Τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για τη διαλείπουσα νηστεία (ΔΝ, Intermittent fasting) με στόχο τη διατροφική αντιμετώπιση ή και την πρόληψη της παχυσαρκίας και των συνεπειών της. Πρόκειται για εναλλαγή περιόδων σίτισης και περιόδων νηστείας. Οι συχνότεροι τύποι ΔΝ είναι η μέρα παρά μέρα νηστεία (alternate-day fasting), η 5:2 (νηστεία 2 μέρες την εβδομάδα) και η καθημερινή περιορισμένου χρόνου σίτιση, π.χ. η δυνατότητα λήψης τροφής μόνο από τις 7 π.μ. έως και τις 5 μ.μ. (daily time-restricted feeding). Στις πρώτες δύο περιπτώσεις η στέρηση τροφής κατά τις μέρες της νηστείας μπορεί να είναι μερική ή και σπανιότερα, απόλυτη, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του δεδομένου ατόμου και του προσδοκώμενου αποτελέσματος.
Είχα προ διετίας την ευκαιρία να ανασκοπήσω το εν λόγω θέμα (Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής) σε συνεργασία με την ιατρό Χρυσή Κολιάκη και τέσσερις φοιτητές Ιατρικής. Με βάση τα τότε επιστημονικά δεδομένα που αναλύσαμε, γράψαμε τα εξής: «Οι ελάχιστες τυχαιοποιημένες μελέτες σύγκρισης σχημάτων διαλείπουσας δίαιτας με συνεχείς υποθερμιδικές δίαιτες… αναφέρουν την ίδια αποτελεσματικότητα… έως τους 6 μήνες». Αυτό δεν άλλαξε σημαντικά, παρότι υπάρχουν μελέτες, ιδίως βραχυχρόνιες, που δείχνουν ότι η διαλείπουσα νηστεία υπερτερεί κάπως ως προς την απώλεια βάρους.
Νεότερα στοιχεία
Ομως, κατά τα τελευταία δύο χρόνια προστέθηκαν νεότερα εντυπωσιακά στοιχεία. Αυτά αφορούν ποικίλες ευμενείς επιδράσεις της ΔΝ. Ενα προτέρημά της είναι ότι η ενίοτε βασανιστική πείνα που νιώθουν τα παχύσαρκα άτομα που ακολουθούν τις συγκαταβατικές δίαιτες είναι σαφώς μικρότερη στη περίπτωση της ΔΝ. Οι πιο σύγχρονες σχετικές δημοσιεύσεις δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι τα κατά τη νηστεία παραγόμενα κετονικά σώματα (προϊόντα αποικοδόμησης – μεταβολισμού του λίπους) ρυθμίζουν την έκφραση και δραστικότητα πολλών πρωτεϊνών που δρουν ευνοϊκά στην υγεία αλλά και στη γήρανση. Με άλλα λόγια, η ιδιαίτερη ωφέλεια της ΔΝ είναι κυρίως αποτέλεσμα αυτών των γενικότερων επιδράσεων στον μεταβολισμό και οφείλεται λιγότερο στην απώλεια βάρους. Ειδικότερα, τα οφέλη των διαιτών του τύπου της ΔΝ αφορούν την καλυτέρευση του μεταβολισμού του σακχάρου, της αρτηριακής πίεσης, της αντοχής στην άσκηση και στη μείωση του ενδοκοιλιακού λίπους, που αποτελεί παράγοντα που σχετίζεται με παθήσεις της καρδιάς και των αγγείων. Το τελευταίο συμβαδίζει με την παρατηρούμενη μεγαλύτερη ευαισθησία των ιστών στη δράση της ινσουλίνης (πράγμα που μειώνει την πιθανότητα αθηροσκλήρωσης και διαβήτη τύπου 2, του συνηθέστερου τύπου διαβήτη στους ενηλίκους). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με παρατηρήσεις σε πειραματόζωα και σε ανθρώπους, η ΔΝ συνεπάγεται σημαντική βελτίωση παραγόντων, όπως τα λιπίδια του αίματος, του σακχάρου και της ινσουλίνης, ενώ μειώνει τους δείκτες συστηματικής φλεγμονής και του οξειδωτικού στρες που, όπως είναι γνωστό, σχετίζονται στενά με την αθηροσκλήρωση.
