Η πολιτεία θεσπίζει αυστηρούς νόμους για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των δημόσιων ΑΕΙ, ενώ δεν φέρνει κανέναν νέο νόμο σχετικά με τον έλεγχο ή τις προδιαγραφές λειτουργίας των κολεγίων – παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ, οι απόφοιτοι των οποίων περνούν πλέον από τις «ανοικτές» πύλες του ΑΣΕΠ.
Μάλιστα, σε αντίθεση με τη νομοθεσία του παρελθόντος, το δικαίωμα αυτό δεν αφορά πλέον μόνο τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που συνεργάζονται με ελληνικά ιδιωτικά κολέγια, αλλά όλες τις χώρες του κόσμου.
Κερδισμένοι οι ιδιωτικοί όμιλοι
Ποιος θα ξεκαθαρίζει τον «άριστο» από τον απλά «καλό»; Πάντως όχι η νέα ΑΔΙΠ, η αρχή δηλαδή που θα αναλάβει την αξιολόγηση και πιστοποίηση των ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ συνδέοντας την αριστεία με τη χρηματοδότησή τους.
Ετσι, με τα πτυχία των δημόσιων ΑΕΙ, για τα οποία χιλιάδες νέοι και νέες διαγωνίζονται κάθε χρόνο σε ένα απαιτητικό εξεταστικό σύστημα, να «θολώνουν» ανοίγει η αγορά στην εκπαίδευση της χώρας.
Ειρωνεία στα παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι το μόνο που δεν μπορούν να κάνουν στη χώρα μας πλέον οι πτυχιούχοι κολεγίων που συνεργάζονται με ξένα ΑΕΙ είναι ακαδημαϊκή καριέρα στα δημόσια πανεπιστήμια!
Κερδισμένοι από τη «μάχη» που έγινε την περασμένη εβδομάδα στο Κοινοβούλιο, κατά την ψήφιση της περίφημης διάταξης για την πρόσληψη στην εκπαίδευση της χώρας αποφοίτων κολεγίων – παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ, φαίνεται ότι είναι οι μεγάλοι όμιλοι ιδιωτικών κολεγίων στην Ελλάδα, πολλοί από τους οποίους ψάχνουν ήδη κτίρια για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους.
Είχε προηγηθεί βέβαια μια «απειλητική» επιστολή της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς τη χώρα μας, στην οποία αναφερόταν ότι «κανένας λόγος γενικού συμφέροντος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση αναγνώρισης τίτλου σπουδών απλώς και μόνο λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει παρασχεθεί η εκπαίδευση στο άλλο κράτος-μέλος». Το περιεχόμενό της το υπουργείο Παιδείας δεν το έδωσε στη δημοσιότητα για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», αλλά κυκλοφόρησε σύντομα στα δημοσιογραφικά γραφεία.
Οι προσλήψεις και η fast track διαδικασία
Τα παραπάνω άνοιξαν συζητήσεις και προβληματισμό για τη διαδικασία που επελέγη από το υπουργείο Παιδείας, αλλά και για τις «γκρίζες ζώνες» που συνοδεύουν τη διάταξη για την αναγνώριση των πτυχιούχων κολεγίων στην εκπαίδευση.
Κι αυτό γιατί η ψήφιση της διάταξης έγινε εν μέσω της προκήρυξης για τις προσλήψεις 5.250 μόνιμων εκπαιδευτικών στη γενική εκπαίδευση, παρουσιάστηκε από το υπουργείο Παιδείας και ψηφίστηκε σε λίγα εικοσιτετράωρα χωρίς να περάσει από δημόσια διαβούλευση και δεν συνοδεύτηκε από την επίσημη κατάθεση της αλληλογραφίας του υπουργείου Παιδείας με τα ευρωπαϊκά όργανα. Παράλληλα, η διάταξη συμπεριέλαβε στην ισχύ της τους πτυχιούχους κολεγίων που συνεργάζονται με τα πανεπιστήμια όλων των χωρών της υφηλίου, παρότι η χώρα μας ήταν υποχρεωμένη να νομοθετήσει μόνο για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για την περίπτωση της Βρετανίας και του Brexit θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν εξειδικευμένες ρυθμίσεις, ανέφεραν νομικοί που σχολίαζαν το θέμα τις προηγούμενες ημέρες.
Ετσι, οι απόφοιτοι κολεγίων που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της ΕΕ ή τρίτων χωρών θα γίνονται πλέον δεκτοί για προσλήψεις στα σχολεία της χώρας εφόσον έχουν αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ, απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάση του ΠΔ 38/2010 ή απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναφή τίτλο σπουδών με τον εκπαιδευτικό κλάδο.
