Στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) η πρόβα για το αριστούργημα του Αλμπαν Μπεργκ «Βότσεκ» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. To μίνιμαλ, πολυμορφικό, εντυπωσιακό σκηνικό κινείται διαρκώς. Μοιάζει με έναν κυβικό, σύγχρονο λαβύρινθο που εγκλωβίζει τους ήρωες της όπερας «Βότσεκ» στους διαδρόμους του. Αλλοτε μετατρέπεται στην αυστηρή, τούβλινη όψη ενός μπλοκ κτιρίων και άλλοτε γυρνά πλευρά και μεταμορφώνεται στην τομή μιας πολυκατοικίας, μεταφέροντάς μας στο εσωτερικό των διαμερισμάτων της. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ολιβιέ Πι. Ο γάλλος ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης και διευθυντής ενός εκ των σημαντικότερων φεστιβάλ του κόσμου, εκείνου της Αβινιόν, βρίσκεται καθισμένος σε μία από τις πρώτες σειρές. Παρακολουθεί σιωπηλός. Οι τραγουδιστές κάνουν πρόβα με τη συνοδεία του πιάνου. Ο διεθνής έλληνας αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος διευθύνει με ραφινάτες κινήσεις. Πρόκειται για ένα απαιτητικότατο μουσικά έργο. Τις προηγούμενες ημέρες ο ίδιος έχει πραγματοποιήσει εξαντλητικές πρόβες με την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Στη σκηνή βρίσκεται ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Ο ερμηνευτής με τη διεθνή σταδιοδρομία που έχει εμφανιστεί στα σημαντικότερα θέατρα και φεστιβάλ παγκοσμίως ερμηνεύει για πρώτη φορά τον ρόλο του στρατιώτη Βότσεκ. Κάποια στιγμή, έπειτα από μία απότομη κίνηση, αισθάνεται ένα τράβηγμα στο πόδι που μοιάζει να τον ταλαιπωρεί. Ο Βασίλης Χριστόπουλος τον ρωτάει αν θέλει να διακόψουν για λίγα λεπτά. Αρνείται. «Δεν είναι δικαιολογία για να μην είμαι καλός» του απαντά γελώντας και η πρόβα συνεχίζεται.
Μπεργκ και Μπίχνερ
Πράγματι, η πολυαναμενόμενη παράσταση διά χειρός του αιρετικού Ολιβιέ Πι με την ορχήστρα, τη χορωδία και την παιδική χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αναμένεται να συζητηθεί πολύ, καθώς περιλαμβάνει σκηνές – ακόμη και γυμνού – που είναι γροθιά στο μαχαίρι. Αποτελεί ένα ακόμη στοίχημα της ΕΛΣ, μια παραγωγή με διεθνές καστ που υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ). Το δύσκολο, πλην αριστουργηματικό αυτό έργο του Αυστριακού Μπεργκ, τόσο λόγω της σημασίας του για την ιστορία του μουσικού μοντερνισμού όσο και για αυτή καθαυτήν την ποιότητα της μουσικής του, έχει ενταχθεί στο δραματολόγιο όλων των μεγάλων λυρικών θεάτρων του κόσμου.
Ο συνθέτης Aλμπαν Μαρία Γιοχάνες Μπεργκ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Βιέννη το 1885. Υπήρξε μαθητής του Αρνολντ Σένμπεργκ και αναδείχτηκε σε έναν από τους διασημότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «δεύτερης σχολής της Βιέννης» επενδύοντας το δωδεκαφθογγικό σύστημα με λυρισμό. Πέθανε το 1935 και πρόλαβε να γράψει τις δύο συγκλονιστικότερες όπερες του 20ού αιώνα: τον «Βότσεκ» και τη «Λούλου». Ο «Βότσεκ» αποτελεί μάλιστα μία από τις πρώτες εκτενείς όπερες του 20ού αιώνα γραμμένη σε ατονικό ιδίωμα με χρήση τραγουδιστής ομιλίας – Sprechgesang.
