Η ανακήρυξη της ΑΟΖ με την Κύπρο, είναι τώρα, η απάντηση στην Τουρκία.
Στα εθνικά συμφέροντα είμαστε όλοι μαζί, χρειάζεται όμως να είμαστε και ειλικρινείς.
Βασικός πυλώνας της εξωτερικής μας πολιτικής είναι οι συμμαχίες, τόσο οι ευρατλαντικές όσο και οι περιφερειακές.
Με κενά κατά καιρούς, το σύνολο σχεδόν των κομμάτων και των πολιτών επικροτούν αυτήν την πολιτική και αυτό είναι καλό.
Την τελευταία όμως περίοδο έχουμε όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με ευθύνη της Άγκυρας, και με απρόβλεπτα αποτελέσματα, για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Προβάλλεται, κυρίως από την κυβέρνηση και μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, ότι εμείς έχουμε ισχυρή υποστήριξη στις θέσεις μας, ενώ η Τουρκία είναι απομονωμένη.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, ανεξάρτητα από τη διπλωματική κινητικότητα της κυβέρνησης το τελευταίο διάστημα.
Η Τουρκία ενοχλεί πολλές χώρες της περιοχής, επειδή διεκδικεί τη διεύρυνση της επιρροής και των συμφερόντων της, με ή χωρίς αναθεώρηση των συνθηκών, συνήθως παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, και αυτό βοηθάει την προσέγγιση της χώρας μας με αυτές.
Όμως η Τουρκία δημιουργεί τετελεσμένα στην περιοχή με την ανακήρυξη της ΑΟΖ Νοτιοανατολικά της Κρήτης και στην ζώνη ανάμεσα σε αυτήν και την Λιβύη, και με το μνημόνιο οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών που υπέγραψαν. Το περιεχόμενο των αποφάσεών τους παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, όμως δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει η Τουρκία, χωρίς να έχει συνέπειες.
Αυτή η παραβατική Τουρκία, είναι και η μόνη χώρα της Ανατολικής Μεσογείου που συμμετέχει στις διεθνείς διασκέψεις, όπου συζητιούνται και θα ληφθούν πολύ πιθανόν και οι αποφάσεις για τη νέα κατανομή των επιρροών, στην ευρύτερη περιοχή.
- Η Τουρκία, μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν, συμμετέχουν στην «Πρωτοβουλία της Αστάνα», που συζητεί το μέλλον της Συρίας.
- Η Τουρκία συμμετέχει στην «Πρωτοβουλία του Βερολίνου», όπου θα συζητηθεί το πρόβλημα της Λιβύης.
Ηγέτες ισχυρών χωρών, όπως της Ρωσίας και της Ιταλίας, πάνε και έρχονται στην Τουρκία, για να συζητήσουν με τον Ερντογάν για την Λιβύη.
Στην Μόσχα οι ΥΠΕΞ Ρωσίας και Τουρκίας, κάλεσαν τον Σαράτζ και τον Χαφτάρ για να συζητήσουν τους όρους της εκεχειρίας και την πολιτική της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει.
Πριν λίγες ημέρες, ο Τράμπ είπε στον Μητσοτάκη: Η Τουρκία βοηθάει πολύ στην υπόθεση της Συρίας-και απόλυτη σιωπή για τη Λιβύη, όταν ο Πρωθυπουργός του έθεσε τα προβλήματα, που δημιουργεί η Άγκυρα.
Ο Πούτιν, στην κοινή συνέντευξη με τον Ερντογάν, στα εγκαίνια του Turkish stream, είπε: Μαζί με την Τουρκία δουλεύουμε για τη σταθερότητα στην περιοχή και στη Λιβύη.
Η Μέρκελ στη Μόσχα, στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Πούτιν, είπε: Ελπίζω να έχει αποτελέσματα η κοινή προσπάθεια Ρωσίας-Τουρκίας για την κατάπαυση του πυρός στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης και την πολιτική επίλυση του προβλήματος.
Η πρόεδρος Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φορ ντερ Λάινεν επικρότησε την πρωτοβουλία Ρωσίας-Τουρκίας.
Μια από αυτές τις δηλώσεις είναι πιο ισχυρή στη διεθνή πολιτική από τις τελευταίες διπλωματικές πρωτοβουλίες της Ελλάδας – δυστυχώς.
Φαντάζομαι το καταλαβαίνουν αυτό στην κυβέρνηση, ανεξαρτήτως όσων λένε δημόσια και μερικά πρέπει να τα λένε.
Είναι βέβαιο ότι πρέπει κάτι να αλλάξουμε, για να μη βρεθούμε μπροστά σε αδιέξοδα, που σύντομα θα είναι ορατά, αφού οι εξελίξεις επιταχύνονται.
Η χώρα μας ορθώς επιλέγει τους ειρηνικούς δρόμους επίλυσης των διαφορών. Μόνο που αυτοί είτε είναι οι διμερείς διαβουλεύσεις, που άρχισαν, είτε είναι η προσφυγή στην Χάγη ή και οι δυο ταυτόχρονα, θα μας οδηγήσουν μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις, αν δεν κατοχυρώσουμε πιο μπροστά τα δικά μας κυριαρχικά δικαιώματα.
Πριν από κάθε βήμα η χώρα μας πρέπει να ανακηρύξει την δική της ΑΟΖ, σύμφωνα με το δίκαιο της Θάλασσας, τουλάχιστον στην περιοχή που το έκανε η Τουρκία και να προχωρήσει στην συνέχεια στον καθορισμό των ορίων με την Κύπρο και την Αίγυπτο, για να ακυρώσει και να υπερβεί τις ενέργειες της Άγκυρας.
Η Κύπρος το έχει προτείνει εδώ και χρόνια χωρίς να το δημοσιοποιεί, για ευνόητους λόγους, και η Αίγυπτος δεν πρόκειται να προχωρήσει στον καθορισμό των ορίων με την Ελλάδα, εάν εμείς δεν υπογράψουμε πρώτα με την Κύπρο, όσες διμερείς συναντήσεις και αν κάνουμε.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση πρέπει να ξεπεράσουν τις φοβίες τους και να συμφωνήσουν στα βήματα αυτά, διαφορετικά θα έχουν ευθύνες για τα εθνικά και όχι μόνο αδιέξοδα, που είναι ορατά μπροστά μας.