Αν κάποιος θέλει να είναι ρεαλιστής δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι η κυβέρνηση πέτυχε πολλές «μικρές νίκες» στο μέτωπο της οικονομίας που ξεκίνησαν με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, τη μείωση της φορολογίας για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τη μείωση της φορολογίας των κερδών για τις μεγάλες επιχειρήσεις και ελπίζουμε κάποτε να συνεχιστούν με τη μείωση της «έκτακτης» εισφοράς αλληλεγγύης που πληρώνουν για ένατη συνεχή χρονιά οι μισθωτοί.
Η αίσθηση αυτή αποτυπώθηκε άλλωστε στη βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος πριν από τις γιορτές και ελπίζουμε σύντομα να αποτυπωθεί και στο επενδυτικό κλίμα, αφού αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο, να γίνουν δηλαδή επενδύσεις προκειμένου η οικονομία να ανοίξει τον βηματισμό της.
Είναι προφανές ότι σε αυτό το μέτωπο η κυβέρνηση, που κατά κοινή ομολογία αγωνίζεται να προσελκύσει κεφάλαια και να πείσει ότι είναι η «κυβέρνηση των επενδύσεων», ίσως έχει… προδοθεί από συμμάχους της. Θα ήταν σχεδόν αστείο να σταθούμε στην επένδυση του Ελληνικού που η εξέλιξή της εκθέτει όχι τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά τη χώρα ολόκληρη, αφού αποκαλύπτει ότι έξι χρόνια από την υπογραφή της σύμβασης το κράτος δεν έχει πάρει ένα ευρώ από τον επενδυτή ενώ η ώρα που θα αποφασίσει ο ιδιώτης να μπουν οι μπουλντόζες για να… καθαρίσουν τον χώρο έχει γίνει πολιτικό θέμα.
Είναι προφανές ότι η γραφειοκρατία, το νομικό χάος, τοπικές αντιδράσεις, μικρά και μεγαλύτερα συμφέροντα ήταν και εξακολουθούν να είναι βασικά εμπόδια για να ξεκινήσει ένα μεγάλο έργο. Αυτό όμως ισχύει για όλα τα έργα.
Ετσι κυλάει ο χρόνος, οι προσδοκίες διαψεύδονται, κι αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι το πλαίσιο που θα κινηθεί κάθε μεγάλη επένδυση στην Ελλάδα παραμένει το ίδιο, αναλλοίωτο, όπως και με τον ΣΥΡΙΖΑ.Ισως ήταν πιο έξυπνο για την κυβέρνηση αντί να επενδύει πολιτικά σε δήθεν «εμβληματικά έργα», όπως έκανε για τις προεκλογικές ανάγκες, να προχωρήσει σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα εκσυγχρονίσουν το κράτος και θα περιορίσουν τον ρόλο του και κυρίως την ανάγκη διαμεσολάβησης πολιτικών σε κάθε πρόβλημα.
Γι’ αυτό θα κριθεί…