Το ΒΗΜΑgazino -που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής»- φιλοξένησε τον περασμένο Ιούνιο στο εξώφυλλο του τον θρυλικό μπασκεμπολίστα του ΝΒΑ, Κόμπι Μπράιαντ ο οποίος σκοτώθηκε μετά από συντριβή του ελικοπτέρου στο οποίο επέβαινε στο Καλαμπάσας της Καλιφόρνια, κοντά στο Λος Άντζελες,.
Στο κείμενο που ακολουθεί ξεδιπλώνεται το επεισοδιακό life story του «Black Mamba»…
Οι 73οι τελικοί του ΝΒΑ που ξεκίνησαν στις 30 Μαΐου 2019 στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού χαρακτηρίζονται από μια σπάνια ιδιαιτερότητα – την έλλειψη ενός αδιαμφισβήτητου αστέρα. Ο Λεμπρόν Τζέιμς, μόνιμος θαμώνας τους από το 2010, ξεκουράζεται ήδη από τον Απρίλιο μετά την πρώτη του – απογοητευτική – χρονιά στους Λος Αντζελες Λέικερς. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, στην πρώτη του εντυπωσιακή πορεία με τους Μιλγουόκι Μπακς προς το τρόπαιο, απέτυχε στο τελευταίο εμπόδιο. Ως και ο μεγάλος Κέβιν Ντουράντ των Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς, που βρίσκονται στην τελική ευθεία για πέμπτη συνεχόμενη φορά, επίτευγμα που καμία ομάδα δεν είχε καταφέρει μετά τις δέκα εμφανίσεις των Σέλτικς από το 1957 έως το 1966, ταλαιπωρείται από τραυματισμό και είναι άγνωστο αν θα προλάβει τη σειρά.
Ποιοι μένουν; Ο Στέφεν Κάρι του Γκόλντεν Στέιτ της Δύσης είναι ίσως ο κορυφαίος σουτέρ όλων των εποχών, αλλά ποτέ δεν είχε την ακτινοβολία των προηγούμενων. Και ο Καουάι Λέοναρντ των Τορόντο Ράπτορς, αντιπάλων της Ανατολής, είναι ένας εργάτης του γηπέδου, άφθαστος σε επίθεση και άμυνα, τόσο όμως διακριτικός, ήσυχος και αφανής εκτός των τεσσάρων γραμμών ώστε να μην υπάρχει σχεδόν έξω από το παρκέ. Για την ακρίβεια, ο τελευταίος άνθρωπος του ΝΒΑ για τον οποίο ξεσηκώνονταν πλήθη παγκοσμίως, από το Λος Αντζελες έως την Κίνα, κυρίως για να τον αποθεώσουν, αλλά και για να τον πικάρουν, να τον αποδοκιμάσουν, να τον χλευάσουν, παρακολουθεί από το 2016 το άθλημα που υπηρέτησε επί 20 χρόνια από την πολυθρόνα του. Ο Λεμπρόν δεν λατρεύτηκε τόσο πολύ, ο Γιάννης είναι ακόμη στην αρχή, ο Κόμπι Μπράιαντ όμως ήταν η τελευταία τόσο κυρίαρχη, τόσο διχαστική φιγούρα του αμερικανικού μπάσκετ.
Πέντε φορές πρωταθλητής του ΝΒΑ (2000, 2001, 2002, 2009, 2010), πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος για δύο συνεχείς χρονιές (2006-2007), δύο φορές MVP των τελικών, μία φορά πολυτιμότερος παίκτης της κανονικής περιόδου, 18 παρουσίες σε All-Star Game, δύο ολυμπιακά χρυσά μετάλλια σε Πεκίνο το 2008 και Λονδίνο το 2012, 33.643 πόντοι, 680 εκατ. δολάρια σε συνολικές μισθολογικές απολαβές, ένα Οσκαρ το 2017 για το «Dear Basketball», το μικρού μήκους φιλμ που έβαλε σε κινούμενα σχέδια τους στίχους με τους οποίους ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το μπάσκετ στον ιστότοπο «The Players’ Tribune» τον Νοέμβριο του 2015. Είναι μάλιστα ο πρώτος Αφροαμερικανός που λαμβάνει το χρυσό αγαλματίδιο στη συγκεκριμένη κατηγορία και ο πρώτος εν αποστρατεία επαγγελματίας αθλητής που προτείνεται και τιμάται με Οσκαρ στην ιστορία του κινηματογραφικού θεσμού. Δεν είναι αυτή η πλήρης λίστα των επιτευγμάτων του, αυτή θα ήταν ατελείωτη.
