Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοπασχολούμενοι, όσοι αισθάνονται ότι είναι η «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», ακόμη κι αν δεν δηλώνουν τα μισά από τα πραγματικά τους εισοδήματα στην Εφορία, μπορούν να αισθάνονται και δικαιωμένοι. Οχι όμως όλοι…
Είναι γεγονός ότι με τον νέο ασφαλιστικό νόμο αποσυνδέεται το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών από τα εισοδήματά τους και στο εξής θα έχουν δικαίωμα επιλογής της ασφαλιστικής κλάσης σε μια κλίμακα έξι βαθμίδων (από 220 έως 576 ευρώ τον μήνα). Δηλαδή θα επιλέγουν πόσα θα πληρώνουν, επιλέγοντας ταυτόχρονα και τη σύνταξη που θα πάρουν κάποτε με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν και τα ποσοστά αναπλήρωσης κάθε έτους.
Είναι γεγονός ότι αυτή ήταν προεκλογική εξαγγελία της ΝΔ, η οποία τώρα «γίνεται πράξη» δείχνοντας συνέπεια απέναντι στους ψηφοφόρους της και όλους όσοι αποτέλεσαν το «κίνημα της γραβάτας» ζητώντας να μην πληρώνουν εισφορές σαν να είναι μισθωτοί. Ποια όμως είναι η πονηριά, αυτή που ανατρέπει όλα τα επιχειρήματα των ελεύθερων επαγγελματιών και το αφήγημα της κυβέρνησης περί δήθεν «αποκατάστασης δικαιοσύνης»;
Η πονηριά έγκειται στην αύξηση της ελάχιστης εισφοράς που θα καταβάλλουν υποχρεωτικά όλοι οι αυτοπασχολούμενοι μετά την ψήφιση του νόμου. Αυτή προσδιορίστηκε στα 220 ευρώ τον μήνα (από 180 ευρώ που ήταν με τον νόμο Κατρούγκαλου), ποσό που αντιστοιχεί σε μηνιαίο εισόδημα 1.650 ευρώ ή ετήσιο δηλωθέν εισόδημα 19.800 ευρώ!
Και όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι ίδιοι, από τους 600.000 επαγγελματίες, οι εννέα στους δέκα, δηλαδή οι 540.000, δηλώνουν στην Εφορία πολύ χαμηλότερο εισόδημα από το όριο που έθεσε η κυβέρνηση. Οι υπόλοιποι 60.000 που δηλώνουν περισσότερα από 19.800 ευρώ τον χρόνο μπορούν να αισθάνονται δικαιωμένοι, αν επιλέξουν να πληρώσουν την κατώτατη κλάση. Και να προσθέσουμε ότι όσο πιο πολλά εισοδήματα έχουν τόσο περισσότερο δικαιωμένοι μπορούν να αισθάνονται…