Παράλληλα, ενώ η κυβέρνηση νομοθέτησε υπέρ της αριστείας στο θέμα των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, συνδέοντας για πρώτη φορά τη χρηματοδότηση με την αξιολόγησή τους (κάτι που κρίνεται στη σωστή κατεύθυνση), δεν συμπεριέλαβε στον νόμο της καμία νέα διάταξη σχετική με τον έλεγχο των κολεγίων που είναι παραρτήματα ΑΕΙ του εξωτερικού, στο επίπεδο τουλάχιστον των εγκαταστάσεων (βιβλιοθηκών, εργαστηρίων κ.λπ.) ή εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρονται εντός της χώρας μας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ανέφερε στη Βουλή και η υπουργός Παιδείας, αντίστοιχος νόμος είχε ψηφιστεί και στο παρελθόν στη χώρα και είχε εφαρμοστεί και από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και την κατάργησε τελικά λίγο πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, με αποτέλεσμα να δεχτεί κριτική για προεκλογικού τύπου ρυθμίσεις. Την περίοδο εκείνη είχαν γίνει προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών με πτυχία ιδιωτικών κολεγίων παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ, ωστόσο, όπως αναφέρουν οι εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες της χώρας, η διάταξη που εφαρμόστηκε περιελάμβανε μόνο τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η ευρωπαϊκή εντολή και το ελληνικό Σύνταγμα
Το θέμα προκάλεσε συζητήσεις τις προηγούμενες ημέρες, καθώς υπήρξε αλληλογραφία του υπουργείου Παιδείας με τα όργανα της ΕΕ αλλά και μια επιστολή του Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αναφορά ειδικά σε περιπτώσεις εκπαιδευτικών στις πρώτες σελίδες της, η οποία επισήμαινε την ελλιπή εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας περί αναγνώρισης των πτυχίων που εκδίδονται απο ευρωπαϊκά πανεπιστήμια σε συνεργασία με κολέγια. Για το ίδιο θέμα είχε υπάρξει και απάντηση του αρμόδιου Οργανισμού για την ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων (ΔΟΑΤΑΠ). Οι εκπρόσωποί του αναφέρθηκαν στους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του Οργανισμού σε συνδυασμό με την εθνική νομοθεσία και το άρθρο 16 του Συντάγματος, καταλήγοντας στο ότι εάν προχωρήσουν σε εξέταση επαγγελματικών ισοτιμιών αλλοδαπών τίτλων, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «ανεπίτρεπτη παραβίαση των παραπάνω διατάξεων του Συντάγματος».
Η πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ κυρία Ελένη Παπαδοπούλου (η θητεία της οποίας έχει λήξει) δηλώνει στο «Βήμα» ότι οι εκπαιδευτικοί είναι ένα επάγγελμα το οποίο προϋποθέτει και ακαδημαϊκό τίτλο. Εξηγεί ότι η ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων εξισώνεται τώρα με τα επαγγελματικά προσόντα των υποψηφίων και περιγράφει το χρονικό της ανταλλαγής επιστολών με την ΕΕ.
Ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ κ. Θεόδωρος Τσούχλος μιλάει για υποβάθμιση των πτυχιούχων των ελληνικών ΑΕΙ που τελειώνουν 4ετείς κύκλους σπουδών, σε αντίθεση με εκείνους των κολεγίων που κάνουν 3ετείς σπουδές, και διαβλέπει κλείσιμο πολλών περιφερειακών παιδαγωγικών τμημάτων της χώρας, τα οποία δεν θα προτιμούν πλέον οι οικογένειες που μπορούν να πληρώσουν τα απαιτούμενα δίδακτρα.
«Σκοπός της πολιτείας πρέπει να είναι η πρόσληψη στη δημόσια εκπαίδευση τους καλύτερων» δηλώνει στο «Βήμα» ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Φιλοσοφικής Σχολής του κ.
Δ. Καραδήμας. «Ο νόμος που ψηφίστηκε τελικά χαλαρώνει τα κριτήρια και δίνει το αντίθετο μήνυμα στην κοινωνία και στους λειτουργούς της εκπαίδευσης, καθώς εξομοιώνει διαφορετικές καταστάσεις, δημιουργεί μια κατηγορία για όλους, ανεξάρτητα από το επίπεδο των προσόντων, και δεν ακολουθεί την αρχή της αξιοκρατίας».