Βασίζεται ουσιαστικά στο θεατρικό έργο «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ, το οποίο έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε το 1879, περισσότερο από σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Η υπόθεση μπορεί να συνοψιστεί σε δύο καταστάσεις: στην απιστία μιας γυναίκας και στη ζήλεια ενός άνδρα που οδηγούν σε ένα έγκλημα πάθους. Η έμπνευση για τον Μπίχνερ ήρθε μετά από ένα πραγματικό γεγονός: τη δίκη στη Λειψία το 1824 του Γιόχαν Κρίστιαν Βόιτσεκ και την καταδίκη του σε θάνατο για τη δολοφονία της ερωμένης του. Αυτή είναι όμως η πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση, γιατί ο Μπίχνερ έδωσε κάτι πιο βαθύ. Στο έργο του ο Βόιτσεκ και η Μαρί συμβολίζουν τα φτωχά, αδικαίωτα πλάσματα που υποφέρουν από μια μπουρζουαζία που το μόνο ενδιαφέρον της είναι να τους εκμεταλλευτεί.
Ο Μπεργκ παρακολούθησε την παρουσίαση του θεατρικού του Μπίχνερ στη Βιέννη το 1914 και αμέσως αποφάσισε να μετατρέψει το κείμενο σε όπερα. Από τις σκηνές του έργου, των οποίων η σειρά δεν ήταν ούτε σαφής ούτε μονοσήμαντη, επέλεξε δεκαπέντε, τις οργάνωσε σε τρεις πράξεις και συνέγραψε ο ίδιος το λιμπρέτο. Η σύνθεση της όπερας ξεκίνησε πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε μετά το τέλος του. Οι εμπειρίες τού Μπεργκ ως στρατιώτη στον πόλεμο φαίνεται να τον επηρέασαν βαθιά. «Υπάρχει κάτι από εμένα σε αυτόν τον χαρακτήρα, καθώς πέρασα αυτά τα χρόνια του πολέμου εξίσου εξαρτώμενος από ανθρώπους που μισώ, ήμουν αλυσοδεμένος, άρρωστος. Αιχμάλωτος, παραιτημένος, για την ακρίβεια ταπεινωμένος» γράφει σε επιστολή προς τη γυναίκα του το 1918. Η παγκόσμια πρώτη του έργου δόθηκε το 1925 στην Κρατική Οπερα του Βερολίνου και ήταν ένας θρίαμβος. Το έργο αμέσως αναγνωρίστηκε ως ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα.
Το στοίχημα του Βασίλη Χριστόπουλου
Η πρόβα τελειώνει. Ο αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει διατελέσει διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και κορυφαίος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής της Νοτιοδυτικής Γερμανίας στην Κωνσταντία και έχει διευθύνει ορχήστρες όπως η Φιλαρμόνια Λονδίνου, η Ορχήστρα Μοτσαρτέουμ Ζάλτσμπουργκ, η Φιλαρμονική Ορχήστρα Ραδιοφωνίας Αννόβερου, η Κρατική Φιλαρμονική Ορχήστρα Νυρεμβέργης, η Νέα Φιλαρμονική Ιαπωνίας, η Συμφωνική Ορχήστρα Φλάνδρας, η Συμφωνική Ορχήστρα Κουίνσλαντ και η Εθνική Ορχήστρα Χωρών του Λίγηρα, ξεκουράζεται στο καμαρίνι του.
«Πρόκειται για ένα τρομακτικής περιπλοκότητας έργο» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Προσωπικά, δεν νομίζω ότι στην 20χρονη πλέον πορεία μου στην όπερα έχω αντιμετωπίσει κάτι αντίστοιχο. Πρόκειται για μία τεράστια διανοητική πρόκληση που ταυτόχρονα με ανταμείβει και μου επιστρέφει τόσα πολλά σε συναισθηματικό επίπεδο».
