Εάν ακούσουμε ένα θλιβερό μουσικό κομμάτι μιας κοινότητας Iνδιάνων, θα καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια μουσική σύνθεση η οποία εκφράζει θλίψη και όχι χαρά. Είναι λοιπόν η μουσική η καθολική μας γλώσσα; Κι αν ναι, ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά τα οποία της δίνουν καθολικές διαστάσεις, παρ’ όλο που τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπινων κοινοτήτων είναι αναρίθμητα και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους;
Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν επί δεκαετίες τους μουσικοεθνολόγους. Μέχρι σήμερα η κατηγοριοποίηση των μουσικών κομματιών σε μία βάση δεδομένων με στόχο την ανάλυσή τους ήταν και παραμένει πολύ δύσκολη. Για τον λόγο αυτόν, οι ερευνητές δεν είχαν επαρκείς επιστημονικές ενδείξεις ότι η μουσική εκατοντάδων διαφορετικών πολιτισμών μπορεί να έχει καθολικά χαρακτηριστικά. Στην εποχή των μεγάλων δεδομένων όμως η συλλογή και η επεξεργασία μεγάλου όγκου πληροφορίας η οποία περιέχεται στα μουσικά κομμάτια καθίστανται πιο εύκολες.
Ως εκ τούτου, οι επιστήμονες αποκτούν στα χέρια τους εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να απαντήσουν στο ερώτημα το οποίο απασχολεί διαχρονικά τους ειδήμονες: κατά πόσο η μουσική διαφορετικών πολιτισμών έχει καθολικά χαρακτηριστικά; Σε αυτή την κατεύθυνση, η επιστημονική επιθεώρηση «Science» φιλοξένησε τον περασμένο Νοέμβριο στις σελίδες της τα αποτελέσματα της έρευνας μιας διεθνούς σύμπραξης ανθρωπολόγων, ψυχολόγων και αναλυτών μεγάλων δεδομένων, τα οποία επιβεβαίωσαν αυτό που διαισθητικά ίσως ο καθένας από εμάς αντιλαμβάνεται: ότι σε όλον τον κόσμο η μουσική «μιλάει» με παρόμοιο τρόπο στους ανθρώπους.
Μουσική από όλον τον κόσμο
Το πρώτο βήμα των ερευνητών ήταν να δημιουργήσουν μια εκτενή βάση δεδομένων η οποία να περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα τραγούδια τα οποία συνέλλεξαν για να αναλύσουν. Για τον σκοπό αυτόν, ανθρωπολόγοι επέλεξαν τεσσάρων ειδών μουσικές δημιουργίες από 86 μικρού, κατά βάση, μεγέθους κοινότητες οι οποίες επιλέχθηκαν προσεκτικά ώστε να έχουν κατά το δυνατόν λιγότερες πολιτισμικές επιρροές μεταξύ τους. Χρησιμοποιώντας εθνογραφικές μελέτες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από ανθρωπολόγους, 4.709 μουσικά κομμάτια καταχωρίστηκαν στη βάση δεδομένων «NHS Ethnography», όπως την ονόμασαν οι επιστήμονες, και κατηγοριοποιήθηκαν σε χορευτικά τραγούδια, νανουρίσματα, παρηγορητικά άσματα ή τραγούδια σχετικά με την αγάπη. Οι καταχωρίσεις αυτές περιέχουν τόσο τη μελωδία όσο και τους στίχους των υπό μελέτη συνθέσεων. Χρησιμοποιώντας αυτή τη βάση δεδομένων, οι ερευνητές μελέτησαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τραγουδιών, όπως την τονικότητά τους, αποσκοπώντας στην εύρεση κοινών μοτίβων τα οποία να χαρακτηρίζουν είτε όλα τα μουσικά κομμάτια είτε τις τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες μουσικών κομματιών. Στη δημιουργία αυτής της βάσης δεδομένων μεγάλο ρόλο έπαιξε η επιστήμη της ανάλυσης μεγάλων δεδομένων. «Τα εργαλεία της ανάλυσης δεδομένων μάς βοηθούν στo να «καθαρίσουμε» από πιθανά λάθη τα δεδομένα των μετρήσεων τα οποία παίρνουμε από όλον τον κόσμο σχετικά με τη μουσική των διάφορων κοινωνιών» εξηγεί στο ΒΗΜΑ – Science ο ερευνητής του Μουσικού Εργαστηρίου του Χάρβαρντ και πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης Σάμιουελ Μίαρ, συμπληρώνοντας ότι «αυτό είναι πολύ βασικό καθώς, αφού δεν έχουμε τους πόρους και τον χρόνο να συλλέξουμε οι ίδιοι στοιχεία από τις κοινωνίες αυτές, βασιζόμαστε στις ήδη υπάρχουσες μελέτες ανθρωπολόγων και τις ηχητικές καταγραφές που βρίσκουμε».
