Την πρώτη φορά που είδε από το πλοίο τη στεριά της Νέας Υόρκης να ξεπροβάλλει μέσα από την καταχνιά ο Τσάρλι Τσάπλιν έτρεξε στην κουπαστή, έβγαλε το καπέλο του και άρχισε να το κουνάει φωνάζοντας: «Αμερική, έρχομαι να σε κατακτήσω! Ανδρες, γυναίκες και παιδιά όλοι θα έχουν τ’ όνομά μου στα χείλη τους – Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν!». Ηταν το 1910 και οι υπόλοιποι της παρέας, ανάμεσά τους και ο μετέπειτα «Λιγνός» Σταν Λόρελ, συνάδελφοι όλοι στον θίασο του βασιλιά της κωμωδίας Φρεντ Κάρνο που ταξίδευαν στις ΗΠΑ για την περιοδεία μιας παράστασης με παντομίμα και ακροβατικά, τον γιουχάρισαν στοργικά. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν τον ξεφώνισαν. Πέντε χρόνια αργότερα, στα 26 του χρόνια, ο Τσάπλιν όντως θα γινόταν ο πιο διάσημος άνθρωπος του κόσμου, ο πρώτος που αποτέλεσε αντικείμενο παγκόσμιας λατρείας πολύ πριν από τη μόδα των διάσημων αστέρων. Η «Τσαπλινίτιδα» θα κυρίευε μικρούς και μεγάλους σε Ευρώπη, Αφρική, Ασία, Αυστραλία, Βόρεια και Νότια Αμερική, ανθρώπους που δεν είχαν κανένα κοινό πέρα από τον απεριόριστο θαυμασμό τους για το πρόσωπό του. Ο Μαρσέλ Προυστ θα ψαλίδιζε το μουστάκι του στο στυλ το δικό του. Ο Λένιν θα αναφωνούσε: «Ο Τσάπλιν είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που θέλω να γνωρίσω». Ο ίδιος θα έλεγε: «Είμαι γνωστός σε μέρη του κόσμου που δεν έχουν ακούσει για τον Ιησού Χριστό». Ηταν μοναδικός, μεγαλοφυής, αξεπέραστος και δεν γνώριζε βέβαια τη λέξη «ταπεινοφροσύνη».
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν έδωσε ένα χειρόγραφο από την αυτοβιογραφία του (1964) στον Τρούμαν Καπότε για να τη διαβάσει και εκείνος πρότεινε ορισμένες αλλαγές και προσθήκες ο Τσάπλιν εξεμάνη. «Ξεκουμπίσου. Ηθελα να το διαβάσεις και να το ευχαριστηθείς, όχι να μου πεις τη γνώμη σου» του φώναξε αφήνοντάς τον εμβρόντητο. Μα πού είχε πάει το αξιαγάπητο, συνεσταλμένο και ζεστό ανθρωπάκι της οθόνης; «Απολαύστε οποιονδήποτε Τσάρλι Τσάπλιν έχετε την τύχη να συναντήσετε», πρότεινε κάποτε ένας φίλος του, «αλλά μην προσπαθήσετε να τον συνδυάσετε με κάποιον που ξέρετε ήδη, γιατί υπάρχουν πολλοί Τσάρλι». Ο χαρισματικός, ο μελαγχολικός, ο σαδιστής, ο αστείος, ο άνθρωπος που όταν έβλεπες τα μάτια του εκτός σετ δεν είχες καμία διάθεση να γελάσεις. Eνας δημοσιογράφος που του είχε πάρει συνέντευξη στα πρώτα χρόνια της επιτυχίας του είχε αποφανθεί: «Δεν έχω συναντήσει πιο δυστυχισμένο ή πιο ντροπαλό άτομο από τον Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν». Και, όπως το είχε συνοψίσει σε όλο του το εύρος η ηθοποιός Λουίζ Μπρουκς: «Είναι ο πιο ακατανόητα σύνθετος άνθρωπος που υπάρχει».
