«Αυτό που αποκαλούμε ένοπλη βία χρεοκόπησε ιδεολογικά και οργανωτικά, πρόλαβε όμως να φθείρει θεσμούς στη συνείδηση μιας μερίδας του λαού μας. Ο πόνος που σκορπά δεν εγείρει την ίδια αγανάκτηση σε όλους. Κι ακόμα υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι υπαρκτές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος θα λυθούν, τελικά, έξω από το πλαίσιο λειτουργίας του», σημείωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας και πρόσθεσε ότι «σε όλα αυτά η Δημοκρατία καλείται να δώσει απαντήσεις. Και, μάλιστα, σε ένα πεδίο πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η πολύχρονη παρουσία της βίας στη δημόσια ζωή, της επέτρεψε να κλιμακωθεί ποσοτικά αλλά και να μεταλλαχθεί ποιοτικά: Η γροθιά έγινε ρόπαλο, το ρόπαλο μολότοφ και η μολότοφ καλάσνικοφ».
Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Πολεμικό Μουσείο για τα θύματα της τρομοκρατίας ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι «η μάχη, για την ασφάλεια είναι προτεραιότητα, για μένα προσωπικά αλλά και για την κυβέρνησή μου. Μαζί με την οικονομία, άλλωστε, συγκροτεί το δίπολο της εσωτερικής πολιτικής για το οποίο ψηφίστηκε η κυβέρνησή μας. Στην εγκληματολογία η «θεωρία του σπασμένου παραθύρου» είναι σαφής: Αν σε ένα κτήριο που βανδαλίστηκε ένα μείνει κατεστραμμένο και παραβιασμένο, τότε πολύ εύκολα ακολουθούν και άλλα. Η βία, λοιπόν, είναι μια ρωγμή στο οικοδόμημα της Δημοκρατίας -και θα κλείσει!»
Επισήμανε, ότι η ασφάλεια αποτελεί το βασικό αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη χωρίς το οποίο τελικά δεν υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε κοινωνική πρόοδος και τόνισε ότι «η βία δεν έχει χρώμα και η καταδίκη της δεν μπορεί πια να γίνεται επιλεκτικά με αστερίσκους και διευκρινιστικές υποσημειώσεις».
«Για να το πω διαφορετικά, ύστερα από τόσες οδυνηρές εμπειρίες, στη σημερινή Ελλάδα δεν επιτρέπεται να έχουμε πολιτικούς που δεν συμπαρίστανται σε θύματα βομβιστικών επιθέσεων. Δεν γίνεται να ονομάζονται «ακτιβισμός» οι καταστροφές. Και, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να μένει σιωπηλός μπροστά σε φονικά χτυπήματα εναντίον αστυνομικών σε ώρα καθήκοντος. Με την ίδια ένταση, όμως, η πολιτεία οφείλει να είναι αμείλικτη και απέναντι στην νέα βία η οποία πηγάζει από την ακροδεξιά. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ακόμα μια ανοιχτή πληγή στην κοινωνία μας. Το ίδιο και οι ρατσιστικές επιθέσεις. Όπως και τα χτυπήματα εναντίον της ενημέρωσης με τελευταίο κρούσμα τον ξυλοδαρμό Γερμανού δημοσιογράφου, χθες, στο Σύνταγμα. Όλα αυτά δεν έχουν καμία θέση στον τόπο μας» είπε ο πρωθυπουργός.
Αναφερόμενος στην αντεγκληματική πολιτική της κυβέρνησης τόνισε ότι αίρονται τα γκέτο σε πανεπιστήμια και σε γειτονιές, έχει πυκνώσει το ανθρώπινο δυναμικό της ΕΛ.ΑΣ. και ανανεώνεται ο εξοπλισμός της και ανακοίνωσε ότι «σε τρεις μήνες από τώρα -είναι η δέσμευσή του υπουργού- η χώρα θα αποκτήσει Εθνική Στρατηγική για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας και του Βίαιου Εξτρεμισμού. Ένα θεσμικό και στρατηγικό κείμενο για να καλυφθεί ένα κενό πολιτικής που επί χρόνια σκίαζε την εικόνα της Ελλάδας στην αξιολόγησή της από διεθνείς οργανισμούς».
Επίσης, είπε ότι στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ιδρύεται, Διεύθυνση Πρόληψης της Βίας και δρομολογείται μια εκστρατεία αποδόμησης αυτού που θα αποκαλούσαμε το «οπλοστάσιο ιδεών» του αίματος. «Μία καμπάνια ευαισθητοποίησης, από κοινού με τους Δήμους, με τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Γιατί, στους ταραγμένους καιρούς μας, η γόνιμη νεανική αμφισβήτηση εύκολα γίνεται τάση ή μόδα της βίας» σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός έκλεισε την ομιλία του λέγοντας ότι «η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας περνά μέσα από την καταστολή. Κυρίως, όμως, περνά μέσα από την απαξίωσή της. Περνά μέσα από την απονομιμοποίηση της. Από την εμπέδωση μιας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης. Σε αυτό το ζητούμενο, κρίσιμο ρόλο αναλαμβάνει η πολιτική με όπλα το διάλογο, τη συνεννόηση και την καταλλαγή και πρόσθεσε ότι τίποτα θετικό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ενεργοποίηση των απλών πολιτών.
«Είναι αυτοί που πρώτοι καλούνται να διαφυλάξουν τη συλλογική μνήμη, ορθώνοντας -με τη στάση τους- το δικό τους ανάστημα απέναντι στη βία. Κι αυτό θα συμβεί όταν κάθε νέος μας θα μεταφράσει σε δημιουργική προσπάθεια την αντισυμβατική απειθαρχία της ηλικίας του. Θα συμβεί όταν κάθε περαστικός αντιμετωπίσει το δημόσιο χώρο ως κομμάτι της προσωπικής του περιουσίας, γιατί αυτό είναι. Θα συμβεί όταν ο κάθε πολίτης αντιληφθεί ότι, απέναντι στη βία, η δική του φωνή είναι ακόμα ισχυρότερη και από την αστυνομική ασπίδα» κατέληξε.