Η απορρύθμιση, η ρευστότητα και ο κατακερματισμός φαίνεται πως αποτελούν ένα είδος πολιτικής νεωτερικότητας του 21ου αιώνα. Ολοένα και συχνότερα οι εκλογές στις δυτικού τύπου δημοκρατίες διεξάγονται πρόωρα και δεν οδηγούν σε σταθερές κυβερνήσεις. Η σχέση των πολιτών με τα παραδοσιακά κόμματα περνά βαθιά κρίση, με το 78% να δηλώνει στο Ευρωβαρόμετρο ότι δεν τα εμπιστεύεται. Ως αποτέλεσμα, νέα κόμματα, νέα πολιτικά κινήματα, νέοι – μη πολιτικοί – σχηματισμοί δεν διαμορφώνουν μόνο συνθήκες ρήξης με το παρελθόν, αλλά τείνουν να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό πλαίσιο.
Η επέλαση του λαϊκισμού, η έξαρση του εθνικισμού, η θεοποίηση του αντισυστημισμού, η απαξίωση των παραδοσιακών ιδεολογιών, η αδυναμία πολιτικής συνεννόησης επιφέρουν δυσκολία σχηματισμού κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και τελικά αντίστοιχη δυσκολία διακυβέρνησης συνθέτοντας ένα περιβάλλον δυσκυβερνησίας.
Το φαινόμενο μπορεί να μην καταγράφεται στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή για μια σειρά λόγων, ωστόσο είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο:
Η Αυστρία είχε μεταβατική κυβέρνηση από τον Ιούνιο και μόλις αυτή την εβδομάδα συμφωνήθηκε ένας αβέβαιος – κατά πολλούς – κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και των Πρασίνων.
Στην Ισπανία, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις εκλογές σε ισάριθμα χρόνια και κάθε φορά απομάκρυναν τη χώρα από την πολιτική σταθερότητα, με την τελευταία κυβέρνηση Σοσιαλιστών – Podemos να θεωρείται αμφίβολης βιωσιμότητας, καθώς καλείται να επιβιώσει χάρη στην κοινοβουλευτική ανοχή των καταλανών αυτονομιστών.
H Ιταλία πέρασε προ μηνών ξανά μια μεγάλη κυβερνητική κρίση, μετά τη διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας των 5 Αστέρων και Λίγκας που οδήγησε στον δυσλειτουργικό κυβερνητικό συνασπισμό των 5 Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος.
Η Μεγάλη Βρετανία διένυσε τρία χρόνια πολιτικής αβεβαιότητας, καθώς η χώρα με ίσως το πλέον πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα εγκλωβίστηκε σε ισχνές κυβερνήσεις μειοψηφίας που αδυνατούσαν να κάνουν πράξη το Brexit.
Στη Δανία έχει σχηματιστεί κυβέρνηση μειοψηφίας, με τη στήριξη 6 κομμάτων.
Στην Τσεχία χρειάστηκαν 8 μήνες πολιτικών διαπραγματεύσεων το 2018 και μόλις έναν χρόνο μετά υπήρξε σειρά αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, των μεγαλύτερων από την εποχή της Βελούδινης Επανάστασης, με τους διαδηλωτές να κατηγορούν την κυβέρνηση ότι υποσκάπτει τη δημοκρατία στη χώρα.
Το Βέλγιο έχει μεταβατική κυβέρνηση εδώ και έναν χρόνο. Η έλλειψη πολιτικής συνεννόησης μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλόνων προκαλεί σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στη χώρα, ενώ οι περισσότεροι πιθανοί κυβερνητικοί συνδυασμοί δείχνουν είτε αδύνατοι είτε αδύναμοι.
Δεν πρόκειται για περιπτωσιολογία. Διαπιστώνεται συνολικότερα μια αποδιοργάνωση των πολιτικών συστημάτων.
Παρά ταύτα, δεν δημιουργείται ακυβερνησία, καθώς οι χώρες συνεχίζουν να κυβερνώνται και να λειτουργούν με έναν τρόπο.
Οι σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες έχουν στέρεες βάσεις και θεσμική επάρκεια που τους επιτρέπει να αντέχουν τις κυβερνητικές αναταράξεις και να πορεύονται, ακόμα και στον αυτόματο πιλότο. Προφανώς όμως αυτές οι αντοχές έχουν κάποια όρια. Τα προβλήματα χρειάζονται λύσεις, γενναίες αποφάσεις, συγκεκριμένη-φιλόδοξη στόχευση και μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό, ουσιαστικές-βαθιές μεταρρυθμίσεις, όχι μικροδιαχείριση όπως μπορεί να κάνει μια υπηρεσιακή κυβέρνηση ή μια οριακή πλειοψηφία συγκαταβατικής συνεργασίας.
Η απαξίωση του πολιτικού συστήματος φέρνει την εκλογική του αποσάθρωση και αυτή με τη σειρά της εκ νέου την απαξίωση. Δημιουργείται έτσι ένα επικίνδυνο σχήμα που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του φαύλου κύκλου και ενός καθοδικού σπιράλ.
Η κατάσταση της δυσκυβερνησίας είναι επικίνδυνα ολισθηρή, καθώς μια επαναλαμβανόμενη αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος θα μπορούσε να φτάσει να επηρεάσει την ίδια τη Δημοκρατία στον πυρήνα της.
Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι ακόμα και η Δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Οι αρετές της δεν την καθιστούν άτρωτη. Δεν είναι απαραίτητο να βγουν τα τανκς στους δρόμους και να επαναληφθούν πραξικοπήματα τύπου 20ού αιώνα. Μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες η Δημοκρατία μπορεί να αποδυναμώνεται, χωρίς να καταλύεται πλήρως. Ή όπως γράφει ο David Runciman στο τελευταίο του βιβλίο, «Η Δημοκρατία μπορεί να αποτύχει παραμένοντας (τυπικά) άθικτη».
Στην έρευνα του Intelligence Unit του Economist, καταγράφεται ενίσχυση των ατελών δημοκρατιών και των υβριδικών καθεστώτων. Η επιστροφή του θαυμασμού σε απολυταρχικές ιδέες, η λατρευτική αντιμετώπιση του πολιτικού αντισυστημισμού, η φθορά των δημοκρατικών θεσμών, σε συνδυασμό με την άνοδο των άκρων, δημιουργούν προϋποθέσεις υποτροπής.
Γι’ αυτό και έχει σημασία η έγκαιρη αντιμετώπιση των παραγόντων που συμβάλλουν στη δυσκυβερνησία, προκειμένου να απομακρυνθεί η προοπτική μιας δημοκρατικής δυστοπίας, μέσα από τη «συσπείρωση» στον ρεαλισμό, τη σύνθεση, τη θεσμική θωράκιση, την κυβερνητική αποτελεσματικότητα και την πολιτική συνεννόηση.
O κ. Παναγιώτης Κακολύρης είναι επικεφαλής του Εκλογικού Παρατηρητηρίου του ΚΕΔΕΠΟΔ – Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.