Στο συναρπαστικό βιβλίο «Τσάρλυ Τσάπλιν. Μια βιογραφία» (εκδόσεις Αγρα) ανατέμνεται σε βάθος η ζωή και το έργο του καλλιτέχνη που για χρόνια στην εποχή του «ήταν το σινεμά ο ίδιος». Ο συγγραφέας του Πίτερ Ακρόιντ, γνωστός για τις βιογραφίες προσωπικοτήτων όπως ο Σαίξπηρ, ο Πόε, ο Μπλέικ ή ο Τ. Σ. Ελιοτ, καταφέρνει να συνοψίσει σε 328 σελίδες όλον τον βίο και την πολιτεία αυτού του τόσο αδιάλειπτα ευφάνταστου δημιουργού ο οποίος ήταν μια αναξιόπιστη και τυραννική προσωπικότητα στη ζωή του. Ο Ακρόιντ κάνει και κάτι άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Συνδέει την καλλιτεχνική εξέλιξη του Τσάπλιν και τη δημιουργία του εμβληματικού «αλήτη» με τα δύσκολα βιώματά του στο Λονδίνο στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ιδιοφυΐα του, ή έστω μια πτυχή της, ήταν ότι μετέτρεψε την απελπισία του κόσμου των παιδικών και εφηβικών του χρόνων σε παγκόσμιο σύμβολο. Για παράδειγμα, το συρτό και λικνιστό βάδισμα του Σαρλό ήταν εμπνευσμένο από έναν άνθρωπο που κρατούσε τα άλογα των πελατών έξω από μία λονδρέζικη παμπ. «Ολοι οι απόκληροι, οι χαμένοι, οι αποτυχημένοι στη ζωή είδαν πάνω του μια εικόνα του εαυτού τους».
Ο Τσάπλιν στο «ντικενσιανό» Λονδίνο
«Γνώρισα την ταπείνωση. Και η ταπείνωση είναι κάτι που δεν το ξεχνάς ποτέ». Σε αυτή τη φράση του Τσάπλιν μπορεί να βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση της αλλοπρόσαλλης ψυχοσύνθεσής του. Τα φρικτά παιδικά χρόνια στο Νότιο Λονδίνο όπου γεννήθηκε το 1889 τραυμάτισαν ανεξίτηλα τον μικρό Τσάρλι ο οποίος επιπλέον δεν έμαθε ποτέ με σιγουριά ποιος ήταν ο πατέρας του. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι επρόκειτο για τον Τσαρλς Τσάπλιν, ο οποίος αναγνωρίζοντας τελικά ένα παιδί που δεν ήταν δικό του κατέστησε ερήμην του το όνομά του αθάνατο. Ηταν και ο ίδιος άνθρωπος του θεάματος που πέθανε αλκοολικός και άπορος έχοντας εγκαταλείψει τη μητέρα του Τσάπλιν. Τραγουδίστρια και χορεύτρια και με τσιγγάνικο αίμα, η Χάνα Τσάπλιν ήταν σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή του. Η καριέρα της ήταν πολύ σύντομη και η ζωή της μονογονεϊκής οικογένειάς της με τους δύο γιους της περιλάμβανε κλειστοφοβικές σοφίτες (μια αντίστοιχη μπορεί να δει κανείς στο «Χαμίνι»), διαμονές σε πτωχοκομεία αλλά και άσυλα καθώς βυθιζόταν σταδιακά στην τρέλα. Ο Τσάπλιν βρέθηκε ακόμη και σε ίδρυμα για άπορα και ορφανά παιδιά αλλά και να κοιμάται στον δρόμο. Αναμενόμενα μέχρι το τέλος της ζωής του έτρεμε το ποτό αλλά και το να ξαναγίνει φτωχός. Το μεν το απέφευγε, τη δε προοπτική της πενίας προσπαθούσε να την εκμηδενίσει όντας φοβερός τσιγγούνης. Το δε ενδεχόμενο να έχει κληρονομήσει την προδιάθεση για ψυχοπάθεια φρόντιζε να το εξορκίσει έχοντας σταθερό επισκέπτη στο σπίτι του προς το τέλος της ζωής του έναν νευροπαθολόγο. Διέθετε ατσαλένια θέληση και είχε βάλει σκοπό να ξεφύγει από τη φρικτή μοίρα της οικογένειάς του. Με τη δουλειά θα μπορούσε να το καταφέρει και αυτή έγινε το κέντρο της ύπαρξής του. Ενας συνάδελφός του θυμόταν ότι «ήταν ένα πολύ έντιμο παλικάρι που έπαιρνε τα βήματά του πολύ στα σοβαρά, λες και η ζωή του εξαρτιόταν από αυτό».