Ο Μπράιαντ κατάφερε περισσότερα από τους περισσότερους, όπως έγραφε ο Μπέντζαμιν Χόφμαν στους «New York Times» τον Νοέμβριο του 2015. Δεν κατάφερε όμως τα πάντα. Δεν πέρασε τους έξι τίτλους του Μάικλ Τζόρνταν, όπως το επιθυμούσε διακαώς. Δεν κατάφερε τελικά να αφήσει πίσω του τους 100 πόντους του Γουίλτ Τσάμπερλεν απέναντι στους Φιλαντέλφια Γουόριορς το 1962, όπως θα πίστευαν όσοι τον είδαν να πετυχαίνει 81 ενάντια στους Τορόντο Ράπτορς στις 22 Ιανουαρίου 2006. Δεν έμεινε το «καλό παιδί» που όλοι επαινούσαν στην αρχή της καριέρας του, εξελίχθηκε στον «Black Mamba», το φαρμακερό φίδι που εκφόβιζε αντιπάλους στον αγωνιστικό χώρο και συμπαίκτες στα αποδυτήρια – ο άκαμπτος, αδίστακτος, απαιτητικός ηγέτης με τον οποίο κανείς άλλος μεγάλος σταρ δεν ήθελε να παίξει στα τελευταία χρόνια της 20ετούς παρουσίας του στους Λέικερς.
Στον κόσμο του «Black Mamba»
Χωρίς αμφιβολία, ο Κόμπι υπήρξε αθλητής-πρότυπο τόσο από την άποψη του επαγγελματισμού όσο και από εκείνη της αυτοπειθαρχίας. Συχνά αφηγείται πως όντας παιδί στην Ιταλία της δεκαετίας του ’80, όπου διέπρεπε ο πατέρας του, Τζο Μπράιαντ, μετά τη δική του καριέρα στο ΝΒΑ, έκανε σουτάκια σε μια φανταστική μπασκέτα στην πίσω αυλή και έπαιζε αγώνες ένας εναντίον ενός με τον εαυτό του. Η παιδική επιμονή μεταβλήθηκε σε ενήλικη εμμονή: οι ώρες στο γυμναστήριο, η εντατική παρακολούθηση αγώνων και αντιπάλων σε βίντεο, η διαρκής εξέλιξη των δεξιοτήτων του έγιναν από νωρίς θρύλος. Υπάρχει μια χαρακτηριστική ιστορία που αφηγείται ο αρθρογράφος Λι Τζένκινς στο περιοδικό «Sports Illustrated» τον Οκτώβριο του 2013. Εξι χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 2007, ο Ο. Τζ. Μέιο, ο κορυφαίος παίκτης σε λυκειακό επίπεδο, συμμετείχε στο camp που διοργάνωνε ο Κόμπι. Ο νεαρός ρώτησε τον 29χρονο τότε Μπράιαντ αν μπορούσαν κάποια στιγμή να προπονηθούν μαζί. «Ναι» του απάντησε εκείνος, «θα περάσω να σε πάρω στις 3». Την επόμενη ημέρα ο Μέιο τον συνάντησε ξανά και αναρωτήθηκε γιατί δεν εμφανίστηκε. «Στις 3 τα ξημερώματα εννοούσα» του απάντησε ο Μπράιαντ, «όχι στις 3 το απόγευμα». Ο Μέιο, ένας εξαιρετικά ταλαντούχος γκαρντ, δεν απέκτησε ποτέ το εργασιακό ήθος του Κόμπι: το 2016, όταν ήταν πια ο ίδιος 29 ετών, κόπηκε από το ΝΒΑ για χρήση ναρκωτικών και έκτοτε βγάζει τα προς το ζην στο Πουέρτο Ρίκο και στην Κίνα.
