Στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 29 χρόνων – αλλά εντός των προγραμματισμών και των προβλέψεων του Πεκίνου – έπεσε η ανάπτυξη στην Κίνα την χρονιά που πέρασε. Η αύξηση 6,1% που σημείωσε το κινεζικό ΑΕΠ το 2019 είναι μεν το χαμηλότερο ποσοστό που καταγράφεται από το μακρινό 1990, αλλά είναι κατά τι υψηλότερο από το κατώτατο όριο 6% που είχε θέσει πέρυσι ως αναπτυξιακό στόχο η κυβέρνηση του Πεκίνου.
Οι ειδικοί αποδίδουν την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην κάμψη της εσωτερικής ζήτησης και στις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου στον οποίο έχει εμπλακεί η Κίνα με τις ΗΠΑ, με ευθύνη ως γνωστόν του Λευκού Οίκου. Κάποιοι αναλυτές, ωστόσο, εκτιμούν ότι ο εμπορικός πόλεμος έχει εν τέλει ωφελήσει την κινεζική οικονομία!
Η επιχειρηματολογία τους έχει να κάνει με το ότι έως το έτος 2018, που ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να αρχίσει να ανεβάζει τους δασμούς των εισαγόμενων στις ΗΠΑ κινεζικών προϊόντων προκειμένου να προστατεύσει τους ντόπιους παραγωγούς, το Πεκίνο πάσχιζε να «αποθερμάνει» την κινεζική οικονομία που κάλπαζε με διψήφιους αριθμούς ανάπτυξης (κυρίως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, προτού δηλαδή ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση).
Οι προσπάθειες του Πεκίνου να συγκρατήσει τον αναπτυξιακό καλπασμό δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία, με αποτέλεσμα να παίρνει διαρκώς διαστάσεις μια γιγαντιαία φούσκα στην εσωτερική κινεζική αγορά. Χαρακτηριστική είναι η φούσκα των ακινήτων στις μεγάλες πόλεις κατά κύριο λόγο, με τιμές που είχαν ξεφύγει ξεκάθαρα από τη μισθολογική εξέλιξη των Κινέζων καθιστώντας οιονεί απαγορευτική για τα νέα ζευγάρια την αγορά στέγης – γνώριζαν ότι θα έπρεπε να εργάζονται αμφότεροι σκληρά για να αποπληρώσουν ένα
ταπεινό διαμέρισμα δύο ή τριών δωματίων έπειτα από 40 και πλέον χρόνια…
Fine tuning
Ο εμπορικός πόλεμος ήλθε για να ορθολογικοποιήσει, από μια άποψη, την εσωτερική ζήτηση όχι μόνο στην αγορά ακινήτων αλλά γενικά στην οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκρατηθούν την τελευταία διετία οι τιμές. Ασφαλώς η κυβέρνηση του Πεκίνου έσπευσε να λάβει μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης, μειώνοντας τη φορολόγηση, διευκολύνοντας τον δανεισμό και ενθαρρύνοντας τις τοπικές κυβερνήσεις να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν έργα υποδομών.
Αυτή είναι, όμως, η αποστολή των οικονομικών επιτελείων των κυβερνήσεων. Να πετυχαίνουν τον ιδανικό συντονισμό της οικονομίας (fine tuning) για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Και η κινεζική κυβέρνηση καταφέρνει προσώρας να πετυχαίνει τον επιθυμητό ρυθμό ανάπτυξης, δηλαδή 6%.
Υπερδανεισμός και υπερχρέωση
Υπάρχει, ωστόσο, ένα ζήτημα που ταλανίζει το κινεζικό οικονομικό επιτελείο από τα χρόνια των ξέφρενων ρυθμών ανάπτυξης και όχι μόνο δεν έχει λυθεί, αλλά εσχάτων εντείνεται περαιτέρω λόγω της αλλαγής πλεύσης της κυβέρνησης με την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών. Μιλάμε για τα τεράστια δανειακά κεφάλαια που χορηγούν οι κινεζικές τράπεζες και επίσης για την υπερχρέωση των τοπικών κυβερνήσεων.
Οι μεν τράπεζες ενθαρρύνονται να δανείζουν περισσότερο, κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι τα νέα δάνεια που χορηγήθηκαν πέρυσι σε τοπικό νόμισμα στην Κίνα να φθάσουν στο ύψος-ρεκόρ των 2,44 τρισεκ. δολαρίων. Αλλά και οι τοπικές κυβερνήσεις φορτώνονται διαρκώς με χρέη, καθώς προχωρούν σε αλλεπάλληλες εκδόσεις ομολόγων προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα προγράμματα κατασκευής υποδομών που σχεδιάζουν. Προγράμματα για την σκοπιμότητα και τη χρησιμότητα των οποίων εκφράζονται εξάλλου πολλές ενστάσεις…