Η πορεία των πραγμάτων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό απροσδιοριστίας.
Ουδείς σήμερα στην Αθήνα μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τι μέλλει γεννέσθαι.
Πώς για παράδειγμα θα εξελιχθεί η κατάσταση στη Λιβύη, αν οι αντιμαχόμενες πλευρές θα καταφέρουν υπό την σκέπη της Ρωσίας και τις καλές υπηρεσίες της Γερμανίας να βρουν πεδίο συνεννόησης και ειρήνευσης ή αν τελικά ο λιβυκός εμφύλιος επιμείνει και προκαλέσει την προαναγγελθείσα από τον Ταγίπ Ερντογάν επέμβαση της Τουρκίας, με ότι αυτή συνεπάγεται.
Και αν κάτι τέτοιο συμβεί τι ακριβώς θα ακολουθήσει με την Αίγυπτο και τις άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής, ποιες συνέπειες μπορεί να έχουν τέτοια γεγονότα στην Κύπρο, κατά πόσο μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα μεταφερθεί στο Αιγαίο και σε ποιο βαθμό θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα ανεπιθύμητων εξελίξεων.
Επιπλέον πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι σε αυτή την περίπτωση η όποια αμερικανική και ευρωπαϊκή συνδρομή και αν όχι, κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί η Ελλάδα σε μια κρίση διαρκείας με τον επιθετικό γείτονα που δεν διστάζει να προκαλέσει και να εγείρει διεκδικήσεις με κάθε ευκαιρία.
Για να μην αναφερθούμε στην παράμετρο του μεταναστευτικού – προσφυγικού που ήδη χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης από τους γείτονες, διαμορφώνοντας τις δικές του ξεχωριστές εστίες πίεσης και έντασης στο εσωτερικό της χώρας.
Ολα τα παραπάνω φανερώνουν ακριβώς την απροσδιοριστία της περιόδου και συνθέτουν βεβαίως την ανασφάλεια που δημιουργεί ο ασταθής περίγυρος.
Η οποία πολλαπλασιάζεται εξαιτίας του γεγονότος ότι εμείς έχουμε ρόλο μάλλον παρατηρητή, παρά οποιουδήποτε άλλου.
Κοινώς οι σταθερές έχουν χαθεί, οι εξελίξεις διαμορφώνονται αλλού και εμείς για την ώρα δεν δυνάμεθα να επιδράσουμε στο μέτρο που μας αναλογεί και μας ενδιαφέρει. Αυτή η συνθήκη προφανώς δεν μπορεί να διατηρηθεί στο χρόνο χωρίς δυσμενείς για εμάς συνέπειες.
Η εξωτερική πολιτική, η διπλωματία μας, όπως και αυτή της άμυνας και της ασφάλειας, οφείλουν αν μη τι άλλο κινητοποίηση και επαγρύπνηση.
Η Ελλάδα έχει πολλούς λόγους ενεργότερης συμμετοχής στα τεκταινόμενα της περιοχής. Και τις καλές της υπηρεσίες μπορεί να προσφέρει για την ειρήνευση της ευρύτερης ζώνης και τα δικαιώματά της να υπερασπίσει και στους γείτονες να καταδείξει οτι δεν μπορούν να αυθαιρετούν και να συμπεριφέρονται ως δυνάμει κατακτητές.
Στους εταίρους και στους συμμάχους επίσης επιβάλλεται να δηλωθεί με σαφήνεια και με τη δέουσα αυστηρότητα ότι με τα εθνικά μας δίκαια δεν παίζουμε, ούτε υποχωρούμε. Για να ξέρουν όλοι ότι θα έχουν να χάσουν από μια ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη κρίση.
Η εποχή κρύβει κινδύνους και απαιτεί κινήσεις και επιλογές πιο δυναμικές. Δεν αρκεί πια η δήλωση καλών προθέσεων.
ΤΟ ΒΗΜΑ