Αν κάτι διακρίνει τον πεντάκις πρωταθλητή από πλήθος παρόμοιων περιπτώσεων είναι ο αυτοέλεγχος. Ο Μπράιαντ είναι περιβόητος όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν τους τραυματισμούς του (όταν το 2014 υπέστη ρήξη αχίλλειου τένοντα ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί όρθιος και να ευστοχήσει στις δύο βολές του φάουλ που είχε κερδίσει προτού αποχωρήσει υποβασταζόμενος), αλλά κυρίως για τη σχοινοβασία της σεζόν 2003-2004, όταν δικαζόταν στο Κολοράντο κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού – πετούσε τακτικά εκεί για να είναι παρών στο δικαστήριο και ταυτόχρονα οδηγούσε τους Λέικερς στους τελικούς του πρωταθλήματος.
«Μόνο όταν όλα τα δεδομένα αποκαλυφθούν θα μάθουμε ποιος είναι πραγματικά ο Κόμπι Μπράιαντ» έγραφε στο «Sports Illustrated» ο Τζακ Μακ Κάλουμ τον Ιούλιο του 2003. Η υπόθεση έληξε με εξωδικαστικό συμβιβασμό και έτσι τα δεδομένα δεν μαθεύτηκαν ποτέ στην πληρότητά τους – ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο περί συναινετικού σεξ με μια 19χρονη ρεσεψιονίστ. Παρά τη θετική για τον ίδιο έκβαση, ο Μπράιαντ έχασε όλα του τα διαφημιστικά συμβόλαια (πλην εκείνου που μόλις είχε υπογράψει με τη Nike), μια απώλεια της τάξης των 20 εκατ. δολαρίων ετησίως. Δεν πτοήθηκε διόλου, γιατί η αυτοπεποίθηση δεν του έλειψε ποτέ. Σε μία από τις πρώτες διαφημίσεις του, με άφρο μαλλί και νεανικό χαμόγελο, ο Κόμπι συνιστούσε «να πιστεύεις στον εαυτό σου γιατί δεν θα το κάνουν οι άλλοι για σένα», ενώ γύρω του στριφογύριζαν οι διάφορες επικρίσεις που δεχόταν – δεν θα έπρεπε να βιάζεται, δεν θα έπρεπε να σουτάρει τόσο πολλά τρίποντα και ούτω καθεξής. Είναι ένα μήνυμα που κατεξοχήν τονίζει ακόμη και σήμερα στις παρουσιάσεις του – η δυσχέρεια ως κίνητρο ωρίμασης. «Στον κόσμο του Κόμπι ό,τι είναι εύκολο εκ φύσεως δεν αξίζει να θεωρείται πολύτιμο» έγραφε στο «Sports Illustrated» το 2014 ο Κρις Μπάλαρντ. Προσπαθώντας να εμφυσήσει το κατά Μπράιαντ «πνεύμα της άμιλλας» στην τότε οκτάχρονη κόρη του τής εξηγούσε ότι «μερικές φορές χάνεις, αυτό όμως σου θυμίζει πόσο πολύ θέλεις να κερδίζεις». Ο ίδιος ήθελε πάντοτε να κερδίζει, ιδιαίτερα εφόσον εξαρχής πίστευε ότι τον έκριναν αυστηρότερα από τους άλλους, μια και τόλμησε να πάει στο ΝΒΑ κατευθείαν από το λύκειο, χωρίς να περάσει πρώτα από το κολεγιακό πρωτάθλημα. Ασυνήθιστη τακτική το 1996, τον έκανε να φαίνεται στα μάτια πολλών ανώριμος και αλαζονικός: «Με το να παίζω καλά τούς δείχνω ότι απλώς δεν ξέρουν τι λένε» επεσήμανε στον Ιαν Τόμσεν του «SI» το 2000.