Από το Casey’s Circus στη United Artists
Ο Τσάπλιν έλεγε πάντα πως το 1913 ήταν η τυχερή του χρονιά. «Οπως ο Σαίξπηρ είχε το ανεκτίμητο πλεονέκτημα να είναι ένας προικισμένος καλλιτέχνης στα πρώτα χρόνια μιας νέας τέχνης» μας λέει ο Ακρόιντ, έτσι και ο Τσάπλιν βρέθηκε στο σωστό σημείο στην αυγή του κινηματογράφου. Αλλά βέβαια είχε φροντίσει να είναι πανέτοιμος για να αδράξει την (όποια) ευκαιρία. Ξεκίνησε ως μίμος, σωσίας και χορευτής του music hall στο Λονδίνο και σε κάθε επαγγελματικό του βήμα ρουφούσε σαν σφουγγάρι τη γνώση των έμπειρων συναδέλφων του. Ο Τσάπλιν έκανε ατέλειωτες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη για να καταφέρει να φτάσει στην επιδεξιότητά τους. Για παράδειγμα, όταν το 1906 συμμετείχε στο Casey’s Circus, ένα είδος βαριετέ στο οποίο νεαροί κάτοικοι μιας πάμφτωχης συνοικίας μαζεύονται και μιμούνται τα πιο δημοφιλή νούμερα των music hall και των τσίρκων της περιόδου, έμαθε πώς να στρίβει στις γωνίες με τον χαρακτηριστικό κωμικό του τρόπο. Στον Φρεντ Κάρνο, με τον οποίο ταξίδεψε στις ΗΠΑ μαζί με τον Σταν Λόρελ, έμαθε τα περισσότερα για την κωμωδία και ειδικότερα πώς να είναι «ακριβής». Οσο για τον «αλήτη», τη χαρακτηριστική ενδυμασία που παρουσίασε για πρώτη φορά στην ταινία «Το αδιέξοδο της Μέιμπελ» (1914), ήταν η επιτομή «όλων των ηθοποιών που είχαν παρελάσει στα θέατρα της Αγγλίας στον ρόλο του αλήτη, η πεμπτουσία του φτωχού και ριγμένου».
Οπως σημειώνει ο Ακρόιντ, ο Τσάπλιν διέθετε την άκαμπτη φύση της ιδιοφυΐας, καθώς είχε ανεξάντλητη ικανότητα να προσπαθεί σκληρά για τα πάντα. Hταν αμείλικτος μέχρι να πάρει αυτό που ήθελε. Η αρχική σκηνή από τα «Φώτα της πόλης» όπου αγοράζει ένα λουλούδι από την κοπέλα προτού συνειδητοποιήσει ότι είναι τυφλή, χρειάστηκε δύο χρόνια και 342 λήψεις για να ολοκληρωθεί. Φύσει και θέσει ελεύθερος αλλά και μονόχνοτος και συγκεντρωτικός, ήθελε να έχει τον έλεγχο των ταινιών του σε κάθε φάση τους (μάλιστα, από τα «Φώτα της πόλης» και μετά έγραφε ο ίδιος και τη μουσική κι ας μην είχε καμία μουσική παιδεία). Μαζί με τους καλούς του φίλους ηθοποιούς Ντάγκλας Φέρμπανκς, Μαίρη Πίκφορντ και τον σκηνοθέτη Ντ. Ο. Γκρίφιθ ίδρυσαν το 1919 την εταιρεία United Artists προκειμένου να απεμπλακούν από την ηγεμονία των στούντιο και να γυρίζουν τις ταινίες τους όπως επιθυμούσαν. Μαζί με το ζευγάρι των Φέρμπανκς και Πίκφορντ είχαν περιοδεύσει έναν χρόνο νωρίτερα για να προωθήσουν τα λεγόμενα «Ομόλογα της Ελευθερίας» με στόχο την ενίσχυση της πολεμικής εκστρατείας των ΗΠΑ. Ηταν ένας τρόπος «εξιλέωσης» για την απουσία του από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός που είχε οδηγήσει βρετανούς συμπατριώτες του να του στέλνουν φακέλους που περιείχαν λευκά φτερά. Ωστόσο, στα περισσότερα γράμματα που λάμβανε από το μέτωπο οι στρατιώτες τον ενθάρρυναν να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες και να τους κάνει να γελούν.
Ο Αριστοφάνης και ο Νίκι Σιστοβάρης
Παράλληλα, σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να βελτιώσει τον εαυτό του. Ηδη από τα χρόνια του Λονδίνου έκανε ό,τι μπορούσε για να διορθώσει την κόκνεϊ προφορά του. Προσπάθησε να μάθει ελληνικά, ενώ αποπειράθηκε να διαβάσει και Αριστοφάνη καθώς έφτασε στο σημείο να τον συγκρίνουν με αυτόν. Πού να το φανταζόταν κιόλας ότι μετά τον θάνατό του η κόρη του Τζοζεφίν θα παντρευόταν τον έλληνα επιχειρηματία Νίκι Σιστοβάρη. Η ανάγνωση βιβλίων δεν ήταν όμως ποτέ το φόρτε του, καθώς είχε φοιτήσει πολύ λίγο σε σχολείο. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να απολαμβάνει Σοπενχάουερ με τον ενθουσιασμό του αυτοδίδακτου. Οπως λέει ο Ακρόιντ: «Μπορεί να τον είχε θέλξει η θεωρία του για την υπεροχή της ανθρώπινης θέλησης, αλλά σίγουρα θα είχε συμφωνήσει και με την άποψή του ότι το σεξουαλικό πάθος είναι το ισχυρό και δραστικό κίνητρο όλων». Ο Τσάπλιν είχε πανίσχυρα σεξουαλικά ένστικτα, κάτι που δεν ωφέλησε ούτε τον ίδιο αλλά ούτε και τις γυναίκες που βρέθηκαν κοντά του.
