H ευρεία αποδοχή που συνάντησε η υποψηφιότητα της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα δικαιώνει την απόφαση του Πρωθυπουργού.
Στέλνει παράλληλα ισχυρό σήμα συναίνεσης που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία.
Πέρα από τους προφανείς συμβολισμούς η απόφαση αυτή πρέπει να σηματοδοτήσει και την αφετηρία μιας νέας εποχής στα πολιτικά ήθη της χώρας.
Μιας χώρας η οποία έχει δοκιμαστεί και έχει πληρώσει πολύ ακριβά τη διχόνοια, τις άγονες και ανούσιες αντιπαραθέσεις, το τοξικό κλίμα, την πόλωση, την ακραία και αδιέξοδη ρητορική.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι πολλά προβλήματα θα είχαν ξεπεραστεί, εάν υπήρχε η στοιχειώδης συνεργασία μεταξύ των κομμάτων.
Η οικονομική κρίση η οποία έφερε τη χώρα μας στο χείλος του γκρεμού είναι βέβαιο ότι θα ήταν πολύ πιο ήπια και μικρότερης διάρκειας.
Το πολιτικό προσωπικό τα χρόνια της κρίσης δεν μπόρεσε να κάνει το αυτονόητο: Να αναζητήσει από κοινού και να καταθέσει τις δικές του προτάσεις, προκειμένου η οικονομία να βγει από το αδιέξοδο και να μπει σε τροχιά ανάκαμψης.
Εξαιτίας της πολιτικής ανωριμότητας, η χώρα μας περιορίστηκε στον παθητικό ρόλο εφαρμογής των προγραμμάτων που επιβλήθηκαν από τους πιστωτές, χωρίς να παρουσιάσει ποτέ – σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη – μια εθνική στρατηγική.
Η υπέρβαση των κομματικών γραμμών που επιτυγχάνεται με τη συμφωνία για το ύψιστο πολιτειακό αξίωμα πρέπει να έχει συνέχεια και να μην αποτελέσει απλώς μια παρένθεση.
Η αναζήτηση και διαμόρφωση συνθηκών ευρείας συναίνεσης πρέπει να καταστεί βασική επιδίωξη, αν θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας τις καταστροφικές παθογένειες γυρίσουμε οριστικά σελίδα