Η εξελισσόμενη ελληνοτουρκική κρίση, κατά κοινή ομολογία, βασανίζει την κυβέρνηση και απασχολεί εντόνως τον ελληνικό λαό.
Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την τουρκική διεκδίκηση και επιθετικότητα και δικαίως ανησυχούν.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν γνωρίζουν ότι οι γείτονες χρησιμοποιούν το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα πιέζοντας πολλαπλώς τη χώρα μας.
Αυτή τη στιγμή κοινή είναι η πεποίθηση ότι βιώνουμε μια κρίση Ιμίων χωρίς Ιμια, μια κατάσταση αντίστοιχη εκείνης του 1996 με επαπειλούμενο ένα θερμό επεισόδιο, άγνωστης έκτασης και έκβασης.
Ουσιαστικά είναι σαν να έχουμε γυρίσει 24 χρόνια πίσω, μόνο που το επίδικο τούτη τη φορά είναι ευρύτερο και η διαφορά απείρως σημαντικότερη.
Τότε σκοπός της τουρκικής παρέμβασης ήταν το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου μέσω της αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας κάποιων βραχονησίδων, ενώ τώρα αμφισβητούνται ευθέως κυριαρχικά μας δικαιώματα σε μια ευρύτερη περιοχή, με σκοπό τη διεκδίκηση του υποθαλάσσιου πλούτου της.
Κοινή είναι η πεποίθηση επίσης ότι η εξελισσόμενη κρίση θα περάσει από σαράντα κύματα και όπως λέει ένας εκ των χειριστών, «τα πράγματα θα χειροτερεύσουν πριν βελτιωθούν».
Πράγμα που σημαίνει ότι στην κυβέρνηση αναμένουν ανεπιθύμητα γεγονότα, προετοιμάζονται για αυτά και βεβαίως κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να αποτραπούν.
Ολη η διπλωματική προσπάθεια των τελευταίων μηνών, οι διεθνείς επαφές και διαβουλεύσεις του Πρωθυπουργού επίσης σκοπό έχουν ακριβώς να αποτρέψουν μια ζημιογόνο για όλες τις πλευρές σύγκρουση.
Να αναδείξουν κατά βάση την αυθαίρετη τουρκική διεκδίκηση, να καταστήσουν σαφές ότι τελεί εν αδίκω, ότι παραβιάζει κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και μαζί να βεβαιώσουν το αυτονόητο επίσης, ότι οποιαδήποτε παραβίαση θα έχει συνέπειες για την ειρήνη στην περιοχή.
Και έτσι να ορθωθεί ένα διπλό – διπλωματικό και αμυντικό – τείχος αποτροπής, που θα καθιστά προβληματική και ζημιογόνο οποιαδήποτε τουρκική απόπειρα.
Κακά τα ψέματα, η ελληνική στρατηγική είναι στρατηγική «μη πολέμου», όπως θα έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Και δικαίως, γιατί η προηγούμενη εμπειρία μας ακόμη και από μια ελεγχόμενη σύγκρουση τύπου Ιμίων δεν είναι η καλύτερη.
Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι εξαιτίας της γιγαντώθηκε ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών, η οικονομία μας υπονομεύθηκε, το πολιτικό προσωπικό εκμαυλίστηκε και η χώρα, λίγα χρόνια αργότερα, χρεοκόπησε και εξ αυτού του λόγου.
Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική πολιτική οφείλει να εξαντλήσει κάθε περιθώριο άσκησης διεθνούς πίεσης στην Αγκυρα.
Ηδη ο ελληνικός διπλωματικός πυρετός αποδίδει. Μια ευρύτερη συμμαχία συγκροτείται βαθμιαία με τη Γαλλία, την Ιταλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τις υπόλοιπες χώρες της Βόρειας Αφρικής, η Γερμανία αναγκάζεται εκ των συνθηκών να χαρακτηρίσει παράνομη την τουρκική διεκδίκηση και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρότι δεν αρνούνται την Τουρκία ως σύμμαχό τους υποχρεώνονται να τοποθετηθούν υπέρ της χώρας μας.
Και βεβαίως οφείλουμε λόγω της αναγκαστικής γειτνίασης, αφού αποτρέψουμε την όξυνση, να οικοδομήσουμε σταδιακά συνθήκες ειρηνικής επίλυσης των όποιων διαφορών.
Η Ελλάδα και η Τουρκία, εκ της γεωγραφίας και μόνο, είναι υποχρεωμένες να καθίσουν κάποια στιγμή σε ένα κοινό τραπέζι διαπραγματεύσεων.
Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε. Εχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, και σε συνθήκες μάλιστα πολύ χειρότερες από τις σημερινές.
Είναι ζήτημα ενόρασης και πίστης των ηγεσιών σε ένα κοινό ειρηνικό μέλλον.