Γιατί όμως ο «Βότσεκ» αποτελεί μια τόσο μεγάλη πρόκληση; «Κατ’ αρχάς γιατί χρησιμοποιεί μία τεράστια ορχήστρα, την οποία πρέπει να δαμάσει ο αρχιμουσικός για να μην «πνίξει» τους σολίστ» εξηγεί. «Αυτό βέβαια το συναντάς και σε άλλα έργα, όπως για παράδειγμα στην «Ηλέκτρα» του Στράους, με την οποία κάναμε και τα εγκαίνια της Λυρικής εδώ στο ΚΠΙΣΝ. Το στοιχείο λοιπόν που κάνει το έργο αυτό τόσο περίπλοκο είναι ότι ο Μπεργκ χρησιμοποιεί όλα τα εκφραστικά μέσα που έχει στη διάθεσή του, φθάνοντας στα όρια, υπερβαίνοντας την τονικότητα, γράφοντας ατονική και δωδεκάφθογγη μουσική, χρησιμοποιώντας τεχνικές, οι οποίες μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά και έκτοτε εν πολλοίς δεν έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί σε κεντρικό ρεπερτόριο».
Μου δείχνει το ογκώδες βιβλίο με την παρτιτούρα. «Μόνο οι τραγουδιστές έχουν τέσσερις διαφορετικούς τρόπους παραγωγής ήχου» εξηγεί. «Το παραδοσιακό τραγούδι, ένα τραγούδι που είναι κατά το ήμισυ τραγουδισμένο και κατά το ήμισυ ομιλία. Εχουν επίσης το σύστημα μιας ομιλίας που είναι τραγουδιστή σε ένα συγκεκριμένο τονικό ύψος και την οποία εφηύρε ο δάσκαλος του Μπεργκ, ο Αρνολντ Σένμπεργκ, αλλά έχουν και κανονικούς διαλόγους, όπως το θέατρο πρόζας. Την ίδια στιγμή στην ορχήστρα, για παράδειγμα τα βιολιά έχουν στιγμές που πρέπει να παίξουν με το ανάποδο του δοξαριού, με το ξύλο δηλαδή, πάνω στις χορδές. Σας αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα για να καταλάβετε».
Για εκείνον λοιπόν, όπως αναφέρει, η μεγαλύτερη πρόκληση για αυτό το έργο, το οποίο είναι αδιανόητης λεπτομέρειας και γραμμένο με ύψιστη μαθηματική ακρίβεια και στο οποίο δεν μπορείς να μετατοπίσεις ούτε μία παύση ογδόου «είναι να ρέει λυρικό, συγκινητικό, διαυγές». «Να μη μουντζουρώσει, να αναγνωρίσεις τι είναι πρωτεύον, τι είναι δευτερεύον. Δεν μπορεί όλα να βρίσκονται στο προσκήνιο γιατί έτσι το ακροατήριο θα ακούει μία θολή μουντζούρα. Το δικό μου στοίχημα, το στοίχημα του αρχιμουσικού, είναι να το «καθαρίσει»» λέει εμφατικά.
«Θέλετε να το κάνετε λοιπόν εύκολο για το κοινό;» τον ρωτώ. «Τα μεγάλα έργα τέχνης δεν είναι εύκολα» απαντά. «Και εγώ δεν είμαι θιασώτης της ευκολίας. Αν θέλουμε κάτι εύκολο ας ακούσουμε το δελτίο καιρού. Φυσικά η δυσκολία δεν είναι αυτοσκοπός. Το θέμα όμως είναι να κάνουμε ένα ταξίδι, να επέλθει μία κάθαρση, μια πνευματική αχτίδα που θα φωτίσει. Μία σκέψη να γεννηθεί, ένα καινούργιο συναίσθημα. Οποιος φοβάται τη δυσκολία ας μην έρθει. Δεν μπορώ να κάνω αυτό το έργο εύκολο, γιατί είναι ένα έργο περίπλοκο και ταυτόχρονα συγκλονιστικά ωραίο, σε ένα ταξίδι που διαρκεί μιάμιση ώρα».
