Υπό τις παρούσες συνθήκες της χώρας, κάποια συμπτώματα και διαπιστώσεις θα έπρεπε να έχουν λειτουργήσει αφυπνιστικά.
Εν προκειμένω, αυτές δεν αφορούν τόσο το πολιτικό πεδίο.
Αλλωστε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έπειτα από μία δεκαετία και πλέον αλλοφροσύνης, κρίσης, διαψεύσεων, ψευδών προσδοκιών, απειλών, διαψεύσεων των ψευδών προσδοκιών, αυταπατών, τεχνητού και επικίνδυνου διχασμού, υπαρξιακών κρίσεων, υποβάθμισης αξιών και αρχών και γενικού ξεχαρβαλώματος, κάποια πράγματα λύθηκαν στις τελευταίες εκλογές.
Νοοτροπίες ηττήθηκαν και αποδοκιμάστηκαν, συγκεκριμένες επιλογές επικράτησαν ή έγιναν αποδέκτες μιας κάποιας ελπίδας και πάντως ένα πολιτικό σκηνικό διαμορφώθηκε με καθαρά χαρακτηριστικά και δίχως την ανάγκη να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Όλα αυτά συνέπεσαν με την εκδήλωση μίας άλλης μορφής κρίσης, με πολύ συγκεκριμένα εθνικά χαρακτηριστικά: είτε μιλάμε για το προσφυγικό/μεταναστευτικό, είτε για τα γεωπολιτικά και τα ελληνοτουρκικά, προφανώς και αδιαμφισβήτητα έχουμε να κάνουμε με κάτι που σε ένα άλλο πλαίσιο και με διαφορετικές συνθήκες, θα διαμόρφωναν άλλους όρους δημόσιας συζήτησης.
Στο πεδίο αυτό οφείλει κανείς να κάνει μία υπόθεση εργασίας και να αποδεχθεί τις σκοπιμότητες της συνεχιζόμενης ρηχής πολιτικής συζήτησης.
Και να σταθεί μπροστά στον τρόπο με τον οποίο ανατροφοδοτείται η συζήτηση αυτή σε ένα άλλο επίπεδο: αυτό των τηλεοπτικών – κατά κύριο λόγο – ΜΜΕ.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, αυτό που διαπιστώνει κάποιος καθημερινώς είναι ότι ακόμη και με καταγεγραμμένες τις τάσεις και τις διαθέσεις των πολιτών στις πρόσφατες εκλογές, όλο το τηλεοπτικό πανηγύρι εξακολουθεί να κινείται στους δικούς του ρυθμούς.
Μιλώντας για τάσεις και διαθέσεις, δεν εννοείται το ποιος κέρδισε και ποιος έχασε τις εκλογές, αλλά το ποιες νοοτροπίες και πρακτικές αποδοκιμάστηκαν, όσο λυσσαλέα και αν επιχείρησαν να επιβληθούν.
Παρά ταύτα λοιπόν, βλέπει κάποιος καθημερινώς ένα νεφελώδες τηλεοπτικό προϊόν, κατά βάση πανομοιότυπο από κανάλι σε κανάλι και με ελάχιστες εξαιρέσεις, απαράλλακτο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Εναλλασσόμενα δεκάλεπτα πάνελ, ετερόκλητοι συνομιλητές με αβέβαιη έως ανύπαρκτη επάρκεια, να διαπληκτίζονται για ανεξήγητους λόγους.
Βλέπει κάποιος ανθρώπους, είτε βουλευτές είτε επιστήμονες, να εμπλέκονται σε ανούσιες και άσκοπες συζητήσεις με κραυγάζοντες ασχέτους, κατά κανόνα βουλευτές και παράγοντες της αντιπολίτευσης, οι οποίοι δεν εκφράζουν τεκμηριωμένες απόψεις, παρά παπαγαλίζουν κομματικές γραμμές δίχως αντίκρισμα και περιεχόμενο, διακινούμενες ούτως ή άλλως στα κομματικά non paper και έντυπα.
Λέει ο καθένας την ατάκα του με το απλανές βλέμμα στο υπερέραν της τηλεοπτικής κάμερας, παρέρχεται το δεκάλεπτο και «λυπούμαστε, δεν έχουμε άλλο χρόνο. Ευχαριστούμε, καλημέρα σας». Με χαμόγελο…
Στην συγκεκριμένη συγκυρία για την χώρα, η πρακτική αυτή είναι επικίνδυνη. Τα ΜΜΕ και κυρίως τα τηλεοπτικά, οφείλουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Οφείλουν να κάνουν αυστηρές επιλογές, σε πρόσωπα, θέματα και όρους συζήτησης. Αν δεν το κάνουν, θα έχουν τεράστια ευθύνη.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ αυτό. Μπορεί όμως και να γίνουμε τραγικοί μάρτυρες του τι θα γίνει, αν συνεχιστεί…