το Βιετνάμ ως την Πορτογαλία και την Κόστα Ρίκα, στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η συζήτηση για το ποιο σύστημα είναι πιο δημιουργικό και δίνει τα καλύτερα εφόδια στη νέα γενιά. Στην Ελλάδα βέβαια ακόμα συζητάμε αν οι μολότοφ στα πανεπιστήμια είναι δικαίωμα κτήσης ή αδίκημα χρήσης και φυσικά δεν μας μένει καιρός για τα υπόλοιπα.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.