Αναζητώντας κοινά μοτίβα
Ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τραγουδιών, οι ερευνητές βρήκαν πως οι διάφορες κατηγορίες τις οποίες εξέτασαν χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένα γνωρίσματα στη σύνθεση της μελωδίας τους. Παραδείγματος χάριν, η μελωδία των χορευτικών τραγουδιών τείνει να είναι γρήγορη και με έντονο ρυθμό, σε αντίθεση με τα νανουρίσματα των οποίων η μελωδία είναι κατά βάση πιο αργή και «μαλακή» ως προς τον ρυθμό της.
Οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης τους στίχους και τη μελωδία χρησιμοποιώντας την μπαγεσιανή ανάλυση, έναν τύπο στατιστικής ανάλυσης ο οποίος επιτρέπει την ταξινόμηση μεγάλου όγκου δεδομένων σε κατηγορίες. Η ανάλυση αυτή κατέδειξε ότι τα τραγούδια μπορούν να περιγραφούν ανάλογα με τη θέση τους ανάμεσα σε τρεις κύριες σφαίρες επιρροής: τη θρησκεία, την ερωτική διέγερση και την επισημότητα. Τραγούδια τα οποία βρίσκονται πιο κοντά στην επισημότητα χρησιμοποιούνται κατά βάση σε επίσημες τελετές όπου συνήθως υπάρχει πολύς κόσμος, ενώ αντίθετα τραγούδια μακριά από αυτή είναι αυτά που σιγομουρμουρίζουμε όταν βρισκόμαστε μόνοι μας ή με την παρέα μας. Οι σφαίρες αυτές επιρροών επέτρεψαν στους ερευνητές να χαρακτηρίσουν τις κατηγορίες στις οποίες είχαν κατατάξει τα υπό μελέτη τραγούδια. Παραδείγματος χάριν, τα ερωτικά τραγούδια βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση τόσο από τη θρησκευτικότητα όσο και από τη σεξουαλική διέγερση και την επισημότητα, σε αντίθεση με τα χορευτικά τραγούδια, τα οποία ενώ κι αυτά απέχουν από τη θρησκευτικότητα, βρίσκονται πολύ κοντά τόσο στην ερωτική διέγερση όσο και την επισημότητα.
Οπως σχολιάζουν σχετικά με την εν λόγω δημοσίευση οι εξελικτικοί βιολόγοι Τέκουμσε Φιτς και Τιούντορ Πόπεσκιου σε άρθρο γνώμης στην επιστημονική δημοσίευση «Science», η καθολικότητα της μουσικής φαίνεται να μην έγκειται τόσο στην ύπαρξη συγκεκριμένων μελωδιών οι οποίες είναι παρόμοιες στα τραγούδια των διαφορετικών πολιτισμών αλλά στην αντιστοίχιση της μουσικότητας, η οποία αναφέρεται κυρίως στη ρυθμικότητα του ήχου, με συγκεκριμένες κοινωνικές συμπεριφορές. «Από την έρευνά μας δεν προκύπτει ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τονικότητα η οποία να είναι καθολική σε όλα τα τραγούδια» σημειώνει ο ερευνητής Σάμιουελ Μίαρ στο «Βήμα», καταλήγοντας ότι «πρώιμα ευρήματα υποδεικνύουν ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν κάποια κυρίαρχα μοτίβα ως προς τον τρόπο με τον οποίον οι ήχοι οργανώνονται σε ένα μουσικό κομμάτι, όμως κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί ακόμη».
