Ως «σημείο καμπής» στην προσπάθεια για ειρήνευση στην Λιβύη περιγράφει ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την Λιβύη Γασάν Σαλαμέ την Διάσκεψη του Βερολίνου, τονίζοντας ότι επετεύχθη ο στόχος του, να βρεθούν όλοι οι συμμετέχοντες γύρω από το τραπέζι.
Ο κ. Σαλαμέ επισημαίνει ακόμη ότι η πρωτοβουλία της Καγκελαρίου Μέρκελ ήλθε το περασμένο καλοκαίρι, όταν η κατάσταση είχε φθάσει σε αδιέξοδο και τονίζει ότι η σύγκρουση είχε αρχίσει να επεκτείνεται γεωγραφικά σε περιοχές που δεν έχουν σχέση με το πρόβλημα της Λιβύης και αναφέρεται στο Αιγαίο και «στην εδαφική διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας».
Σε μερικούς λείπει μεν μια κοινή φωτογραφία με χειραψία των Σαράτζ και Χάφταρ, αναφέρει ο κ. Σαλαμέ σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα «Die Welt» και τονίζει ότι ο δικός του στόχος, ο οποίος επετεύχθη, ήταν να έλθουν όλες οι συμμετέχουσες χώρες στο τραπέζι.
«Πετύχαμε πολλά εκεί, παρά τις μεγάλες δυσκολίες. Για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι και οι Τούρκοι κάθισαν στο ίδιο δωμάτιο για πρώτη φορά εδώ και έξι χρόνια, αν και υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές. Αλλά και για τους Αμερικανούς και για τους Ρώσους δεν ήταν εύκολο. Και ήταν επίσης μια πρόκληση να φέρουμε τους Γάλλους και τους Ιταλούς στην ίδια γραμμή. Από αυτήν την άποψη, η Διάσκεψη στο Βερολίνο ήταν επιτυχία. Εάν θέσει κανείς διαφορετικά κριτήρια, μπορεί και να το δει διαφορετικά. Αλλά για μένα το Βερολίνο προσέφερε ακριβώς αυτό που ήλπιζα», δηλώνει ο λιβανέζος διπλωμάτης και επισημαίνει ότι υπάρχει μια νέα πτυχή, η οποία δεν έχει καμία σχέση με αυτούς που ήταν στο Βερολίνο, αλλά με την κατάσταση στην ίδια τη χώρα.
«Πρώτον, είδαμε μια εντατικοποίηση της σύγκρουσης», με νέα όπλα, χιλιάδες νέους μισθοφόρους. Δεύτερον, η σύγκρουση έχει διεθνοποιηθεί και αυτό προκαλεί τον κίνδυνο η σύγκρουση να επεκταθεί σε ολόκληρη την περιοχή. Τρίτον, είδαμε την σύγκρουση να επεκτείνεται γεωγραφικά σε περιοχές που δεν έχουν σχέση με το πρόβλημα της Λιβύης, μέχρι το αιγαίο και την εδαφική διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας», αναφέρει ο κ. Σαλαμέ και προσθέτει ότι υπάρχει τώρα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της διεθνούς κοινότητας, ότι αν αφεθεί αυτή η πληγή ανοιχτή, δεν θα προκληθεί ζημιά μόνο για τους Λίβυους. «Σχεδόν κανείς άλλωστε δεν φαίνεται να νοιάζεται για τους ανθρώπους στην Λιβύη», λέει ο ειδικός απεσταλμένος του Αντόνιο Γκουτέρες.
Αναφερόμενος στον ρόλο της Γερμανίας στην υπόθεση, ο Γασάν Σαλαμέ εξηγεί ότι έπειτα από μια ομιλία του στις 29 Ιουλίου στα Ηνωμένα Έθνη, όπου περιέγραφε την κατάσταση στην Λιβύη ως απελπιστική, έλαβε τηλεφώνημα από την ‘Αγγελα Μέρκελ, η οποία τον ρώτησε εάν πίστευε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει «κάνοντας μερικά τηλεφωνήματα» και αν θεωρούσε ότι η Γερμανία θα ήταν η κατάλληλη χώρα για την ανάληψη μιας διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας. Λόγω της αποχής της από τις επιχειρήσεις που σχεδίαζε στην Λιβύη το ΝΑΤΟ το 2010, η Γερμανία θεωρήθηκε ότι διέθετε πλεονέκτημα, ενώ ο ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών ομολογεί ότι σκέφτηκε ακόμη ότι κάτι τέτοιο θα ήταν σημαντικό για την πολιτική κληρονομιά της Καγκελαρίου.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο αποστολής διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης στην Λιβύη, ο Γασάν Σαλαμέ δηλώνει ότι «όσο καλύτερη είναι η πολιτική συμφωνία, τόσο λιγότεροι στρατιώτες χρειάζονται για να την προστατεύσουν, ενώ αν είναι κακή, δεν αρκούν ούτε πάρα πολλοί στρατιώτες για να την προστατεύσουν». Εκτιμά δε ότι δεν υπάρχει ανάλογη βούληση ούτε στο εσωτερικό της Λιβύης αλλά ούτε στην διεθνή κοινότητα. «Ως εκ τούτου, δεν επιδιώκω μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση. Προς το παρόν το ζήτημα είναι διαφορετικό: θα πρέπει να μετατρέψουμε την κατάπαυση του πυρός σε ανακωχή.
Είναι πολύ πιο περίπλοκα τα πράγματα. Για την ανακωχή θα πρέπει να συμφωνούν και τα δύο μέρη, θα πρέπει να διασφαλίζεται από τρίτους και η συμμόρφωση να ελέγχεται από έναν ουδέτερο μηχανισμό. Δεν χρειαζόμαστε ως προς αυτό Κυανόκρανους, αλλά έναν μικρό αριθμό διεθνών παρατηρητών», αναφέρει.
Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της μετανάστευσης στην Λιβύη, ο κ. Σαλαμέ εξηγεί ότι «σε μια ειρηνική και ευημερούσα Λιβύη θα μπορούσαν να υπάρξουν 2-3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας για μετανάστες, όπως συνέβαινε πριν από το πόλεμο».