Ασθενείς με καρκίνο
Σε ό,τι αφορά τον καρκίνο, σημειώνεται ότι αυτή τη στιγμή «τρέχουν» σοβαρές μελέτες σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού, των ωοθηκών, του προστάτη, του ενδομητρίου, του παχέος εντέρου και του γλοιοβλαστώματος. Περαιτέρω, υπάρχουν ενδείξεις για μείωση των συμπτωμάτων του άσθματος καθώς και των συμπτωμάτων των πασχόντων από πολλαπλή σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας). Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν πειραματικά δεδομένα που δείχνουν ευμενή επίδραση της ΔΝ στην εξέλιξη τραυματικών βλαβών καθώς και στις γνωσιακές (διανοητικές) λειτουργίες.
Μόλις προ ημερών μια πιλοτική μελέτη του τύπου περιορισμένου χρόνου ημερήσιας σίτισης (daily time-restricted feeding, πρβλ. ανωτέρω), διάρκειας 3 μηνών, έδειξε σημαντική βελτίωση σε παράγοντες που σχετίζονται με αθηροσκλήρωση σε πάσχοντες από μεταβολικό σύνδρομο (Cell Metabolism 31,1 – 13,2020). Oι συγγραφείς θεωρώντας αυτά τα αποτελέσματα πρώιμα, ήδη σχεδιάζουν επιμήκυνση της μελέτης στα 4 χρόνια.
Συμπερασματικά, η διαλείπουσα νηστεία υπόσχεται βελτίωση των παραγόντων που προδιαθέτουν σε καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνο πέρα από αυτή που αποδίδεται στην απώλεια βάρους αυτή καθαυτή. Ο χρόνος θα δείξει.
Προβληματισμοί και σκεπτικισμός
Παρ’ όλες τις θετικές επιδράσεις των διαιτών αυτού του τύπου στην υγεία και παρά το πλήθος των σχετικών άρθρων της τελευταίας ιδίως διετίας, υπάρχουν αρκετοί προβληματισμοί και σκεπτικισμός ως προς την πολύ ευρεία διάδοσή τους. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι συνθήκες της καθημερινής μας ζωής δύσκολα επιτρέπουν την επ’ αόριστο εφαρμογή τους. Εξάλλου, οι υπάρχουσες μελέτες είναι σχετικά βραχυχρόνιες και πολλές εξ αυτών αναφέρονται σε πειραματόζωα. Ενας επιπρόσθετος παράγων είναι το γεγονός ότι γιατροί και διαιτολόγοι πρέπει να εκπαιδευθούν και να αποκτήσουν την ανάλογη εμπειρία στο να συμβουλεύουν τα υγιή ή μη υγιή άτομα που προσφεύγουν σε αυτές τις δίαιτες. Τονίζεται ότι η εφαρμογή τους πρέπει να είναι σταδιακή. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της καθημερινής επιμήκυνσης του χρόνου νηστείας θα χρειασθούν μήνες ώστε να προσαρμοσθεί κανείς στην προοδευτική μεγάλη μείωση των ωρών νηστείας (14 έως 18 ώρες την ημέρα). Στην περίπτωση της 5:2 δίαιτας απαιτείται η πολύ προοδευτική εφαρμογή της δίαιτας. Προτείνεται για τον πρώτο μήνα να χορηγούνται 1.000 περίπου θερμίδες για μία μόνο ημέρα νηστείας την εβδομάδα, κατά τον δεύτερο μήνα ίδιες θερμίδες για δύο ημέρες νηστείας την εβδομάδα και στη συνέχεια προοδευτική μετάπτωση στις 500 θερμίδες την ημέρα για τις ημέρες της νηστείας.
Ο κ. Νικόλαος Κατσιλάμπρος είναι ομότιμος καθηγητής Παθολογίας ΕΚΠΑ, MD, PhD, FACP, SCOPE Founding Fellow, EFIM Hon Fellow.