Η ανάδυση της μουσικής
Και αν οι ερευνητές αρχίζουν να κατανοούν ποια στοιχεία της μουσικής φαίνεται να είναι καθολικά ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς, το πότε προέκυψε η μουσική και ποια ανάγκη του ανθρώπου ήλθε να καλύψει παραμένει ακόμη άγνωστο σε μεγάλο βαθμό. Σε δημοσίευσή του στην επιστημονική επιθεώρηση «Frontiers in Sociology» το 2017, ο καθηγητής μουσικολογίας Τζέρεμι Μοντακιού από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης επιχειρεί να συνοψίσει τα ευρήματα τα οποία καταδεικνύουν ότι η μουσική αναδύθηκε ταυτόχρονα με το ανθρώπινο είδος. Σύμφωνα με την επιστημονική δημοσίευση, οι ερευνητές έχουν αναλύσει τη γνάθο των πρώτων ανθρωποειδών και διαπίστωσαν ότι αυτοί είχαν την ικανότητα να τραγουδούν. Εάν όμως κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε παραμένει άγνωστο. Οπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, ένα από τα πιο σημαντικά και πρώιμα χαρακτηριστικά της μουσικής είναι ο ρυθμός. Και οι πρωτόγονοι άνθρωποι είναι πολύ πιθανό να τον είχαν ανακαλύψει από νωρίς, κάτι το οποίο μαρτυρά η ανακάλυψη πολύ απλών μουσικών οργάνων από κόκαλο των οποίων η ηλικία εκτιμάται να είναι 43.000 έτη. Ποια ανάγκη όμως έσπρωξε τον άνθρωπο να δημιουργήσει τη μουσική; Για ποιον λόγο δεν αρκέστηκε στην ομιλία; Σύμφωνα με τον καθηγητή μουσικολογίας, πολλές είναι οι εικασίες των σύγχρονων ανθρώπων γύρω από αυτό το θέμα. Μεταξύ των επικρατέστερων υποθέσεων είναι ότι η μουσική συνδυάστηκε με τον χορό, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο εάν αυτή προέκυψε ως συμπλήρωμα του χορού ή εάν είναι η μουσική η οποία οδήγησε τον άνθρωπο να χορέψει. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι η μουσική ενδέχεται να συνέβαλε στην εύκολη επικοινωνία, όπως θα μπορούσε να συμβαίνει στην περίπτωση απομακρυσμένων μεταξύ τους καταυλισμών οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τύμπανα για να επικοινωνήσουν. Οποιες και να είναι οι αφορμές ανάδυσης της μουσικής, είναι σίγουρο ότι αυτή διατηρήθηκε και εξελίχθηκε στον χρόνο επειδή διευκολύνει τη δημιουργία δεσμών μεταξύ των ανθρώπων. Οπως άλλωστε χαρακτηριστικά σημείωσε ο συγγραφέας της δημοσίευσης σε σχετικές δηλώσεις του, «έχει προταθεί πολλές φορές ότι η μουσική συνέβαλε στη δημιουργία, όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, φέρνοντας τους ανθρώπους μαζί».
Ποικιλομορφία και κοινωνίες
Ανάμεσα στα ευρήματα των ερευνητών βρίσκεται και η παρατήρηση ότι το περιεχόμενο των τραγουδιών εμφανίζει πολύ μεγαλύτερη ποικιλομορφία στο εσωτερικό μιας κοινωνίας παρά στο επίπεδο μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι οι κοινωνίες, αν και διαφορετικές, χρησιμοποιούν παρόμοιους ρυθμούς για συγκεκριμένες κοινωνικές συμπεριφορές.
Η ιαματική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η επιστήμη έχει καταδείξει ότι η μουσική έχει ιαματική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι πρόσφατη έρευνα νευροεπιστημόνων από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, η οποία καταδεικνύει ότι συγκεκριμένη μουσική βοηθάει τον εγκέφαλο νεογνών τα οποία γεννιούνται πολύ πρόωρα να αναπτυχθεί φυσιολογικά. Οι επιστήμονες, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους τον Μάιο στην επιστημονική επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», ζήτησαν από έναν μουσικοσυνθέτη ο οποίος είχε ήδη συνθέσει μουσική για ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, να δημιουργήσει ένα μουσικό κομμάτι το οποίο πίστευε πως θα μπορούσε να έχει θετική επίδραση στα συγκεκριμένα νεογνά. Ο συνθέτης έγραψε ένα κομμάτι σε τρεις διαφορετικές εκδοχές, οι οποίες περιείχαν ήχους άρπας, κουδουνιών ή πούγκι, το είδος φλάουτου το οποίο παίζουν οι γητευτές των φιδιών στην Ινδία και το Πακιστάν.