Μύκονος, βιβλία και επιχειρήσεις
Στην πραγματικότητα ο Μπράιαντ είναι κατά βάση φύσει περίεργος. Κυρίως για όσα έχουν σχέση με την καριέρα του, αλλά όχι αποκλειστικά. Κάποτε, έγραφε ο Λι Τζένκινς στο «Sports Illustrated» τον Οκτώβριο του 2015, πλησίασε τον Μάικλ Τζόρνταν και τον ρώτησε μια τεχνική λεπτομέρεια για τη γωνία βολής του σουτ του κερδίζοντας έτσι ένα πρώτο ίχνος σεβασμού από τον κορυφαίο όλων των εποχών. Η περιέργεια μοιάζει να τον έχει βοηθήσει και στη δύσκολη μετάβαση στο μεταμπασκετικό στάδιο. Πέρα από το να ασχολείται με τις κόρες του (η σύζυγός του, Βανέσα, είναι έγκυος στην τέταρτη και το ζεύγος αναζητεί, κατά κοινή ομολογία, έναν γιο για να κλείσει την πεντάδα), να σχολιάζει ενίοτε τα όσα συμβαίνουν στο ΝΒΑ, να κάνει διακοπές στη Μύκονο, στην οποία εθεάθη πολλάκις και οικογενειακώς, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένας πρώην αστέρας εθισμένος στον ανταγωνισμό; Η απάντηση ήταν τελικά αναπάντεχη: ο Κόμπι Μπράιαντ γράφει. Κάποια στιγμή το φθινόπωρο του 2017 αντιλήφθηκε ότι είχε μια ιστορία να διηγηθεί – αυτή πέντε νεαρών που παίζουν μπάσκετ στη φτωχογειτονιά μιας φανταστικής πόλης καθοδηγούμενοι από έναν προπονητή-μάγο ονόματι Γουίζεναρντ. «Εγραφα ασταμάτητα» έλεγε τον Μάρτιο του 2019, λίγο πριν από την κυκλοφορία του πρώτου τόμου της σειράς. «Πέντε ιστορίες, πέντε διαφορετικοί κόσμοι, πέντε βιβλία για τον καθένα, ίσως και οκτώ. Πολύ γράψιμο, πολλή σκέψη, ατέλειωτες νύχτες, ατέλειωτες μέρες». Για την ακρίβεια, ο Μπράιαντ έστησε το σκηνικό, το στόρι, τους χαρακτήρες – εξ ου και στο εξώφυλλο του «The Wizenard Series: Training Camp» (εκδ. Granity Studios) αναφέρεται ως «δημιουργός» με συγγραφέα τον Γουέσλι Κινγκ, γνωστό λογοτέχνη του χώρου της νεανικής μυθοπλασίας. Ο συνδυασμός των δύο ονομάτων έχει φτάσει ήδη έως την πρώτη θέση της λίστας των μπεστ σέλερ των «New York Times».
Από το μπάσκετ στη νεανική λογοτεχνία ο δρόμος είναι αναμφίβολα μακρύς. Μη νομίζετε ωστόσο ότι ο Κόμπι Μπράιαντ πορεύθηκε σε αυτόν τόσο παρορμητικά όσο αφήνει να εννοηθεί. Τα θεμέλια της απόφασης δεν τέθηκαν σε μία νύχτα. Της εταιρείας παραγωγής περιεχομένου προηγήθηκε το 2016 η ίδρυση μιας εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων, της έκδοσης του «Wizenard» το 2018 ένα αυτοβιογραφικό λεύκωμα («The Mamba Mentality», εκδ. MCD) με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και σκέψεις, ιδέες, παρατηρήσεις του ίδιου για το μπάσκετ. Ολα αυτά δεν είναι τυχαία. Προετοιμάστηκαν καιρό πριν, την εποχή του τελευταίου τραυματισμού του, το 2015, όταν μην μπορώντας να γυμναστεί περισσότερο από 45 λεπτά την ημέρα είχε άπλετο χρόνο να σκεφτεί. Τότε, γράφει ο Κρις Μπάλαρντ, άρχισε να διαβάζει τόμους ολόκληρους περί επιχειρηματικότητας, να αναζητεί κατευθύνσεις από άτομα που θαύμαζε και να κρατά λεπτομερείς σημειώσεις από «συζητήσεις με ανθρώπους που με εμπνέουν, πώς έφτιαξαν την επιχείρησή τους και άλλα τέτοια». Τηλεφώνησε έως και στον Τζόναθαν Αϊβ, επικεφαλής του τμήματος design της Apple, και στην Οπρα Γουίνφρεϊ. Και μετά άρχισε να σχεδιάζει το μέλλον του, όπως ακριβώς προσέγγιζε την παρουσία του στον επόμενο αγώνα – μεθοδικά, προσεκτικά, χωρίς φόβο, με πάθος.
Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑgazino της 2ας Ιουνίου 2019.