Η τροπή των ελληνοτουρκικών δεν δικαιολογεί ούτε εφησυχασμό, ούτε καθυστερήσεις, ούτε χαλάρωση, πόσο μάλλον ελαφρά αντιμετώπιση των εξελίξεων και των συζητήσεων.
Επιβάλλει η συνθήκη άλλου είδους αντιμετώπιση, καλλιέργεια και διαμόρφωση άλλου είδους αντίληψης και ανάπτυξη εθνικών αντανακλαστικών, προσαρμοσμένων στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Παρά τις κραυγές διαφόρων, οι χειρισμοί της κυβέρνησης έως και τώρα φαίνονται σε γενικές γραμμές ψύχραιμοι και αντίστοιχοι της περίστασης. Δεν απαντά σπασμωδικά στις παρεκτροπές του Ερντογάν και κρίνοντας από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με τελευταία την επιστολή του αμερικανού ΥΠΕΞ, οι δίαυλοι επικοινωνίας είναι ανοιχτοί με τα κέντρα διεθνούς ισχύος. Κατά τα φαινόμενα, είναι και αποτελεσματικοί.
Το ζήτημα παραμένει όμως. Η Τουρκία είναι ένας παίκτης στην περιοχή με διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία την καθιστούν παράγοντα με άλλες δυνατότητες από της Ελλάδας.
Κάθε δύναμη ή υπερδύναμη έχει τους δικούς της λόγους να συνομιλεί με τον Ερντογάν και αυτό θα συνεχίσει να ισχύει.
Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι η Τουρκία είναι πανίσχυρη σε βαθμό απόλυτο. Ισορροπεί απλώς σε ένα πολύ διαφορετικό ύψος από ό,τι η Ελλάδα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική κυβέρνηση, οι πολιτικές δυνάμεις και όλοι οι αρμόδιοι σε διάφορα πεδία, θα πρέπει να σταθούν με διαφορετικό τρόπο απέναντι στον Τούρκο Πρόεδρο.
Εδώ και μήνες έχει κλιμακώσει αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε «τις προκλήσεις». Περιγράφει διάφορα εξωφρενικά σενάρια, επιτίθεται προσωπικά κατά του Ελληνα Πρωθυπουργού, εκτοξεύει απειλές, διατυπώνει συστάσεις και νουθεσίες. Με λίγα λόγια παίζει το παιχνίδι του, ασκεί την πολιτική με τον τρόπο του, στην εποχή της αβεβαιότητας, της πολυπλοκότητας και της εκκεντρικότητας.
Τίποτε από αυτά δεν πρέπει να αγνοηθεί ή να υποβαθμιστεί.
Μόνο που κάτι θα πρέπει να αλλάξει και αν αυτό συμβεί, θα είναι μία από τις προϋποθέσεις για την μετάβαση μας σε ένα επόμενο στάδιο.
Είναι η πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια και με εξαίρεση τις κατά περιόδους κρίσεις (Χόρα, Σισμίκ, Ίμια), που η Ελλάδα ξυπνάει και κοιμάται σε μία πολεμική ατμόσφαιρα.
Τα συνοδευτικά πλάνα στις τηλεοπτικές συζητήσεις περιλαμβάνουν πτήσεις μαχητικών και πλεύσεις φρεγατών.
Οι ερωταπαντήσεις, όχι μόνο στις τηλεοράσεις, κινούνται γύρω από τον άξονα «τι θα κάνει ο Ερντογάν», «τι θα γίνει αν ο Ερντογάν…», «τι θα κάνουμε εμείς αν ο Ερντογάν…» και διάφορα παρεμφερή.
Με λίγα λόγια, η ειδησεογραφία μας και σε μεγάλο βαθμό η δημόσια συζήτηση, έχει γίνει «ερντογανοκεντρική».
Πρέπει και οφείλουμε να απαγκιστρωθούμε από αυτήν την αντίληψη στην οποία φτάσαμε δια της διολισθήσεως. Φυσικά και δεν πρέπει να αγνοούμε τα όσα λέει ο Τούρκος Πρόεδρος, δεν σημαίνουν αυτά ότι δεν είναι ένας επικίνδυνος παίκτης.
Ίσως όμως θα πρέπει να τα «διαβάζουμε» και να τα ερμηνεύουμε περισσότερο.
Το θέμα δεν είναι να συζητούμε «περιμένοντας τον Ερντογάν», αλλά να κάνουμε όλα όσα εκείνος δεν περιμένει από εμάς.
Μπορεί και να μην είναι τόσο έτοιμος για όλα και δεν αποκλείεται να είναι περισσότερο εκνευρισμένος από τις εκπλήξεις, παρά αποφασισμένος.