Η ίδια η υπόθεση του έργου τον συγκινεί όπως ομολογεί. «Οπως όλα τα μεγάλα έργα είναι τόσο πολυδιάστατο. Και θίγει θέματα που μας απασχολούν αυτή τη στιγμή, όπως η διόγκωση των ανισοτήτων, το πώς σχοινοβατούμε ανάμεσα στην πνευματική υγεία και την τρέλα, το πόσο εύκολα μπορεί να σπάσει κανείς και να περάσει στην άλλη πλευρά. Εχετε δει την ταινία «Παράσιτα»; Πώς η αθλιότητα μπορεί να σε σπρώξει στο έγκλημα, στην τρέλα, στην εξαθλίωση; Και την ίδια στιγμή υπάρχει ο πουριτανισμός και η υποκρισία της ανώτερης τάξης. Για παράδειγμα, βλέπουμε τον λοχαγό να κάνει κήρυγμα στον Βότσεκ. «Eίσαι ανήθικος» του λέει. «Eχεις ένα παιδί εκτός γάμου». Kαι ο Βότσεκ τού απαντά: «Ωραίο πράγμα η ηθική κύριε λοχαγέ, αλλά εγώ είμαι φτωχός». Πρόκειται για ένα κοινωνικά ανατρεπτικό έργο. Θα το χαρακτήριζα σχεδόν αναρχικό».
Ο ίδιος τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στη Γερμανία. «Αμφιβάλλω βέβαια αν έχω παραμείνει στο σπίτι μου πάνω από τρεις εβδομάδες» λέει χαριτολογώντας. Συνεχώς βρίσκεται σε ένα αεροπλάνο, διευθύνοντας ορχήστρες σε θέατρα σε όλον τον κόσμο, ενώ το 2016 εξελέγη καθηγητής διεύθυνσης ορχήστρας στην Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Φρανκφούρτης. «Νομίζω ότι με έχει βοηθήσει πολύ η διδασκαλία. Αισθάνομαι ότι διευθύνω καλύτερα από τότε που άρχισα να διδάσκω» προσθέτει.
Λίγο πριν κλείσει η κουβέντα μας συζητάμε για την αναγέννηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, τη μετακόμισή της στο ΚΠΙΣΝ, τη δωρεά ύψους 20 εκατ. ευρώ του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος που έρχεται να στηρίξει την καλλιτεχνική της εξωστρέφεια. «Ναι, μία νέα εποχή έχει ξεκινήσει» παραδέχεται. «Και αντικατοπτρίζεται στο ρεπερτόριο, στα έργα που παίζονται, στις διεθνείς συνεργασίες, στην ποιότητα, στο καλλιτεχνικό επίπεδο, στην εξωστρέφεια. Την ίδια στιγμή, μιλάμε όμως για ένα μόνο λυρικό θέατρο σε όλη την Ελλάδα. Τι γίνεται με την Πάτρα, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, τα Ιωάννινα; Δεν θα μπορούσαν να ανεβαίνουν και εκεί όπερες, να υπάρχουν λυρικές σκηνές;».
«Μήπως όμως είναι υπερβολή να μιλάμε για λυρικές σκηνές σε όλη την Ελλάδα, εφόσον πρόκειται για ένα είδος στο οποίο δεν έχουμε μουσική παράδοση;» παρατηρώ. «Είναι ένα επιχείρημα το οποίο απεχθάνομαι» απαντά. «Γιατί, για παράδειγμα, αντίστοιχα η Ισπανία ή σκανδιναβικές χώρες έχουν πολλές καλές όπερες σε τόσες πόλεις; Είχαν κάποια ιδιαίτερη παράδοση; Οχι. Πρέπει να υπάρξει προσφορά για να αυξηθεί η ζήτηση. Και πρόκειται για μία στρατηγική απόφαση ενός κράτους, το οποίο κατά τη γνώμη μου έχει υποχρέωση να ανεβάζει το επίπεδο των πολιτών του και όχι να συντηρεί ταπεινά ένστικτα».
INFO
«Βότσεκ»: Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στις 19, 23, 26, 31 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου.
Χορηγός παράστασης: ΜYTILINEOS.