Eπειτα, οι ερευνητές χρησιμοποιώντας την τεχνική της λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού κατέγραψαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου των νεογνών καθώς ο συνθέτης έπαιζε σε αυτά τη μουσική την οποία είχε συνθέσει. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: Η ανάπτυξη των νευρώνων των πρόωρα γεννημένων νεογνών προσομοίαζε περισσότερο στην ανάπτυξη νευρώνων νεογνών τα οποία είχαν γεννηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα. Αντίθετα, ο εγκέφαλος πρόωρα γεννημένων μωρών τα οποία δεν υποβλήθηκαν στο άκουσμα της εν λόγω μουσικής παρουσίασε φτωχότερη ανάπτυξη των νευρώνων μεταξύ συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου, παρατήρηση η οποία επιβεβαίωσε τη θετική επίδραση της μουσικής στην ανάπτυξή του. Μάλιστα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ευεργετικότερη επίδραση στον εγκέφαλο των νεογνών είχε το μουσικό κομμάτι το οποίο αποτελούνταν από ήχους του διάσημου φλάουτου των γητευτών των φιδιών. Οπως σημειώνουν οι ερευνητές στη δημοσίευσή τους, τα παιδιά τα οποία γεννιούνται πολύ πρόωρα παρουσιάζουν συγκεκριμένες νευρολογικές ανωμαλίες, οι οποίες οφείλονται εν μέρει στο στρεσογόνο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται πρόωρα μετά τον τοκετό. Η μουσική η οποία δοκίμασαν οι ερευνητές βοηθά στη δημιουργία ενός ήρεμου ηχητικού περιβάλλοντος, παρόμοιο με αυτό που υπάρχει στη μήτρα της μητέρας.
Καθώς τα πρώτα παιδιά τα οποία συμμετείχαν στην έρευνα είναι πλέον έξι ετών, ηλικία κατά την οποία αρχίζουν να εμφανίζονται πολλές από τις νευρολογικές διαταραχές, οι επιστήμονες σκοπεύουν να τα μελετήσουν εκ νέου ώστε να διαπιστώσουν εάν η θετική επίδραση της μουσικής στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, η οποία διαφάνηκε κατά τις πρώτες εβδομάδες της γέννησής τους, αντανακλάται σε επίπεδο νευρολογικών διαταραχών.
Ως φυσικό ηρεμιστικό
Μία άλλη περίπτωση η οποία αποδεικνύει ότι η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο αναδεικνύεται σε πρόσφατη έρευνα την οποία πραγματοποίησαν ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Regional Anesthesia & Pain Medicine», καταδεικνύουν ότι η μουσική μπορεί να αντικαταστήσει τα ηρεμιστικά φάρμακα τα οποία χορηγούνται στους ασθενείς πριν από μία επέμβαση η οποία απαιτεί τοπική αναισθησία. Οι επιστήμονες έδωσαν την ευκαιρία σε 157 ασθενείς οι οποίοι προορίζονταν για χειρουργική επέμβαση, είτε να ακούσουν ένα μουσικό κομμάτι που περιείχε προσεκτικά επιλεγμένες μελωδίες οι οποίες μειώνουν την ψυχική ένταση, είτε να πάρουν τα καθιερωμένα ηρεμιστικά φάρμακα τα οποία χορηγούνται πριν από την τοπική αναισθησία. Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, οι ερευνητές χορήγησαν ένα ερωτηματολόγιο στους ασθενείς το οποίο τους επέτρεψε να εκτιμήσουν κατά πόσο οι ασθενείς ένιωθαν άνετα πριν και μετά τη χειρουργική επέμβαση. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι, τόσο πριν όσο και μετά την επέμβαση, οι ασθενείς οι οποίοι είχαν επιλέξει το… φυσικό ηρεμιστικό της μουσικής εμφάνισαν τα ίδια επίπεδα άγχους με τους ασθενείς οι οποίοι είχαν διαλέξει τα ηρεμιστικά φάρμακα. Οι ερευνητές στοχεύουν τώρα να βελτιώσουν τη μέθοδό τους δημιουργώντας μουσικά κομμάτια τα οποία, εκτός από την ηρεμιστική τους δράση, θα προσφέρουν ευχαρίστηση σε όλους τους ασθενείς.
Πρόωρα και διαταραχές
Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, περίπου 1% των παιδιών γεννιούνται πολύ πρόωρα, δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση 32 εβδομάδων κύησης. Παρότι τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά ζουν, περίπου τα μισά εμφανίζουν διαταραχές όπως διάφορες μορφές μαθησιακών δυσκολιών, ελλειμματικής προσοχής και συναισθηματικής αστάθειας.