Πολλή συζήτηση και έντονες αντιπαραθέσεις προκάλεσε πρόσφατα η (προσωρινή, τελικά) ανάρτηση μίας αφίσας στους χώρους του μετρό της Αθήνας. Η πληρωμένη αυτή διαφήμιση κατ’ ουσίαν έθετε, με μάλλον άκομψο τρόπο, σε ευθεία αμφισβήτηση την ηθική διάσταση μίας νομικά κατοχυρωμένης ελευθερίας αυτοδιαχείρισης της γυναίκας. Οι υπέρμαχοι της διαφήμισης επικαλέστηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την ελευθερία της έκφρασης γνώμης και διαφώνησαν με τις κοινωνικές αντιδράσεις που οδήγησαν στην απομάκρυνση της αφίσας.
Αποφεύγοντας να υπεισέλθουμε στην ουσία της αντιπαράθεσης σχετικά με ένα ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα, θα καταθέσουμε επιγραμματικά μερικές σκέψεις πάνω στο γενικό πλαίσιο αρχών μέσα στο οποίο κινήθηκε η αντιπαράθεση αυτή. Έστω και αν τελικά κριθεί ότι μεροληπτούμε…
Οι υπέρμαχοι της διαφήμισης διατείνονται ότι στόχος της αφίσας ήταν η συνειδησιακή εγρήγορση του κοινού και όχι η αμφισβήτηση της νομιμότητας ενός κοινωνικού δικαιώματος. Εξωτερικά, αυτό δείχνει ορθό. Υπάρχει όμως μία λιγότερο ευδιάκριτη αλλά ουσιαστική διάσταση στο ζήτημα: Όταν το (θεωρούμενο ως) ηθικό στρέφεται κατά του νόμιμου, ουσιαστικά το καταγγέλλει ως «ανήθικο» και στρώνει τον δρόμο για την απο-νομιμοποίησή του! Το είδαμε να συμβαίνει στην Αμερική, τόσο εκείνη του Ronald Reagan όσο και αυτήν του Donald Trump.
Όταν, λοιπόν, στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης γίνεται προπαγάνδα αμφισβήτησης της ηθικής υπόστασης ενός νομικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, στην ουσία αμφισβητείται αυτός τούτος ο νόμος που το διασφαλίζει και έμμεσα προτρέπεται ο νομοθέτης να τον – και άρα να το – καταργήσει. Ίσως μάλιστα η προτροπή αυτή να είναι κάτι λιγότερο από έμμεση, αν προσέξει κανείς ότι η παρακλητική κραυγή «αφήστε με να ζήσω!» δεν συνιστά απλή παραίνεση προς ελεύθερους ανθρώπους αλλά, στο βάθος, καταγγέλλει μία επιλογή αυτοδιαχείρισης ως εν δυνάμει εγκληματική πράξη κατά της ζωής!
Δευτερευόντως, η ανάρτηση καθαυτή της διαφήμισης, οι υπερασπιστές της οποίας επικαλούνται την ελευθερία της γνώμης, εγείρει και ένα ζήτημα ασύμμετρης κατανομής αυτής της ελευθερίας. Εξηγώ: Η ανάρτηση της αφίσας ήταν, ασφαλώς, δικαιωματική και νόμιμη πράξη. Εν τούτοις, η δυνατότητα εκείνων που θίγονται ηθικά, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους με ανάλογο τρόπο στο ίδιο δημόσιο βήμα, περιορίζεται από το τεράστιο κόστος που συνεπάγεται η διαφήμιση στο μετρό της Αθήνας. Κόστος το οποίο, ως φαίνεται, δεν ήταν απαγορευτικό για εκείνους που είχαν λόγους να οργανώσουν την καμπάνια. Αυτό καταργεί στην πράξη την ισότητα απέναντι στην ελευθερία της έκφρασης, αφού η ελευθερία αυτή συναρτάται με την οικονομική δυνατότητα του φορέα της γνώμης. Αν και θεμιτή σε ένα οικονομικά φιλελεύθερο κράτος, η ανισότητα αυτή δημιουργεί ένα κάποιο ζήτημα ηθικής τάξης…
Εν κατακλείδι, η ιδεολογική αντιπαράθεση γύρω από την επίμαχη αφίσα στο μετρό θέτει, στην ουσία, την ελευθερία της έκφρασης απέναντι στην ελευθερία της αυτοδιαχείρισης. Όπως αναφέραμε στην αρχή, πρόθεση του σημειώματος δεν είναι η βαθύτερη διερεύνηση αυτού τούτου του ζητήματος (άλλωστε, έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά) αλλά η συμβολή στην εξισορρόπηση των όρων με τους οποίους λαμβάνει χώρα η συζήτηση. Με κίνδυνο, λοιπόν, να απογοητεύσουμε τον αναγνώστη, δεν θα υπεισέλθουμε στην ουσία του ζητήματος και δεν θα λάβουμε μέρος στο σχετικό debate.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία, όμως, είναι να κρατηθεί μακριά η πολιτεία από τέτοιες ιδεολογικές συγκρούσεις. Ο πειρασμός τής (ίσως ακόμα και θεσμικά αναθεωρητικής) απόπειρας παρέμβασής της είναι, ασφαλώς, υπαρκτός και θα μπορούσε να οδηγήσει σε χειραγώγηση της πολιτείας από μειοψηφικές ομάδες με ισχυρές επικοινωνιακές δυνατότητες. Κάτι τέτοιο δίχως αμφιβολία θα συνιστούσε πολιτική και κοινωνική οπισθοδρόμηση. Γιατί, όσο και αν οι λέξεις δεν αρέσουν, περί αυτού ακριβώς θα πρόκειται…