Το 1909 ερωτεύτηκε ένα κοριτσάκι που ήταν δέκα με δώδεκα χρόνων. Δεν ήταν σεξουαλική η σχέση τους αλλά αποτελούσε, όπως έλεγε εκείνος, μέρος της «πνευματικής αναζήτησης της ομορφιάς». Οι καταγεγραμμένες σχέσεις του και σίγουρα οι τέσσερις γάμοι του ήταν με κορίτσια στην εφηβεία. Η δεύτερη σύζυγός του, Λίτα Γκρέι, και μητέρα των δύο πρώτων παιδιών του, ήταν 12 ετών όταν την πρωτοαντίκρισε και συμμετείχε στην ταινία «Το χαμίνι». Στα 16 της ο Τσάπλιν είχε παγιδευτεί από την ανεπιθύμητη (για εκείνον) εγκυμοσύνη της και αναγκάστηκε να την παντρευτεί. Αναφέρεται συχνά ότι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ εμπνεύστηκε εν μέρει τη «Λολίτα» του από την ιστορία της. Εκείνη αποκάλυπτε πως ο Τσάπλιν ήταν μια ανθρώπινη μηχανή του σεξ. Ηδη από τα 25 του είχε αποκτήσει τη φήμη Πριάπου. Καυχιόταν συχνά για τις σεξουαλικές κατακτήσεις του και μία φορά είχε ομολογήσει πως είχε πλαγιάσει με περισσότερες από δύο χιλιάδες γυναίκες. «Δεν είναι ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός για έναν πλούσιο, όμορφο και διάσημο άνδρα, υποδηλώνει όμως μια ακόρεστη λαχτάρα» λέει ο Ακρόιντ. Μόνο η κατά 36 χρόνια νεότερή του Ούνα Ο’Νιλ θα κατάφερνε να γίνει σύντροφος ζωής και θα αποκτούσε μαζί του οκτώ τέκνα, τα οποία δεν έχουν να θυμούνται ιδιαίτερα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.
Το κυνήγι μαγισσών και η αυτοεξορία
Ο Τσάπλιν παρέμεινε ένας ξενόφερτος στην αμερικανική κοινωνία και «διέθετε μια πολύ αγγλική προδιάθεση στην αναρχία, που τον διέσωσε από τη φαρισαϊκή ηθικολογία». Οι ταξικές ανισότητες στην πατρίδα του τον είχαν βασανίσει, οπότε είχε αισθανθεί μια συμπάθεια για το σοβιετικό καθεστώς και τα έργα του στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την οποία είχε εκφράσει και δημόσια. Είχε φίλους δηλωμένους ριζοσπάστες, αριστερούς εξόριστους από την Ευρώπη, όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Φριτς Λανγκ. Είχε στενή γνωριμία με τον συνθέτη Χανς Αϊσλερ για τον οποίο υπήρχε υποψία πως ήταν πράκτορας των Σοβιετικών. Ταίριαζε τέλεια το προφίλ του στο κυνήγι μαγισσών που είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ την εποχή του μακαρθισμού και έτσι βρέθηκε στο μικροσκόπιο του FBI. Το κλίμα άρχισε να αλλάζει. Στα εστιατόρια πελάτες άρχισαν να κάνουν φωναχτά υποτιμητικά σχόλια για τις πολιτικές του απόψεις, πολλοί μέχρι πρότινος φίλοι τον απέρριπταν ή τον απέφευγαν. Σε πρωτοχρονιάτικο πάρτι κάποιος τον έφτυσε στο πρόσωπο. Σε ένα ταξίδι του στην Ευρώπη το 1952 τού απαγορεύτηκε η είσοδος στις ΗΠΑ. Εκτοτε έζησε αυτοεξόριστος στην Ελβετία. «Η καταδίκη του Τσάπλιν στο όνομα του αμερικανικού πατριωτισμού είναι ένα σκάνδαλο που έχει σφραγίσει για πάντα την εποχή εκείνη» σημειώνεται στο βιβλίο. Πέθανε τελικά στον ύπνο του το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου του 1977. Τι ειρωνεία. Ολη του τη ζωή μισούσε τα Χριστούγεννα, τη γιορτή-πεμπτουσία της χαράς και της θαλπωρής.